Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας επέστρεψε στη μυθοπλασία με ένα πολύ ιδιαίτερο και πάντα επίκαιρο θέμα που αφορά τη συζυγική απιστία.
Μετά από τρεις αληθινές ιστορίες που έγιναν best seller (Πικρό Γάλα, Δεκαέξι Γράμματα και Το Κορίτσι της στάχτης), ο Μένιος Σακελλαρόπουλος επέστρεψε στη μυθοπλασία με ένα πολύ ιδιαίτερο και πάντα επίκαιρο θέμα που αφορά τη συζυγική απιστία.
«Ενός λεπτού σιγή» λέγεται το ολοκαίνουργιο βιβλίο του δημοσιογράφου-συγγραφέα που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, με το οπισθόφυλλο να προϊδεάζει τον αναγνώστη για ένα δυνατό ταξίδι.
Ένας απαγορευμένος έρωτας που απογειώθηκε για να συντριβεί και να φέρει καταστροφή. Ένας άντρας διαλυμένος από το βάρος της απιστίας. Ένας γάμος σε εμπόλεμη ζώνη. Δυο παιδιά ρημαγμένα από τις καταστάσεις. Μια γυναίκα πεταμένη σε ένα θάλαμο ψυχιατρείου. Οικογένεια και κοινωνία γυρίζουν την πλάτη, όπως και ο εραστής που χάνεται αμέσως, πατώντας όρκους και υποσχέσεις. Τότε αρχίζει η κόλαση. Για όλους.
Οργή, απόγνωση, πόνος, μίσος, εκδίκηση, σκοτεινά μονοπάτια. Μια δυνατή ιστορία με πολλούς αποδέκτες.
Ένα θρίλερ συζυγικής απιστίας στη διπλανή πόρτα που προκαλεί ταχυκαρδίες και δίνει τροφή για σκέψη.
Η άλλη όψη μιας επώδυνης συζυγικής σχέσης με απίστευτες παρενέργειες, ένας σταυρός πίσω από κλειστές πόρτες.
Ενός λεπτού σιγή σε θύματα και θύτες, λίγο πριν νυχτώσει. Στην ψυχή και το μυαλό…Η απιστία και η προδοσία δεν έχασαν ποτέ την «αίγλη» τους! Κι ο συγγραφέας είναι απολύτως σαφής!
«Όπως έλεγε ο Μαρσέλ Προυστ, η απιστία και η προδοσία υπάρχουν από τότε που εμφανίστηκε ο άνθρωπος στη γη! Προφανώς και δεν έχουν φύλλο. Κάμποσες φορές οι συνέπειες είναι καταστροφικές. Κι όχι μόνο για το ίδιο το ζευγάρι αλλά –κυρίως- για τα παιδιά, τα παράπλευρα θύματα. Ίσως τα χρωστούμενα να μείνουν για πάντα, όπως και οι πληγές όταν είναι βαθιές. Κι ίσως να είναι αργά πια όταν το αντιληφθεί κάποιος».
Για μια ακόμα φορά ο Μένιος Σακελλαρόπουλος καταπιάνεται με ένα θέμα που είναι ιδιαίτερο και ασφαλώς πονάει πολύ. Αλλά βάζει το χέρι στην πληγή.
«Από τη στιγμή που αποκαλύπτεται η απιστία, ένα σπίτι μετατρέπεται σε εμπόλεμη ζώνη. Η κόλαση επί γης! Το κρακ στην καρδιά και την ψυχή είναι γιγάντιο, βράχος των Μετεώρων! Υπάρχουν άνθρωποι που δεν το ξεπέρασαν ποτέ. Μόνο απλό δεν είναι, έστω κι αν κάποιος θεωρεί ότι κλείνει τους λογαριασμούς, θάβει το παρελθόν και πάει παρακάτω. Ο εφιάλτης δεν σβήνει εύκολα».
Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος «τρέχει» ένα μοναδικό ρεκόρ που προκαλεί τεράστια εντύπωση. Δεκαεννέα χρόνια δεκαεννέα βιβλία, μια σπάνια περίπτωση που δεν την προσπερνάει εύκολα κάποιος.
Και για όλα αυτά προηγείται μια τεράστια έρευνα που τον οδήγησε σε φυλακές, ψυχιατρεία, χειρουργεία, δικαστικές αίθουσες, αστυνομικά τμήματα, εισαγγελικά γραφεία, νεκροτομεία, μοναστήρια, για να καταφέρει να αποδώσει πιστά τους ήρωές του και να μπει στα παπούτσια τους.
Τα σκέφτεται και γελάει!
«Παλιά έλεγαν ότι οι αθλητικοί συντάκτες γράφουν με τα… πόδια! Τις πρόλαβα αυτές τις φωνές. Μας θεωρούσαν παρακατιανούς! Ήθελα να αποδείξω ότι κάνουν λάθος κι ότι οι γνώσεις μας δεν περιορίζονται στο… οφσάϊντ! Ήταν ένα στοίχημα με τον εαυτό μου. Ε, μετά από 19 βιβλία θεωρώ ότι κάτι έχω δείξει. Όπως και πολλοί συνάδελφοί μου, που άλλαξαν το χάρτη με τις παλιές δοξασίες…».
