Γράφουν Δημήτρης Πώποτας, Aρια Καλύβα
Οι ιστορίες τους θυμίζουν γκανγκστερικές αμερικάνικες ταινίες που όμως το σενάριο τους ξεδιπλώνεται στην Αθήνα του 2022. Νεαρές πανέμορφες κοπέλες από πάμφτωχες χώρες της ανατολικής Ευρώπης που έρχονται στην Ελλάδα για να βγάλουν χρήματα να ζήσουν την οικογένεια τους και καταλήγουν σε ρυπαρά κρεβάτια να κάνουν ραντεβού με 100 άνδρες την ημέρα, να φυλακίζονται σε σπίτια με Αλβανούς ένοπλους φρουρούς, να οδηγούνται στα νοσοκομεία από ακατάσχετες αιμορραγίες και να αναγκάζονται να τοποθετούν ακόμα και σφουγγάρια στον κόλπο τους για να μην χάνουν ούτε μια ημέρα από τα «ροζ» μεροκάματα.
Η Μαρία και η Ρενάτα από τη Μολδαβία, στα 20 και 26 τους χρόνια αντίστοιχα, βίωσαν για πολλούς μήνες την απόλυτη εξαθλίωση. Μέχρι που οι αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας Ανθρώπων, κυνηγώντας ένα κύκλωμα μαστροπών με αρχηγό μια γυναίκα από τη Μολδαβία την Ντανιέλα και δεξί της χέρι τον Αλβανό σύντροφο της, γνωστό στα «κόκκινα φανάρια» της πρωτεύουσας με το προσωνύμιο «Τόνι Μοντάνα», ξεδόντιασαν τη συμμορία και τις εντόπισαν σε κακή κατάσταση σε διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας.
Οι πολυσέλιδες καταθέσεις και οι περιγραφές των δύο νεαρών γυναικών που η φτώχεια, η ανέχεια και η απελπισία τις έριξαν στα κυκλώματα της πληρωμένης ηδονής, συγκλονίζουν και αποκαλύπτουν, τι πραγματικά συμβαίνει στα studios της Αθήνας. Η έρευνα της Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος οδήγησε στην αποδόμηση μιας οργάνωσης, που έφερνε κρυφά μέσω Αλβανίας ή Τουρκίας φτωχά κορίτσια από τη Μολδαβία για να τα εκμεταλλευτεί και εξαργυρώσει την ανάγκη τους για επιβίωση. Τα κέρδη ήταν πολλά, το μαύρο χρήμα άφθονο, σε σημείο που οι μαστροποί άνοιξαν μέχρι και ανθοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας για να ξεπλύνουν τα «μαύρα» ευρώ από τις «ροζ» δουλειές τους.
Η 20χρονη Μαρία
Η πρώτη κοπέλα, η Μαρία, που έμπλεξε στο κύκλωμα του «Τόνι Μοντάνα» και της Ντανιέλα, είναι μόλις 20 ετών. Μέσω μιας κοινής γνωστής, ήρθε στην Αθήνα και ξεκίνησε ένας εφιάλτης από την πρώτη κιόλας ημέρα που αναγκάστηκε να κάνει 52 (!) ραντεβού, εφιάλτης που τελείωσε στις αρχές της εβδομάδας με το «ξεδόντιασμα» του κυκλώματος. «Η φίλη μου, μου είπε ότι θα βγάλω πεντακόσια ευρώ στην Ελλάδα αν κάνω τρία ερωτικά ραντεβού με πελάτες και όσο και να μην μου άρεσε αυτή η δουλειά ήμουν αναγκασμένη να την κάνω γιατί δεν είχα καθόλου χρήματα για το παιδί μου. Επίσης, μου είπε ότι η δουλειά αυτή είναι νόμιμη στην Ελλάδα και δεν θα έχω κανένα απολύτως πρόβλημα. Πήρε τηλέφωνο αρχηγό, η οποία έστειλε χρήματα για να κανονίσει το ταξίδι μου στην Ελλάδα και συγκεκριμένα πεντακόσια ευρώ για τα εισιτήρια του λεωφορείου και το διαβατήριό μου. Τα χρήματα αυτά θα τα ξεχρέωνα από τη δουλειά μου ως εκδιδόμενη. Έτσι λοιπόν, μέσα περίπου Μαΐου του έτους 2022. […] κανονίστηκε το ταξίδι μου από τη Μολδαβία για την Ελλάδα. Τα απόγευμα ήρθε η αρχηγός μαζί με τον άνδρα της ο οποίος είναι Αλβανός και πήγαμε να μου δείξουν τους οίκους ανοχής που θα δούλευα. Η Ντανιέλα είναι ιδιοκτήτρια πολλών οίκων ανοχής» αναφέρει ενώ τα σκηνικά που περιγράφει στις επόμενες γραμμές είναι φρικτά.
«Την πρώτη ημέρα που δούλεψα στον οίκο ανοχής έκανα ραντεβού με πενήντα τέσσερις άνδρες και αισθάνθηκα πάρα πολύ άσχημα. Αισθάνθηκα ότι με εκμεταλλεύονταν γιατί οι άνδρες που αναγκάστηκα να κάνω τα ερωτικά ραντεβού ήταν βρώμικοι, μεθυσμένοι, αλλοδαποί, χρήστες ναρκωτικών. Δούλευα ακόμα και όταν ήμουν αδιάθετη βάζοντας σφουγγάρι στον κόλπο μου. Με πήγαινε στον οίκο ανοχής τις περισσότερες φορές η αρχηγός και ο Αλβανός με ένα μεγάλο μαύρο αμάξι, άλλες φορές με τα πόδια είτε μόνη μου. Τον Ιούνιο του 2022 με μια άλλη κοπέλα αποφασίσαμε να φύγουμε για τη Μολδαβία, κρυφά».
