Μέσα σε μια πενταετία γύρισε δύο φορές τον κόσμο με υπερπολυτελή γιοτ και επισκέφθηκε μέρη που πολλοί μπορούν μόνο να ονειρευτούν. Για πολλούς, η ζωή της Μέλανι Γουάιτ θα μπορούσε να φαντάζει σχεδόν ονειρική, παρά το γεγονός ότι όλα αυτά τα έκανε όχι ως ανέμελη τουρίστρια, αλλά δουλεύοντας ως σεφ για πλούσιους πελάτες.
Πριν καν κλείσει τα 30, κέρδιζε 40.000 ευρώ αφορολόγητα το χρόνο, χωρίς να συνυπολογίζει τα παχυλά φιλοδωρήματα που έπαιρνε και περιστασιακά ήταν ακόμη και τετραψήφια ποσά. Είχε επίσης δωρεάν διαμονή και διατροφή, που της επέτρεψαν να εξοικονομήσει ένα σεβαστό κομπόδεμα.
Γνώρισε από κοντά κροίσους από την καλή και από την… ανάποδη, μέχρι που αποφάσισε το 2019 να πατήσει μόνιμα στεριά, κλείνοντας αυτό το «κεφάλαιο» της ζωής της, γεμάτο εικόνες και εμπειρίες, που αποτύπωσε σε ένα βιβλίο το οποίο κυκλοφορεί αυτή τη Δευτέρα.
Όχι τυχαία, για τίτλο διάλεξε το «Πίσω από τις γραμμές του ωκεανού: Το αόρατο τίμημα της φιλοξενίας πολυτελείας», περιγράφοντας μια «γκρίζα» εργασιακή πραγματικότητα σε ένα περιβάλλον χλιδής, υπό δύσκολες συνθήκες, με παράλογες απαιτήσεις και σε ορισμένες περιπτώσεις με παραβατικές συμπεριφορές. Ήταν όλα αυτά άλλωστε, συν η μητρότητα -σήμερα έχει έναν γιο επτά μηνών- που την οδήγησαν στη συγγραφή αυτού του βιβλίου.
Η σκοτεινή πλευρά στο φόντο της χλιδής
«Δούλεψα σε σούπερ γιοτ… και συγκλονίστηκα με όσα έμαθα
για τους πλούσιους», αναφέρει η Μέλανι, αφηγούμενη -σύμφωνα με προδημοσίευση στην Telegraph– μια δύσκολη καθημερινότητα της ζωής εν πλω και της εργασίας για λογαριασμό του «1%». Όση είναι δηλαδή σήμερα η πληθυσμιακή αναλογία των υπερπλούσιων στον πλανήτη.
Συχνά τα ωράρια ήταν εξαντλητικά -έως και 18 ώρες την ημέρα- και οι απαιτήσεις εξωφρενικές. Μέλη του πληρώματος αναγκάζονταν για παράδειγμα να καθαρίζουν με μπατονέτες ακόμη και το εσωτερικό χρυσών βρυσών στις τουαλέτες ή να απολυμαίνουν τακτικά τον αέρα με μια ειδική χειροκίνητη συσκευή.
Η ίδια πάσχιζε καθημερινά να βγάλει απαιτητικά μενού για εκλεπτισμένους και μη, αλλά στην πλειονότητά τους δύστροπους και ουρανίσκους.
Κόρη προτεστάντη πάστορα και μεγαλωμένη έξω από το Λονδίνο, η Μέλανι είχε μεγαλώσει εντελώς διαφορετικά. Προτού πιάσει στα 22 της αυτή τη δουλειά, είχε πατήσει το πόδι της μόλις τρεις φορές σε πλοίο.
Στον πρώτο χρόνο εν πλω, ταλαιπωρήθηκε από αφόρητες ναυτίες. Ήταν τόσο έντονες, που το σμάλτο των δοντιών της διαβρώθηκε από τους συχνούς εμετούς. Έχασε πολύ βάρος.
Το κορμί της είχε γεμίσει μελανιές και γρατζουνιές από τα χτυπήματα πέρα δώθε στα θαλασσοδαρμένα σκάφη. Έπαθε επίσης λοίμωξη στα νεφρά λόγω αφυδάτωσης -«απλά δεν είχα χρόνο να πίνω αρκετό», αναφέρει.
Ακόμη κι όταν όμως τελικά καταφέρει να βρει -κυριολεκτικά και μεταφορικά- τα πατήματά της, άρχισαν σιγά σιγά να στοιβάζονται άλλα προβλήματα.
Ένα… εν πλω #MeToo
Στο βιβλίο της, η Μέλανι μιλά για τη σταθερή επιδείνωση της ψυχικής υγείας της σε ένα φόντο χλιδής.
Μιλά για καπετάνιους με «σύμπλεγμα Θεού», που εκφοβίζουν και επιτίθενται στο πλήρωμά τους. Η ίδια περιγράφει ένα περιστατικό που ένας καπετάνιος της έπιασε τα οπίσθια, την ώρα που η ίδια έσκυψε για τις ανάγκες της δουλειάς της ως σεφ πάνω από ένα τραπέζι.
