Μια εξαιρετικά σημαντική απόφαση από το ανώτατο δικαστήριο της χώρας εκδόθηκε πριν μόλις λίγες μέρες. Μια απόφαση που επιτέλους δίνει ένα επιπλέον όπλο στους δανειολήπτες αλλά και στους δικηγόρους τους να ακυρώσουν με τις ανακοπές τους, τις διαταγές πληρωμής και τους πλειστηριασμούς όταν αυτοί διενεργούνται όχι από τις τράπεζες αλλά από τις εταιρείες διαχείρισης, τα γνωστά funds.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο με απλά, κατανοητά και λίγα λόγια να εξηγηθεί τι έχουν κάνει λάθος τα funds όλο αυτό τον καιρό και τώρα με την απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου μπορούν να ακυρωθούν οι πράξεις τους για να εκπλειστηριάσουν ακίνητα.
Όλοι γνωρίζουν ότι οι τράπεζες έχουν πουλήσει τα δάνεια, ειδικά τα κόκκινα σε, εταιρείες του εξωτερικού. Οι εταιρείες αυτές έχουν δώσει το δικαίωμα διαχείρησης των δανείων αυτών στις γνωστές σε όλους μας εταιρείες CEPAL, INTRUM κ.α. που εδρεύουν στην Ελλάδα, που είναι γνωτσές και ως funds.
Το νομοθετικό πλαίσιο και οι διατάξεις που επικαλούνται τα funds για την εκπροσώπηση των εταιρειών που έχουν αγοράσει τα δάνεια από τις ελληνικές τράπεζες δεν είναι το σωστό και για αυτό δεν νομιμοποιούνται ενεργητικώς να ασκήσουν τις πράξεις αυτές ακόμα και να τις εκπροσωπούν στο δικαστήριο.
Πιο συγκεκριμένα υπάρχουν δύο νομοθετικά πλαίσια για τις εταιρείες αυτές, που ισχύουν παράλληλα. Το ένα είναι του 2003 και το άλλο του 2015. Οι διατάξεις του ν. 4354/2015 αφορούν αποκλειστικά και μόνα τα κόκκινα δάνεια, ο νόμος δε αυτός δημιουργήθηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Στο νόμο αυτό δημιουργείται μία πολύ συγκεκριμένη, ειδική νομιμοποίηση, βάσει της οποίας τα funds νομιμοποιούνται να ενεργούν διαδικαστικές πράξεις αντί του δικαιούχου της απαίτησης, δηλαδή της αλλοδαπής εταιρείας, που έχει πάρει από την ελληνική τράπεζα τα δάνεια.
Η ανάθεση της διαχείρισης στο fund γίνεται με συγκεκριμένη σύμβαση κατά τους όρους του άρθρου 2 §§ 1-3 Ν. 4354/2015 με βάση τους όποιους η τελευταία αποκτά την ιδιότητα του «μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου» με πανηγυρική διατύπωση. Στην περίπτωση αυτή και με την ύπαρξη της συμβασης αυτής τα funds μπορούν να προχωρούν σε οποιαδήποτε πράξη ακόμα και να καταθέτουν δικόγραφα, να παρίστανται στα δικαστήρια για την διεκδίκηση των οφειλών, να αιτούνται την έκδοση διαταγών πληρωμής, να προχωρούν σε πράξεις εκτέλεσης και φυσικά σε πράξεις πλειστηριασμών για λογαριασμό των εταιρειών που εκπροσωπούν.
Από την άλλη οι διατάξεις του ν. 3156/2003 αφορούν γενικά ρυθμίσεις δανείων. Στην παράγραφο 14 του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, καθίσταται σαφές ότι οι προβλεπόμενες εκεί εταιρείες ενεργούν πράξεις διαχειρίσεως για λογαριασμό των εταιρειών που έχουν τα δάνεια, (τότε δεν υπήρχαν οι αλλοδαπές εταιρείες αλλά οι ελληνικές τράπεζες. Αναφερόμαστε σε μια εποχή προ οικονομικής κρίσης), χωρίς να αποδίδεται σε αυτές η συγκεκριμένη ιδιότητα του «μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου», έστω και έμμεσα ώστε ως μη δικαιούχος διάδικος, να μπορούν να ασκούν αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της αλλοδαπής εταιρείας.
Με τον Ν. 3156/2003 δεν αποκτούν τα funds ενεργητική νομιμοποίηση για να ασκήσουν οποιαδήποτε αγωγή, αίτηση ή άλλο ένδικο βοήθημα ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, παρά μόνο ρυθμίζουν τους όρους και τον τρόπο που μπορούν εξωδικαστικά οι οφειλέτες να ρυθμίζουν τις οφειλές τους, με σκοπό την είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από τους οφειλέτες και για λογαριασμό των εταιρειών που έχουν τα δάνεια.
Έτσι λοιπόν κατά την συζήτηση της συγκεκριμένης αναίρεσης, η εταιρεία Intrum θέλησε να παρασταθεί στο δικαστήριο για λογαριασμό της αλλοδαπής τράπεζας στην οποία είχαν μεταβιβαστεί τα δάνεια.
Ο Αρειος Πάγος έκρινε ότι η παρέμβαση της Intrum είναι απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποιήσεως, διότι η μόνη νομιμοποιούμενη να ασκήσει πρόσθετη αυτοτελή παρέμβαση υπέρ της ελληνικής Τράπεζας είναι η αλλοδαπή εταιρεία ως δικαιούχος της ένδικης απαίτησης, δηλαδή της οφειλής.
Πιο αναλυτικά, η INTRUM είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων από δάνεια ελληνικής τράπεζας που οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και έχουν καταγγελθεί από την τράπεζα. Η τράπεζα, κάποια στιγμή, μεταβίβασε τις απαιτήσεις αυτές σε αλλοδαπή εταιρεία που ανέθεσε την διαχείριση τους στην INTRUM.