Η 26χρονη Ρενάτα
Στην κατάθεση που έδωσε με διερμηνέα, παρουσία, ψυχολόγου, στις 13:30 της 15ης Οκτωβρίου στην Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας Ανθρώπων, της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, η 26χρονη Μολδαβή Ρενάτα, ξεδίπλωσε και εκείνη το κουβάρι της φρίκης.
«Το 2018 ήρθα σε επαφή με μία φίλη μου η οποία ήξερα ότι έμενε στην Αθήνα και δούλευε σαν εκδιδόμενη σε οίκο ανοχής. Επειδή έμαθα ότι τα χρήματα ήταν καλά το θεώρησα ευκαιρία ώστε να μαζέψω λεφτά και να μεγαλώσω το παιδί μου χωρίς να αναγκαστώ να το δώσω σε κάποιο ίδρυμα και να μεγαλώσει μόνο του. Τον Αύγουστο, λοιπόν, του 2018 ήρθα μαζί με τον γιο μου στην Αθήνα και δούλεψα δυόμιση μήνες σαν εκδιδόμενη στον οίκο ανοχής που βρίσκεται στην οδό Ιάσονος. Εκεί αφεντικό ήταν μία Ελληνίδα, η Βάσω, η οποία μου έδινε και παραπάνω χρήματα. Όταν έφτασα στην Ελλάδα με παρέλαβε από το αεροδρόμιο η αρχηγός μαζί με τον «Τόνι Μοντάνα» και με πήγαν στο σπίτι τους στην οδό Ακομινάτου. Σε αυτό το σπίτι έπρεπε να πληρώνω ενοίκιο διακόσια ευρώ γιατί με φιλοξενούσε. Η Ντανιέλα, εκείνη την περίοδο, είχε 4 οίκους ανοχής. Το κάθε ραντεβού κόστιζε δέκα ευρώ, και εγώ έπαιρνα τα πέντε ευρώ από κάθε ραντεβού, ενώ τα τέσσερα πρώτα ραντεβού ήταν τζαζ, δηλαδή δεν πληρωνόμουν καθόλου για τα ραντεβού που έκανα. Επειδή είχα πρόβλημα με το διαβατήριο κάθισα τρεις μήνες, τον Φεβρουάριο του 2020 πήγα στην Μολδαβία, ανανέωσα το διαβατήριο και επέστρεψα στα μέσα Μαρτίου του 2020. Τότε ξεκίνησαν και τα προβλήματα. Ξεκίνησε και η καραντίνα λόγω του κορονοϊου και οι οίκοι ανοχής έπρεπε να είναι κλειστοί. Τόσο εγώ όσο και άλλες κοπέλες φοβόμασταν να δουλέψουμε, αλλά η αρχηγός και ο «Toni Montana» μας φώναζαν, μας έβριζαν και μας ανάγκαζαν να δουλεύουμε κρυφά. Όταν έλεγα στην Ντανιέλα ότι οι πελάτες που έρχονται στο μαγαζί είναι μεθυσμένοι, ή βρώμικοι, ή ναρκομανείς και δεν θέλω να κάνω ραντεβού μαζί τους μου φώναζαν και μου έλεγαν ότι ήρθα για να δουλέψω και όχι για να κάθομαι. Δεν είμαι καμία πριγκίπισσα. Επίσης, όταν δουλεύαμε κατά την περίοδο της καραντίνας με ανάγκαζε να κάθομαι ακόμα και τρεις βάρδιες συνεχόμενες και να κάνω ραντεβού με περίπου εκατό πελάτες».
Η κοπέλα είχε ένα πρόβλημα με τα χαρτιά της, το οποίο όμως η Ντανιέλα, κατάφερε να το λύσει. «Με είχαν απελάσει, δεν μπορούσα να μπω στην Ελλάδα μέχρι και το 2023. Η αρχηγός είχε βρει τη λύση. Μου είπε ότι θα ταξιδέψω μέχρι την Αλβανία με αεροπλάνο, και από εκεί ένας Αλβανός θα με περνούσε στην Ελλάδα παράνομα με τα πόδια. Είχα πολύ μεγάλη ανάγκη τα χρήματα για το παιδί μου και αποφάσισα να δεχθώ. Έτσι λοιπόν, έφτασα στην Ελλάδα περίπου 27-06-2021. Το ταξίδι αυτό κόστισε 3.000 ευρώ και η Ντανιέλα μου είπε ότι θα την πλήρωνα με την δουλειά μου στους οίκους ανοχής, από μία έως τρεις βάρδιες την ημέρα. Για περίπου τρεις μήνες παρά τα ραντεβού που έκανα κανονικά κρατούσαν όλα μου τα χρήματα που έβγαζα από τα ραντεβού και μου έδιναν καθημερινά δέκα ευρώ για φαγητό και τσιγάρα. Εγώ εκείνη την περίοδο μπορεί να έκανα ραντεβού και με εκατό άνδρες, αλλά πάντα τα λεφτά που έπαιρνα στο τέλος ήταν δέκα ευρώ. […]. Όταν δουλεύαμε κατά την περίοδο της καραντίνας με ανάγκαζε να κάθομαι ακόμα και τρεις βάρδιες συνεχόμενες και να κάνω ραντεβού με περίπου εκατό πελάτες. Ενώ όταν λέγαμε ότι φοβόμαστε την αστυνομία, μας έλεγε πως ό,τι και να συμβεί έχει λεφτά για τους δικηγόρους και τα δικαστήρια. Όταν της έλεγα ότι πονάω, ή ότι είμαι αδιάθετη ή κουρασμένη, δεν με πίστευε και μου έλεγε ότι λέω ψέματα…».