«Είπα στον εαυτό μου ότι άλλοι έχουν ζήσει χειρότερα, δεν είναι κάτι σπουδαίο. Υποβάθμισα τη σοβαρότητα του γεγονότος σαν ένα ξεχασμένο κλάσμα του χρόνου», γράφει. «Κανείς δεν θα άκουγε ή θα ήταν τελικά ο λόγος μου έναντι του δικού του ή κάποιος μπορεί να έλεγε: “Α, είναι μια από αυτές τις υπερδραματικές γυναίκες που δεν αντέχουν ούτε καν το άγγιγμα. Δεν είναι δα και βιασμός”»…
Ούτως ή άλλως, αναφέρει, τα μέλη των πληρωμάτων σε αυτά τα πλωτά βασίλεια των πλουσίων είναι «ορκισμένα» στη σιωπή, υπογράφοντας συμβόλαια εχεμύθειας κατά την πρόσληψή τους.
«Οι γυναίκες που έχουν κακοποιηθεί δεν βγαίνουν να το πουν δημόσια, γιατί αυτός είναι ένας κλειστός κόσμος, όπου όλοι γνωρίζουν τους πάντες», εξηγεί η Μέλανι. «Αν κάνεις φασαρία, δεν θα ξαναπροσληφθείς ποτέ».
Έχοντας απαλλαγεί πια από αυτό το άγχος, πρώην μέλη πληρωμάτων σε σούπερ γιοτ περιγράφουν… «πράγματα και θάματα».
Κάνουν λόγο για προσλήψεις που θυμίζουν καλλιστεία – «στους πλούσιους δεν αρέσουν τα άσχημα πράγματα», περιγράφει μια στην Telegraph. Μια άλλη, μιλώντας στο Marie Claire Australia το 2020, είχε μνημονεύσει ειδικά την περίπτωση ενός πλοιοκτήτη, που προσέφερε μεγεθύνσεις στήθους σε έξι εργαζόμενες.
Παραθέτοντας τη δική της εμπειρία, μια σεφ με 15ετή θητεία σε υπερπολυτελείς θαλαμηγούς θυμάται μια ημέρα που δέχθηκε μια κλήση από ένα ζευγάρι φιλοξενούμενων στο σκάφος, αλλά όταν άνοιξε την πόρτα της καμπίνας τους είδε γυμνούς πάνω στο κρεβάτι.
«Συγγνώμη», είπε, «νόμιζα ότι όταν χτύπησα την πόρτα ακούστηκε «Έλα μέσα». «Αυτό είπαμε», ήταν η απάντηση που πήρε. Η ίδια, λέει, σκαρφίστηκε μια πρόχειρη δικαιολογία και έφυγε…
Γυρίζοντας «σελίδα»
Η Μέλανι δεν έχει στο βιβλίο της αναφορές σε ανάλογες προσωπικές εμπειρίες. Στα πέντε χρόνια που δούλευε σε πολυτελή γιοτ κρατούσε τις αποστάσεις της και έκανε υπομονή, διατηρώντας έτσι ένα πολύ καλό εισόδημα σε μια θέση εργασίας που «ξέρεις ότι υπάρχουν χιλιάδες άλλοι εκεί έξω που θα την διεκδικούσαν ευχαρίστως».
Όμως οι επιπτώσεις της σωματικής εξάντλησης και του ψυχολογικού στρες που είχε εμφανίστηκαν ξαφνικά, σε σημείο κατάρρευσης.
«Είχα αυτοκτονικό ιδεασμό. Ήταν πραγματικά σκοτάδι, δεν μπορούσα να δω φως. Δεν ένιωθα πια σαν στο σπίτι μου στη στεριά», αναφέρει. Ήταν τότε που αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά τον χώρο, ο οποίος έχει πλέον εξελιχθεί -ειδικά μετά την πανδημία- σε μια παγκόσμια βιομηχανία που απασχολεί άμεσα περισσότερους από 150.000 ανθρώπους.
«Γενικά, οι καθωσπρέπει υπερπλούσιοι είναι πολύ χαλαροί και φιλικοί», αναφέρει, «και φορούν παλιά μπλουζάκια και παπούτσια».
Αυτοί που συνήθως είναι οι πιο μυστήριοι, λέει, είναι κάποιοι που ναυλώνουν πολυτελή σκάφη και εμφανίζονται με πανάκριβα αξεσουάρ. «Όταν έβλεπες τύπους του στιλ “προσποιήσου μέχρι να το πετύχεις”, ήθερες ότι θα περάσεις δύσκολα»…
Από τότε που επέστρεψε στη στεριά, εν τω μεταξύ, η Μέλανι έχει επικεντρωθεί στο τομέα της ευαισθητοποίησης για την ψυχική υγεία των ναυτικών και την πρόληψη των αυτοκτονιών στις τάξεις τους, που σύμφωνα με μελέτη αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 5,9% των θανάτων στη θάλασσα.
Σήμερα, παράλληλα με την ανατροφή του γιού της -τον οποίο μεγαλώνει μόνη- είναι συνιδρύτρια εταιρείας, που προσφέρει προγράμματα εκπαίδευσης «πρώτων βοηθειών ψυχικής υγείας» για τα μέλη πληρωμάτων πολυτελών και μη σκαφών.