Γράφουν Δημήτρης Πώποτας, Άρια Καλύβα
Εμφανίζονταν ως επιφανείς πολίτες, προσδίδοντας με αυτόν τον τρόπο υπόσταση στον χαρακτήρα που υποδύονταν, έπειθαν για την φερεγγυότητά τους αποστέλλοντας φωτογραφίες πλαστών ταυτοτήτων, σφραγίδων, διαφημιστικών καρτών και τιμολογίων και με διάφορα κόλπα άδειαζαν τραπεζικούς λογαριασμούς ανυποψίαστων πολιτών.
Πρόκειται για μια «ηλεκτρονική συμμορία Ρομά» που με έδρες το Ζευγολατιό Κορινθίας και το Ζεφύρι έστησαν μια εγκληματική οργάνωση και προέβαιναν συστηματικά στη διάπραξη ηλεκτρονικών απατών σε βάρος πολιτών σε διάφορες περιοχές της χώρας. Μ’ αυτόν τον τρόπο κατάφεραν να αποκομίσουν στις 262 περιπτώσεις που έχουν εξιχνιαστεί κέρδη 2.000.000 ευρώ.
Τα μέλη της μετέρχονταν τρεις διαφορετικές μεθοδολογίες ενώ είχαν εγκαταστήσει και λειτουργούσαν επιχειρησιακό τηλεφωνικό κέντρο, πραγματοποιώντας καθημερινά εκατοντάδες κλήσεις σε όλη τη χώρα. Μάλιστα, είχαν τέτοιο βαθμό εξειδίκευσης που ανακάλυπταν συνεχώς νέα τεχνάσματα για να υποκλέπτουν τους προσωπικούς κωδικούς και λοιπά στοιχεία ηλεκτρονικής τραπεζικής από τα θύματά τους. Για την υπόθεση συνελήφθησαν πρωινές ώρες της Παρασκευής στο Ζευγολατιό και στο Ζεφύρι, έξι μέλη της οργάνωσης, ενώ παράλληλα ταυτοποιήθηκαν και αναζητούνται επιπλέον πέντε μέλη.
Το χρονικό
Όπως προέκυψε από την έρευνα από τον περασμένο Νοεμβρίου τα μέλη της “ηλεκτρονικής συμμορίας” ενώθηκαν και εντάχθηκαν στην εγκληματική οργάνωση, χρησιμοποιώντας ως κέντρο δράσης οικήματα στην περιοχή του Ζευγολατιού. Σε αυτούς τους χώρους είχαν εγκαταστήσει επιχειρησιακό-τηλεφωνικό κέντρο, μέσω του οποίου πραγματοποιούσαν σε καθημερινή βάση εκατοντάδες κλήσεις πανελλαδικά, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη επιμονή έως ότου επιτύχουν τον εγκληματικό σκοπό τους. Ως προς τον τρόπο δράσης τους, προέκυψε ότι, προσέλκυαν το ενδιαφέρον των υποψήφιων θυμάτων τους και τους προσέγγιζαν, υποδυόμενοι διάφορους ρόλους όπως πωλητή, αγοραστή ή πελάτη, με ειδικά διαμορφωμένα «σενάρια».
Τα σενάρια που χρησιμοποιούσαν ήταν να προσποιούνται:
• τους πωλητές οχημάτων ή αντικειμένων, σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές, ώστε να δημιουργήσουν την ιδέα της συμφέρουσας αγοράς,
• τους αγοραστές και αφού εντόπιζαν πρόσφατες αγγελίες κάθε είδους, με το πρόσχημα της άμεσης αγοράς και της άμεσης καταβολής χρημάτων, έπειθαν τα υποψήφια θύματά τους, και
• τους πελάτες σε ξενοδοχειακές μονάδες ή άλλες επιχειρήσεις όπου χρησιμοποιούσαν το τέχνασμα της μεγάλης παραγγελίας ή της κράτησης μεγάλης διάρκειας, προφασιζόμενοι άμεσα προκαταβολή, ώστε να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των θυμάτων τους.
Μετά την αρχική προσέγγιση, χρησιμοποιούσαν τρεις μεθοδολογίες για να αποσπάσουν χρήματα:
1ον) Στις περιπτώσεις αγοραπωλησίας οχημάτων, πείθουν τα θύματά τους να καταβάλουν προκαταβολή ως «καπάρο» και στη συνέχεια προφασιζόμενοι φορολογικούς και λογιστικούς λόγους ζητούν μεγαλύτερο ποσό, τάζοντας δήθεν καλύτερη τιμή λόγω της παρεξήγησης που δημιουργήθηκε.
Αν τα θύματα ήταν δύσπιστα, έθεταν ένα μελετημένο τέχνασμα σε εφαρμογή, με δήθεν μεταφορά χρημάτων από την πλευρά τους ως διευκόλυνση προς τον αγοραστή, ώστε στη συνέχεια να του αποσπάσουν τον τραπεζικό του λογαριασμό και να του αποστείλουν δήθεν απόκομμα – απόδειξη της μεταφοράς χρημάτων από άλλο τραπεζικό ίδρυμα. Έτσι ο αγοραστής θεωρώντας ότι η μεταφορά θα πραγματοποιούνταν μετά από κάποιες μέρες, προέβαινε από μέρους του στην καταβολή των χρημάτων που θεωρούσε ότι του είχαν πιστωθεί προηγουμένως.
