Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη.
Γράφουν Δημήτρης Πώποτας, Aρια Καλύβα
Ο Σάμι Ταμάν παρουσιάζεται ως επιχειρηματίας, πολιτικός και οικονομικός σύμβουλος, ειρηνοποιός, φιλάνθρωπος και εσχάτως καπετάνιος. Πριν από μερικά χρόνια έγινε και ιδιοκτήτης του πλέον φωτογραφημένου και διάσημου σκάφους στον κόσμο, του «007», γνωστού και ως «γιοτ του Τζέιμς Μποντ», που το βράδυ της Παρασκευής 2 Σεπτεμβρίου βούλιαξε στα καταγάλανα νερά της Κύθνου. Ο 62χρονος Ελβετός εβραϊκής καταγωγής, ως πλοίαρχος του «007», αποδείχθηκε μοιραίος καθώς έριξε το σκάφος στα βράχια, ενώ τις ευθύνες για το λάθος του τις αποδίδει στο GPS. Βέβαια, ένας από τους ναύτες του είπε στο Λιμενικό ότι την ώρα της πρόσκρουσης στην ξέρα στη γέφυρα του σκάφους δεν υπήρχε κανείς!
Η ιστορία που ξετυλίγει το «ΘΕΜΑ» μέσα από τη δικογραφία μοιάζει κινηματογραφική, όπως άλλωστε θα ταίριαζε στο «γιοτ του Τζέιμς Μποντ». Το ιδιαίτερο σκαρί που τραβά τα βλέμματα όπου κι αν αράξει κατασκευάστηκε στα ναυπηγεία της Aegean Yacht στην Αλικαρνασσό της Τουρκίας το 2006. Η εν λόγω εταιρεία ειδικεύεται στη ναυπήγηση σκαφών από αλουμίνιο και ατσάλι με ξεχωριστά για το καθένα χαρακτηριστικά, που προορίζονται για ιδιαίτερους πελάτες.
Το «007» έχει μήκος 49 μέτρα, φέρει δύο θηριώδεις μηχανές Caterpillar και μπορεί να αναπτύξει μεγάλες ταχύτητες. Διαθέτει έξι πολυτελείς καμπίνες (σουίτες) για τους υψηλούς επιβαίνοντες και είναι το πιο φωτογραφημένο σκάφος του Instagram. Το περίεργο είναι ότι, ενώ ο κατασκευαστής αναφέρει ότι χρειάζεται δεκαμελές πλήρωμα για να πλεύσει, ο Σάμι Ταμάν επέλεξε να το κυβερνά ο ίδιος και να διαθέτει μόλις τρεις ναύτες για πλήρωμα. Ούτε μηχανικό, ούτε εξειδικευμένο προσωπικό. Ετσι, άλλωστε, έσκιζε τις ελληνικές θάλασσες από το 2019.
Καπετάνιος από την Ελβετία
Ο 62χρονος πλοιοκτήτης και κυβερνήτης του «007» Σάμι Ταμάν είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Αν και Εβραίος, γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε στη Γενεύη. Σε ηλικία 27 χρόνων έκανε την πρώτη του μεγάλη επένδυση σε ένα ξενοδοχείο στη γαλλόφωνη περιοχή της Ελβετίας. Σιγά-σιγά επέκτεινε τις δραστηριότητές του στη Μέση Ανατολή ως οικονομικός σύμβουλος και στη συνέχεια, όπως ο ίδιος συνηθίζει να λέει, από το 2011 ανέλαβε ρόλο ειρηνοποιού στο Ισραήλ και τις άλλες χώρες της περιοχής. Μάλιστα το 2018 δημιούργησε στο Μονακό το σωματείο «Monaco Friends of Israel».
@sabrynette_ #superyacht #007 #greece ♬ Babel (Remix) – 染哥
Στις εξηγήσεις που έδωσε στα αγγλικά και με τη βοήθεια διερμηνέα στους αξιωματικούς του Λιμενικού στη μία τα μεσάνυχτα της 3ης Σεπτεμβρίου, ο 62χρονος κάτοικος Μονακό Σάμι Ταμάν είπε ότι το απόγευμα της 2ας Σεπτεμβρίου, γύρω στις 5, απέπλευσαν από την Αίγινα με το σκάφος ιδιοκτησίας του «007», σημαίας Μεγάλης Βρετανίας, με προορισμό το λιμάνι του Μέριχα της Κύθνου. Στη θαλαμηγό στην οποία ήταν και κυβερνήτης επέβαιναν η σύζυγός του, η κόρη του και τρία άτομα πλήρωμα. Γύρω στις 10.20 το βράδυ, όπως είπε στους αξιωματικούς του Λιμενικού, δυτικά του όρμου Κολώνας, με κατεύθυνση το λιμάνι του Μέριχα, η θαλαμηγός προσέκρουσε σε κάποιο αντικείμενο, πιθανότατα, κατά τον ίδιο, ήταν υποθαλάσσια ξέρα.
