Η Μαντώ Μαυρογένους συγκαταλέγεται αναμφισβήτητα ανάμεσα στις εξέχουσες μορφές της Ελληνικής Επανάστασης. Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες γυναίκες που είχαν τόσο ενεργό ρόλο στον Αγώνα και διακρίθηκαν.
Και μπορεί οι σύγχρονοι Έλληνες ιστορικοί να υποτίμησαν την προσφορά της, οι ξένοι συγγραφείς φαίνεται να είχαν εντυπωσιαστεί από την προσωπικότητα και την ομορφιά της.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Μαγδαληνή Μαυρογένους, όμως όλοι την φώναζαν Μαντώ. Οι απόψεις για τη χρονιά που γεννήθηκε διίστανται, αφού πολλοί ιστορικοί αναφέρουν το 1796 ως το έτος γέννησής της και άλλες το 1797. Ο τόπος όμως σε όλες τις αναφορές παραμένει ο ίδιος, η Τεργέστη.
Πατέρας της ήταν ο Νικόλαος Μαυρογένης, γόνος της ονομαστής φαναριώτικης οικογένειας των Μαυρογένηδων με καταγωγή από τις Κυκλάδες. Μητέρα της, η Ζαχαράτη Χατζή Μπατή, γεννημένη στη Μύκονο, αλλά με καταγωγή από τη Σπάρτη, ήταν πολύγλωσση και κρατούσε τα κατάστιχα των εμπορικών δραστηριοτήτων του άνδρα της. Στην Τεργέστη εγκαταστάθηκαν λόγω της ενασχόλησης του πατέρα της με το εμπόριο.
Η Μαντώ Μαυρογένους ήταν μια αρκετά προικισμένη γυναίκα, γνώριζε γαλλικά και ιταλικά και όλοι έκαναν λόγω για τον γλυκό και καλοσυνάτο χαρακτήρα της. Η γλυκύτητα όμως αυτή, όταν μίλαγε για την ελευθερία της πατρίδας της μετατρεπόταν σε έναν αστείρευτο δυναμισμό.
«Όταν μιλάει για την ελευθερία της πατρίδας της, φλογίζεται, η συζήτηση ζωντανεύει και τα λόγια της κυλάνε με μια φυσική ευγλωττία που σου κρατούν την ανάσα» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γάλλος φιλέλληνας στρατιωτικός και συγγραφέας Μαξίμ Ρεμπό.
Λίγο πριν από την έναρξη της Μεγάλης Επανάστασης μετακόμισε με τον Θείο της τον Παπα-Μαύρο στην Τήνο. Τον Δεκέμβριο του 1821 πήγε στη Μύκονο όπου και πρωτοστάτησε στην εξέγερση των κατοίκων του νησιού.
Διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά για τον εξοπλισμό και την επάνδρωση μυκονιάτικων πλοίων και κατά τις πληροφορίες ξένων, κυρίως, περιηγητών έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων στην Κάρυστο, στο Πήλιο και τη Φθιώτιδα (1823). Στις 11 Οκτωβρίου 1822 ηγήθηκε του αγώνα των κατοίκων της Μυκόνου για την απόκρουση της απόβασης των αλγερινών πειρατών στο νησί.
Tο 1823, το Βουλευτικό αναγνώρισε με απόφασή του τις ως τότε υπηρεσίες της και της απένειμε το βαθμό του αντιστρατήγου. Τον Μάιο του 1825 η Μαντώ προσέφερε στην κυβέρνηση ομολογίες 30.000 γροσιών και ζήτησε να διατεθούν για να λάβει μέρος η ίδια, με όσους στρατιώτες θα της διέθετε η διοίκηση, σε επιχειρήσεις εναντίον των Τουρκοαιγυπτίων. Η οικονομική ενίσχυση του Αγώνα από τη Μαντώ Μαυρογένους και γενικότερα η δράση της, όπως οι επιστολές της προς τις φιλελληνίδες τής Γαλλίας και της Αγγλίας, κατέστησαν θρυλικό το όνομά της στους ευρωπαϊκούς φιλελληνικούς κύκλους. Δυο χρόνια μετά, το 1827 η προσωπογραφία της τυπώθηκε και κυκλοφόρησε σε όλη την Ευρώπη.