2ον) Αποσπούσαν με διάφορα τεχνάσματα πληροφορίες ηλεκτρονικής τραπεζικής και αποκτούσαν πρόσβαση στους τραπεζικούς λογαριασμούς των θυμάτων τους,μέσω διαδικτύου. Λόγω του ότι αυτά τα τεχνάσματα δεν πετύχαιναν πάντα, ανακάλυψαν έναν άλλο τρόπο ώστε να αποσπούν από τα θύματά τους τα στοιχεία ηλεκτρονικής εφαρμογής συγκεκριμένης τράπεζας, μέσω της αυτοματοποιημένης διαδικασίας ανάκτησης κωδικού πρόσβασης και χρήσης κωδικού μιας χρήσης.
3ον) Κατάρτιζαν και απέστελλαν στα υποψήφια θύματά τους κατάλληλα σχεδιασμένα SMS, τα οποία εμφαίνονταν ότι προέρχονταν από την τράπεζά τους και περιείχαν υπερσύνδεσμο – link, ο οποίος οδηγούσε σε κατάλληλα διαμορφωμένο περιβάλλον, που προσομοίαζε με την αρχική ιστοσελίδα τράπεζας, όπου τους ζητούνταν να κάνουν σύνδεση συμπληρώνοντας το όνομα χρήστη (username) και τον κωδικό πρόσβασης (password). Συμπληρώνοντας τα στοιχεία τους για την είσοδο στο e-banking, τα μέλη της οργάνωσης αποκτούσαν άμεση πρόσβαση στους λογαριασμούς τους και προέβαιναν στην άμεση μεταφορά χρηματικών ποσών.
Για τη μεταφορά των χρημάτων που αποσπούσαν από τα θύματά τους, χρησιμοποιούσαν τραπεζικούς λογαριασμούς, τους οποίους προμηθεύονταν έναντι αμοιβής από άτομα, τα λεγόμενα money mules, που βρίσκονται σε οικονομική ανάγκη, με την αμοιβή τους να κυμαίνεται από 200 έως 500 ευρώ. Παράλληλα, φρόντιζαν μέσω των κατόχων των λογαριασμών να έχουν ενεργοποιηθεί τα μέγιστα όρια αναλήψεων που τους παρείχαν τα τραπεζικά ιδρύματα, έτσι ώστε ο κάθε λογαριασμός να είναι στο μέγιστο βαθμό αξιοποιήσιμος.
Επιπρόσθετα, μετά την ολοκλήρωση της πράξης, τα μέλη της οργάνωσης ενημέρωναν τους ανωτέρω δικαιούχους των λογαριασμών που χρησιμοποιήθηκαν, να δηλώσουν την απώλεια ή την κλοπή της τραπεζικής κάρτας που συνδέεται με τον λογαριασμό. Επίσης, στις περιπτώσεις που είχαν αποκτήσει παρανόμως πρόσβαση σε λογαριασμό θύματος, ο οποίος δεν διέθετε χρήματα, τον καθιστούσαν ως «ενδιάμεσο σταθμό» μεταφοράς χρημάτων που προέρχονταν από άλλες ηλεκτρονικές απάτες.
Με την ολοκλήρωση της απόσπασης-αφαίρεσης των χρηματικών ποσών από τα υποψήφια θύματα τους, ενημέρωναν τα μέλη, τα οποία είχαν επιφορτιστεί με την ανάληψη των χρημάτων από Α.Τ.Μ. και πραγματοποιούσαν άμεσα τις αναλήψεις, λαμβάνοντας μέτρα προστασίας (μάσκες, κουκούλες κλπ).
Άλλα μέτρα προστασίας που χρησιμοποιούσαν, ήταν να διατηρούν την ανωνυμία τους μέσα από ψεύτικους λογαριασμούς σε διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εφαρμογές του διαδικτύου, ενώ για τις επικοινωνίες με τα θύματά τους, καθώς και για τις μεταξύ τους επικοινωνίες χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά «επιχειρησιακές» συνδέσεις (Ghostnumbers) που έχουν εκδοθεί σε τρίτα πρόσωπα ή αλλοδαπούς υπηκόους (αχυράνθρωπους), καθώς και διαδικτυακές εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο των μέτρων προστασίας που λάμβανε η οργάνωση για να μην αποκαλυφθεί η δράση της, συνεννοούνταν με κωδικοποιημένες λέξεις – φράσεις και χαρακτηριστική διάλεκτο ενώ όπως διαπιστώθηκε, χρησιμοποίησαν σαράντα οχτώ 48 συσκευές κινητής τηλεφωνίας και εκατόν πενήντα τρεις 153 τηλεφωνικές συνδέσεις. Στο πλαίσιο των ερευνών που πραγματοποιήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή του Ζευγολατιού Κορινθίας και στο Ζεφύρι Αττικής, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
• πλήθος τραπεζικών καρτών και εγγράφων,
• πλήθος τηλεφωνικών καρτών SIM,
• πλήθος ηλεκτρονικών συσκευών,
• 4 επιχειρησιακά αυτοκίνητα της οργάνωσης,
• το χρηματικό ποσό των 4.500 ευρώ,
• κάρτες μελών τυχερών παιγνίων,
• πλήθος κοσμημάτων και κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης.