Γράφει ο Δημοσθένης Χριστόπουλος
Kαμιά φορά η διαμόρφωση της Ιστορίας μπορεί να είναι ζήτημα μιας μικρής λεπτομέρειας, απλά μια στιγμής. Μια λάθος επιλογή λίγων δευτερολέπτων, ένα απειροελάχιστο έλλειμμα συγκέντρωσης, μια μικρή αδράνεια και ολόκληρη η Ιστορία μπορεί να αλλάξει. Σίγουρα είναι πολλοί οι άνθρωποι που έχουν σκεφτεί πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να είχαν πάει τα πράγματα στη ζωή τους αν είχαν κάνει μια επιλογή αντί μιας άλλης. Σίγουρα ένας από αυτούς είναι ο Ντέμης Νικολαΐδης όταν φέρνει στο μυαλό του εκείνη τη μεγάλη χαμένη ευκαιρία κόντρα στην Λοκομοτίβ Μόσχας τον Μάρτιο του 1998.
Η ΑΕΚ ήταν στο 1-1 με τη ρώσικη ομάδα στη χιονισμένη Μόσχα και απείχαν μερικά δευτερόλεπτα για την συμπλήρωση των 90 λεπτών. Με το 1-1 η ΑΕΚ προκρινόταν στον ημιτελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων – μέχρι και σήμερα είναι πολλοί εκείνοι που λένε πως αν δεν δεχόταν το μοιραίο γκολ στις καθυστερήσεις από τους Ρώσους μπορεί και να είχε φτάσει στον τελικό. Και όλη η Ιστορία θα είχε αλλάξει για την Ένωση. Το πλασέ του Ντέμη στην κενή εστία σε εκείνο το χρονικό σημείο ήταν τόσο χλιαρό που ένας Ρώσος αμυντικός πρόλαβε και έδιωξε τη μπάλα πριν περάσει τη γραμμή. Αντί να γίνει το 1-2 και να καθαρίσει το ματς, στις καθυστερήσεις έγινε το 2-1, η ΑΕΚ αποκλείστηκε με σοκαριστικό τρόπο: στη συλλογική οπαδική λίστα των «μαύρων στιγμών» της Ένωσης, αυτά τα λεπτά ανταγωνίζονται ακόμα και το σοκ του υποβιβασμού πολλά χρόνια αργότερα.
Ήταν η πρώτη φορά στα δύο χρόνια που ο Ντέμης έπαιζε στην ΑΕΚ που εκδηλωνόταν μια δυσαρέσκεια στο πρόσωπό του. Όχι απογοήτευση ή πίκρα – αυτά άλλωστε, τα ένιωθε και ο ίδιος, πιο πολύ από τον οποιονδήποτε άλλο στον πλανήτη ΑΕΚ ως ο μοιραίος εκείνης της βραδιάς στη Μόσχα. Η δυσαρέσκεια είναι ωστόσο άλλου τύπου αίσθημα, εμπεριέχει αρνητικές συνδηλώσεις, τοξικές. Και αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο εκείνη την εποχή για τη σχέση του Ντέμη με τους υπόλοιπους κατοίκους του πλανήτη ΑΕΚ.
Η πάλαι ποτέ ψυχάρα που γύρισε την πλάτη στα λεφτά του Κόκκαλη για να παίξει στην ΑΕΚ της καρδιά του, είχε αρχίσει να μετουσιώνεται σε ποδοσφαιρική ντίβα. Ο παικταράς που όμοιος του δεν υπήρχε στο ελληνικό ποδόσφαιρο ξαφνικά ήταν ένας υπερτιμημένος και στάσιμος επιθετικός που «την έχει δει». Εκείνες τις εποχές (ειδικά εκείνες τις εποχές), ο Νικολαΐδης ήταν ένας τύπος που ενεργούσε κατά βάση με το συναίσθημα. Και τόσο συναισθηματικοί τύποι είναι αδύνατο να μείνουν ανεπηρέαστοι από τόσο αρνητικές περιρρέουσες ατμόσφαιρες.
Αν μιλούσαμε για κάποιον άλλον ποδοσφαιριστή, η πρόταση που έσκασε από την Άντερλεχτ με τη λήξη της σεζόν για την αγορά του θα φάνταζε αληθινή λύτρωση. Ήταν άλλωστε πολλοί εκείνοι που περίμεναν πως μια ομάδα από το εξωτερικό κάποια στιγμή θα ενδιαφερθεί για την πάρτη του αλλά την πρόταση που έκανε η βέλγικη ομάδα δεν την περίμενε κανείς. Τα 4 εκατομμύρια δολάρια, δηλαδή ποσό που ξεπερνούσε το 1 δισεκατομμύριο δραχμές (4 εκατομμύρια σε ευρώ δηλαδή) ήταν μια ιλιγγιώδης προσφορά από την Άντερλεχτ για τα μεγέθη του 1998. Τα 250 εκατομμύρια δραχμές αντίστοιχα που πρόσφερε ετησίως στον Νικολαΐδη τον έκανε τον πιο ακριβοπληρωμένο Έλληνα ποδοσφαιριστή.
Ναι, αν μιλούσαμε για έναν άλλο παίκτη, η απόφαση θα ήταν εύκολη και ειδικότερα σε μια κακή περίοδο σε επίπεδο κλίματος για τον ίδιο. Όμως μιλάμε για τον Νικολαΐδη. Και για τον Νικολαΐδη, ένα τέτοιο πλουσιοπάροχο μεν, σχετικά άδοξο δε διαζύγιο με την ΑΕΚ ήταν μια πιθανότητα που δεν του καθόταν πολύ καλά. Οι άνθρωποι γύρω του, ο μάνατζέρ του, ο πατέρας του (που αποτελούσε πάντα βασικό σύμβουλό του σε τέτοια θέματα), οι φίλοι του τού έλεγαν να μην το σκέφτεται, να πάει στο Βέλγιο να υπογράψει, να την κάνει από την ελληνική μιζέρια. Η λογική του Ντέμη συμφωνούσε μαζί τους. Η καρδιά του όμως είχε διάφορες αντιρρήσεις.
«Πες ότι δε με πουλάς και μένω», είχε πει στον τότε πρόεδρο της ΑΕΚ, Λάκη Νικολάου σε μια προσπάθεια να απεγκλωβιστεί από τον εσωτερικό του διχασμό. Όμως η ΠΑΕ δεν ήταν διατεθειμένη να πάρει το μπαλάκι. Για την ΠΑΕ η υπόθεση ήταν win-win. Αν τον πουλούσε έβαζε τρελά λεφτά στο ταμείο της. Αν πάλι έμενε, δεν θα υπήρχε αποδυνάμωση και μάλιστα από έναν παίκτη σύμβολο. Η απόφαση ήταν αποκλειστικά του Ντέμη και έπρεπε να την πάρει.
Ταξίδεψε στο Βέλγιο, βρέθηκε από κοντά με τους ανθρώπους της Άντερλεχτ, ξεναγήθηκε στο γήπεδο και τις προπονητικές εγκαταστάσεις της, ήρθε σε επαφή με μια εξαιρετικά γοητευτική κοσμοπολίτικη κουλτούρα, άκουσε με τα αυτιά του τις λεπτομέρειες της πλουσιοπάροχης πρότασης που του έκαναν. Ο Ντέμης άρχισε να ψήνεται. Αλλά κάτι μέσα του τον εμπόδισε να υπογράψει. Έφυγε από το Βέλγιο δίχως να απαντήσει αλλά όλα τα ρεπορτάζ της εποχής, ελληνικά και βέλγικα, είχαν δεδομένη τη μεταγραφή, ισχυρίζονταν πως μένουν μόνο τα τυπικά, ότι ουσιαστικά θα γυρνούσε στην Ελλάδα για να διευθετήσει μερικές λεπτομέρειες και μετά θα επέστρεφε στο Βέλγιο για την επισημοποίηση της μεγάλης μεταγραφής. Στο μυαλό του ωστόσο, όσο και αν είχε ψηθεί από την προσωπική επαφή με την Άντερλεχτ, τα πράγματα παρέμεναν περίπλοκα.
Οι επόμενες μέρες βρήκαν τον Ντέμη απομονωμένο σε ένα ξενοδοχείο λίγο έξω από την Αττική. Δεν μιλούσε σε κανέναν, ήθελε να σκεφτεί μόνος του, να πάρει την απόφαση ανεπηρέαστος από το περιβάλλον του. Ζύγιζε τις δυο πιθανές αποφάσεις του και του φαινόντουσαν και οι δύο σωστές και λάθος ταυτόχρονα. Απόφαση δεν μπορούσε να πάρει με βάση τη λογική όπως πάντα. Χρειαζόταν ο κρίσιμος παράγοντας του συναισθήματος. Και όσο τα συναισθήματα του λαού της ΑΕΚ έμοιαζαν «παγωμένα» για αυτόν μετά από εκείνη την καταραμένη ευκαιρία της Μόσχας, τα νοητικά του βήματα τον οδηγούσαν στην αγκαλιά της Άντερλεχτ. Μέχρι που…
Η Original εκείνης της εποχής δεν ήταν ένας σύνδεσμος που έμενε με σταυρωμένα χέρια, δεν αναλωνόταν απλά στο να φωνάζει συνθήματα στο γήπεδο, δεν αρκούνταν απλά σε ρόλο θεατή. ΄Πολλοί την αντιπαθούσαν για αυτή της την τάση να ανακατεύεται στα εσωτερικά της ΑΕΚ. Για την Original δεν ήταν έτσι: ήταν και η ίδια τμήμα των εσωτερικών της ΑΕΚ και όφειλε να παίζει ρόλο. Και στο μεγαλύτερο σύνδεσμο οργανωμένων οπαδών της ΑΕΚ, η απόφαση είχε παρθεί: ο Ντέμης, το «δικό μας παιδί», έπρεπε να μείνει στην ομάδα.
Δεν ήταν κάποια λεπτομέρεια στο συμβόλαιό του ή κάποια διαφορά στο οικονομικό με την Άντερλεχτ ή οτιδήποτε άλλο τέτοιο θέμα που θα χαλούσε μια μεταγραφή αν επρόκειτο για άλλο παίκτη, ο λόγος που τελικά ο Ντέμης αποφάσισε να μείνει στην ΑΕΚ. Ήταν εκείνη η βραδινή συνάντηση της Original μαζί του. Τα στελέχη της Original που επιδίωξαν να βρεθούν με τον Νικολαΐδη και τα κατάφεραν, του το είπαν ξεκάθαρα: «Σε θέλουμε εδώ, να χαιρόμαστε μαζί, να στενοχωριόμαστε μαζί, να πανηγυρίζεις μαζί μας». Για τον Ντέμη αυτή ήταν η καλύτερη προσφορά συμβολαίου: η πρόταση της Άντερλεχτ ήταν παρελθόν στο κεφάλι του, η παραμονή του στην ΑΕΚ είχε ληφθεί ως απόφαση.
Υπήρξε ένα χαρακτηριστικό κεφάλαιο ενός μεγάλου ποδοσφαιρικού έρωτα, πρωτόγνωρα ρομαντικού για τα επίπεδα του επαγγελματικού αθλητισμού. Ενός έρωτα που μερικά χρόνια αργότερα θα βίωνε μια μεγάλη ρήξη. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…