Οταν συνειδητοποίησε ότι προσέκρουσε, αυτόματα ενεργοποιήθηκε η γεννήτρια έκτακτης ανάγκης και οι αντλίες απάντλησης νερού. Γρήγορα κατηύθυνε τη θαλαμηγό μέσα στον όρμο της Κολώνας, ενώ μέλος του πληρώματος τον ενημέρωσε ότι ήδη η πλώρη βάζει νερά.
Το πλήρωμα, όπως είπε ο 62χρονος, ετοίμασε τη βοηθητική λέμβο και φόρεσαν όλοι οι επιβαίνοντες σωσίβια. Κατηύθυνε τη θαλαμηγό με προσοχή στα αβαθή νερά της δυτικής πλευράς της παραλίας Κολώνας, όπου προσάραξε στην αμμουδιά. Αμέσως επιβιβάστηκαν το πλήρωμα και η οικογένειά του στη βοηθητική λέμβο, ενώ εκείνος έμεινε πίσω ώστε να κλείσει τις μηχανές. Αφού αποβιβάστηκε η οικογένειά του στην ακτή, το πλήρωμα επέστρεψε για να παραλάβει τον ίδιο.
Οταν εκείνος ερωτήθηκε πόσα καύσιμα είχε η θαλαμηγός, απάντησε περίπου 10 τόνους. Μάλιστα ανέφερε ότι πριν από την προσάραξη με ασφάλεια στη δυτική πλευρά της παραλίας της Κολώνας προειδοποίησε τα αγκυροβολημένα σκάφη με ηχητικές ειδοποιήσεις έτσι ώστε να απομακρυνθούν από την πορεία του για την ασφάλεια των μελών και του πληρώματός του και φυσικά να αποτρέψει την ολοκληρωτική βύθιση της θαλαμηγού και τη θαλάσσια ρύπανση.
«Θα φτάναμε σε 20 λεπτά»
Η 43χρονη ισραηλινής καταγωγής σύζυγος του 62χρονου κατέθεσε στους αξιωματικούς του Λιμενικού ότι γύρω στις 10.30 το βράδυ βρισκόταν στην καμπίνα με το παιδί και ήταν ξαπλωμένη. Τότε ένιωσε ένα τράνταγμα και συνειδητοποίησε ότι το πλήρωμα έτρεχε, καθώς, όπως είπε, τους είδε από το φιλιστρίνι και τους άκουσε που πήγαν στα κατώτερα καταστρώματα, λογικά, όπως ανέφερε, για την ασφάλεια του σκάφους και όλων των επιβαινόντων. Στη συνέχεια ήρθαν στην καμπίνα της δύο μέλη του πληρώματος και της είπαν ότι το σκάφος βυθίζεται και ότι πρέπει να φορέσουν σωσίβια η ίδια και το μωρό.
Η γυναίκα είπε ότι είχε πολύ λίγο χρόνο, ενώ της είπαν από το πλήρωμα να μαζέψει τα απολύτως απαραίτητα πράγματά της, κάτι το οποίο έκανε γρήγορα. Κατόπιν βρέθηκε στο πίσω μέρος του σκάφους όπου και της υπέδειξαν τα μέλη του πληρώματος να επιβιβαστεί σε βοηθητική λέμβο η οποία ήταν παραπλέοντος σκάφους, ενώ, όπως είπε, παρατήρησε ότι η θαλαμηγός είχε ήδη αρχίσει να παίρνει κλίση. Η σύζυγος του κυβερνήτη ρωτήθηκε από τους αξιωματικούς του Λιμενικού αν βρισκόταν κάποιος στη γέφυρα την ώρα του ατυχήματος. Εκείνη απάντησε ότι ο σύζυγός της βρισκόταν στη γέφυρα, γιατί λίγη ώρα προηγουμένως του είχε στείλει μήνυμα τι ώρα θα έφταναν στην Κύθνο και εκείνος της απάντησε σε 20 λεπτά.