Ήδη από το 1825 ζούσε στο Ναύπλιο σ’ ένα μισοερειπωμένο σπίτι. Οι πόροι της είχαν πλέον εξαντληθεί και αναγκαζόταν να εκποιεί ακίνητα της οικογένειάς της που είχε στα νησιά των Κυκλάδων. Ο έρωτάς της για τον στρατηγό Δημήτριο Υψηλάντη (1794-1832) προκάλεσε την αντίδραση του περιβάλλοντός του και πολλά κουτσομπολιά στο Ναύπλιο.
Ο Υψηλάντης φαίνεται να της είχε υποσχεθεί γάμο, αλλά σύμφωνα με τον Μαυροκορδάτο, «επικράθη πάρα πολύ και απεφάσισε να πάρη το λόγο του οπίσω, όπου είχε δώσει προς αυτήν πριν ανακαλύψει τας μετά του κυρίου Βλακέρου σχέσεις της». Ο Βλακέρος, όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες, ήταν ο Άγγλος φιλέλληνας Έντουαρντ Μπλάκιερ, μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που έπαιξε ενεργό ρόλο στα δάνεια της ανεξαρτησίας.
Η αθέτηση όμως του Δημήτριου Υψηλάντη ότι θα την παντρευτεί, σε συνδυασμό με την ένδεια στην οποία είχε περιέλθει αλλά και τη βίαιη απομάκρυνσή της από το Ναύπλιο το 1826 έπειτα από εντολή του Ιωάννα Κωλέττη, υπήρξαν βαρύτατα πλήγματα για την Μαντώ Μαυρογένους.
Ενεργώντας εν βρασμώ υπέβαλε στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827), ένα υπόμνημα – κατηγορητήριο κατά του Υψηλάντη, ζητώντας από τους πληρεξουσίους να δικαιώσουν την ίδια και να καταδικάσουν τον στρατηγό. Ωστόσο, το υπόμνημα αυτό δεν αναγνώστηκε ποτέ, ούτε καν αναφέρεται στα πρακτικά της Συνέλευσης.
Η Μαντώ Μαυρογένους όμως, δεν έμεινε εκεί, λίγες μέρες μετά την άφιξη στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια (1η Φεβρουαρίου 1828) υπέβαλε νέο σχετικό υπόμνημα. Ο πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους αναγνώρισε τα ανδραγαθήματα και τις θυσίες της προς το έθνος και τις απένειμε τον τιμητικό βαθμό του αντιστρατήγου και μικρή σύνταξη. Παράλληλα, τις ανέθεσε την εποπτεία του Ορφανοτροφείου του Ναυπλίου.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (1831) τα προβλήματα επιβίωσης οξύνθηκαν για την ηρωίδα, ενώ επιδεινώθηκαν και οι σχέσεις με την οικογένειά της. Η μητέρα της, αλλά και ο σύζυγος της αδελφής της την κατηγόρησαν ότι κατασπατάλησε τη μεγάλη οικογενειακή περιουσία. Αναγκάστηκε τότε να απευθύνει επιστολή προς τον βασιλιά Όθωνα και να του διεκτραγωδήσει την κατάστασή της. Δεν έλαβε όμως ποτέ καμία απάντηση.
Τελικά θα εγκατασταθεί στην Πάρο όπου βρίσκονταν κάποιοι συγγενείς της. Εκεί, «χτυπήθηκε» από τυφοειδή πυρετό.
Στην Παροικιά υπήρχε ένας μόνο γιατρός και αυτός πρακτικός, ο Φραγκίσκος Κονταρίνης, που στο παρελθόν είχε δουλέψει στην Ιταλία ως βοηθός φαρμακοποιού, οπότε η βοήθεια που μπόρεσε να της προσφέρει δεν ήταν αυτή που χρειαζόταν. Ένα πρωινό του Ιουλίου του 1840 η Μαντώ Μαυρογένους έκλεισε για πάντα τα μάτια της, σε ηλικία 44 ετών, σχεδόν ξεχασμένη απ’ όλους.