«Δεν ήταν κανείς στη γέφυρα»
Ενας 26χρονος Νοτιοαφρικανός, μέλος του πληρώματος που εκτελούσε καθήκοντα ναύτη, είπε στους λιμενικούς ότι στις 10.20 το βράδυ βρισκόταν στον χώρο προσωπικού του σκάφους όταν άκουσε έναν δυνατό θόρυβο και ένιωσε ένα ισχυρό τράνταγμα. Πήγε κατευθείαν στη γέφυρα προκειμένου να καταλάβει τι γινόταν και ρώτησε τον καπετάνιο. Εκείνος του είπε ότι έχουν προσκρούσει σε κάποιο αντικείμενο. Αμέσως κατέβηκε στο κάτω κατάστρωμα για να ελέγξει αν υπάρχει εισροή υδάτων.
Οπως είπε, όταν άνοιξε τις σεντίνες του σκάφους διαπίστωσε ότι ήταν ήδη γεμάτες με νερό. Η επόμενη κίνησή του ήταν να ενημερώσει τον καπετάνιο για την εισροή υδάτων, ενώ ενεργοποίησε και τη γεννήτρια έκτακτης ανάγκης ώστε να μπουν μπροστά οι αντλίες απάντλησης υδάτων. Επειτα επέστρεψε στη γέφυρα προκειμένου να βοηθήσει τον καπετάνιο με την πλοήγηση, καθώς εκείνος του ανέφερε ότι δεν εμπιστευόταν τη συσκευή πλοήγησης GPS, ενώ ταυτόχρονα βοηθούσε και το υπόλοιπο πλήρωμα στην ετοιμασία της βοηθητικής λέμβου και όλων των απαραίτητων σωστικών αν χρειαζόταν να εγκαταλείψουν το σκάφος.
Οταν προσάραξαν στην αμμώδη ακτή, το πρώτο πράγμα που ήθελε, όπως ο ίδιος ανέφερε, ήταν να βεβαιωθεί ότι η γυναίκα και το παιδί που υπήρχαν στο σκάφος θα είναι ασφαλείς και γι’ αυτό τον λόγο τούς μετέφεραν αμέσως σε βοηθητική λέμβο παραπλέοντος σκάφους που ήρθε να συνδράμει σε βοήθεια. Στη συνέχεια, όπως είπε, έθεσαν σε λειτουργία το βοηθητικό σκάφος της θαλαμηγού όπου τοποθέτησαν τα απαραίτητα αντικείμενα όλων όσοι θα επιβιβάζονταν. Το πλήρωμα επιβιβάστηκε στη λέμβο και ο ναύτης βοήθησε τον καπετάνιο να επιβιβαστεί μαζί τους καθώς είχε μείνει πίσω στη γέφυρα της θαλαμηγού. Μάλιστα, όπως είπε χαρακτηριστικά, ανησυχούσε για εκείνον διότι παρατήρησε ότι το σκάφος είχε ήδη αρχίσει να παίρνει ελαφριά κλίση. Οταν ο ναύτης ερωτήθηκε πού πιστεύει ότι οφείλεται η πρόσκρουση και μετέπειτα βύθιση του σκάφους, απάντησε ότι οφείλεται σε λανθασμένη ένδειξη της συσκευής πλοήγησης και η ημιβύθιση στην εισροή υδάτων.
Αλλο ένα μέλος του πληρώματος, ο 26χρονος ναύτης από τη Νότια Αφρική, κατέθεσε ότι γύρω στις 10.20 της 2ας Σεπτεμβρίου βρισκόταν στο μηχανοστάσιο όταν το σκάφος προσέκρουσε σε ξέρα, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του. Οπως περιέγραψε, έτρεξε στο πάνω μέρος του σκάφους όπου άκουσε τον συνάδελφό του να φωνάζει ότι βυθίζονται. Πήγε στην καμπίνα του αμέσως για να πάρει τα προσωπικά του αντικείμενα και έγγραφα, με το νερό να φτάνει ήδη στο ύψος της μέσης του.
Αμέσως κινήθηκε προς τη σύζυγο του καπετάνιου που βρισκόταν στο σκάφος μαζί με το μωρό προκειμένου να σιγουρευτεί για την ασφάλεια της ίδιας και του βρέφους και να τους προστατεύσει. Στη συνέχεια αναζήτησε τον καπετάνιο, ο οποίος βρισκόταν στο δωμάτιό του. Σε αυτό το σημείο κατέθεσε ότι του φώναξε ότι πρέπει να εγκαταλείψουν το πλοίο καθώς ήδη βυθιζόταν, όμως ο ίδιος, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε, δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του και φαινόταν να μην ενδιαφέρεται για την κατάσταση που βίωναν. Τον ενημέρωσε ότι αν δεν τον ακολουθήσει θα έφευγε χωρίς εκείνον καθώς είχε τρομοκρατηθεί, ενώ, σύμφωνα με τον ίδιο, ο καπετάνιος συνέχιζε να τον αγνοεί.
Ο ναύτης κινήθηκε προς το πίσω μέρος του σκάφους, στη βοηθητική λέμβο, και συνέχιζε να περιμένει τον καπετάνιο, γιατί το υπόλοιπο πλήρωμα είχε ήδη επιβιβαστεί. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα ήρθε και ο καπετάνιος. Επιβιβάστηκαν όλη στη βάρκα και παρέμειναν κοντά στο σημείο της βύθισης έτσι ώστε να ελέγξουν το πλοίο και την κατάστασή του, ενώ παρατηρούσαν ότι είχε πάρει αρκετά μεγάλη κλίση. Στη συνέχεια κατέφτασε η Ελληνική Ακτοφυλακή όπου τους συνόδευσε μέχρι το λιμάνι του Μέριχα.
Στην ερώτηση που έκαναν οι λιμενικοί στον ναύτη για το πού πιστεύει ότι οφείλεται η πρόσκρουση, εκείνος απάντησε ότι δεν γνωρίζει τον λόγο και την αιτία της πρόσκρουσης. Ο ίδιος μάλιστα πιστεύει ότι δεν βρισκόταν κανείς στη γέφυρα εκείνη την ώρα, καθώς άκουσε συνάδελφό του να φωνάζει γιατί δεν βρισκόταν κανείς στη γέφυρα την ώρα της πρόσκρουσης, ενώ, όπως είπε, ο κυβερνήτης απάντησε στον συνάδελφό του ότι είχε την ίδια απορία, το γιατί δεν βρισκόταν κάποιος στη γέφυρα για τον έλεγχο του σκάφους.
Ο άλλος ναύτης του «007», ένας 25χρονος Νοτιοαφρικανός, στην περιγραφή του στους αξιωματικούς του Λιμενικού είπε ότι στις 10.20 το βράδυ βρισκόταν στις σκάλες, ανάμεσα στη γέφυρα και την κουζίνα, και μιλούσε στο κινητό του όταν άκουσε έναν δυνατό ήχο. Κατάλαβε ότι κάπου χτύπησαν και έτσι έτρεξε στη γέφυρα, πήρε τον φακό και ενημέρωσε τον καπετάνιο ότι θα πάει στην πλώρη για να δει αν υπάρχει ζημιά στην μπάλα του σκάφους, όμως δεν μπόρεσε να δει κάτι από τη θέση όπου βρισκόταν.
Παράλληλα, ένας άλλος ναύτης κατευθύνθηκε στο κάτω μέρος του πλοίου για να ελέγξει αν εκεί υπάρχει ζημιά. Οταν γύρισε στη γέφυρα, άκουσε τον συνάδελφο να λέει στον καπετάνιο ότι έχει αρκετό νερό κάτω. Αυτός τότε κάλεσε για βοήθεια στο κανάλι 16. Στη συνέχεια, πήγε να απελευθερώσει το σκοινί από τη βοηθητική λέμβο έτσι ώστε να μη βυθιστεί και η βάρκα σε περίπτωση που βυθιζόταν το σκάφος. Μετά επέστρεψε προκειμένου να συνοδεύσει τη γυναίκα με το μωρό στη σωσίβια λέμβο.
Οπως είπε, όλα είχαν μετακινηθεί λόγω της σύγκρουσης και ήταν δύσκολη η μετακίνηση μέσα στο σκάφος. Η γυναίκα με το παιδί τελικά επιβιβάστηκαν στη σωσίβια λέμβο παραπλέοντος σκάφους χωρίς να γνωρίζει το όνομα της λέμβου και τελικά βγήκαν ασφαλώς στην ακτή. Ο ναύτης πήγε και βρήκε τον καπετάνιο στο σαλόνι, τον έπιασε από το μπράτσο για να τον βοηθήσει να βγουν προς τα έξω. Τη στιγμή που έβγαιναν έξω, εκείνος επέστρεψε στο σκάφος ενώ ο ναύτης επιβιβάστηκε στη βοηθητική λέμβο και περίμενε μέχρι να επιβιβαστούν ο καπετάνιος και τα άλλα δύο μέλη του πληρώματος. Οταν τελικά επιβιβάστηκαν όλοι, παρέμειναν στο σημείο κοιτάζοντας το σκάφος να γέρνει όλο και περισσότερο, ώσπου ήρθε το Λιμενικό και τους συνόδευσε έως τον Μέριχα.