– Σπουδές Νομικής, 43 συνεχόμενα χρόνια δημοσιογραφίας, τηλεόραση, ραδιόφωνο, Τύπος. Η λογοτεχνία πώς μπήκε στη ζωή σου; Υπήρξε κάποια αφορμή η οποία στάθηκε καταλυτικός παράγοντας, έτσι ώστε να πάρεις την απόφαση να αρχίσεις να εκφράζεσαι μέσω της συγγραφής;
«Όντως, κοντεύω… πενήντα χρόνια φούρναρης! Ακολούθησα αυτό που λάτρεψα, κόντρα στην πατρική επιθυμία που ήθελε να με δει δικαστή! Λάτρευα από μικρός τα αθλητικά, φρόντιζα να μαθαίνω τα πάντα, σχεδόν με μανία! Με μάγευε η μυρωδιά της εφημερίδας, μπήκα σ’ αυτό τον μαγικό κόσμο από τα 16 μου, παιδάκι! Κρυφά εννοείται, έκανα ακόμα και κοπάνες για να πάω στην εφημερίδα! Έχει τύχει να κάνω και με τα πόδια την απόσταση Πειραιάς-Αθήνα γιατί δεν είχα λεφτά. Κι έλεγα σε όλη τη διαδρομή ότι πρέπει να πετύχω! Η αλήθεια είναι ότι είχα μεγάλη δίψα. Ακόμα κι όταν μπήκα στη Νομική, ήξερα τι δουλειά θα κάνω. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία στο μυαλό μου. Έκανα μια μεγάλη διαδρομή, δυστυχώς δεν με πρόλαβε ο πατέρας μου στα καλύτερά μου, όταν πήγα στο MEGA. Λυπάμαι πάρα πολύ, ίσως τότε να συγχωρούσε την ανυπακοή μου… Ως προς το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, δεν θεωρώ τον εαυτό μου λογοτέχνη. Ούτε για αστείο, για χωρατό! Υπάρχουν γίγαντες της λογοτεχνίας, στους οποίους χαμηλώνω τα μάτια! Απλώς διηγούμαι ιστορίες που αφορούν τον άνθρωπο φροντίζοντας να τις γεμίσω με εικόνες και χρώματα. Επέλεξα να μην είναι ευχάριστες. Κάμποσες μάλιστα είναι σκληρές, αλλά θεωρώ ότι περνούν πολλά μηνύματα, ίσως και να δίνουν παρηγοριά στον κόσμο. Σ’ αυτό με βοήθησε η δημοσιογραφική μου ιδιότητα και σ’ αυτό είμαι ευγνώμων. Μετά από πολλά χρόνια έντονης και πιεστικής δουλειάς, ένιωσα την ανάγκη να πω ιστορίες στον κόσμο. Ποτέ όμως –μα ποτέ- δεν φανταζόμουν ότι σε 19 χρόνια θα μετράω 19 βιβλία. Με μαγεύει όλο αυτό και με κάνει περήφανο».
-Οι ρυθμοί γραφής σου θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι “ιλιγγιώδεις”. Με δυο εκπομπές στην τηλεόραση που μάλιστα τελειώνουν τα… χαράματα, τι ειναι αυτό που σε κρατά σε συνεχή εγρήγορση;
«Αγαπώ πολύ τη ζωή, μου αρέσει να ζω στο κόκκινο, να μην αφήνω ανεκμετάλλευτη ούτε ώρα! Πολεμάω για τη ζωή, και για μένα η δουλειά μου αλλά και η συγγραφή είναι ένας πόλεμος με τον εαυτό μου. Θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο αυτή η θυσία, που κρατάει πια 19 χρόνια! Κι ονειρεύομαι κάποια στιγμή, όταν έρθει η ώρα να αποσυρθώ από τη δουλειά, να είμαι σε ένα μικρό χωριουδάκι και να γράφω με την ησυχία μου, δίχως πίεση και ξενύχτια και την αγωνία μήπως λιποθυμήσω καμιά μέρα!»
-Η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος σε έχει επιβραβεύσει. Ο συγγραφέας των 370 χιλιάδων αντιτύπων! Κι όμως δεν είσαι τόσο ενεργός στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Άκουσα ότι γι’ αυτό σου κάνουν παράπονα!
«Η μία αλήθεια είναι ότι εισπράττω την αγάπη του κόσμου και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη αλήθεια. Δεν έχω όντως τόσο στενή επαφή με τον κόσμο, δεν κάνω πολλές παρουσιάσεις αλλά μετρημένες στα δάχτυλα, δεν έχω αυτή την τριβή της γνωριμίας, της ανταλλαγής απόψεων, των συναντήσεων. Όταν ξεκίνησα τη συγγραφή, ορκίστηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα ξεγελάσω ποτέ τον αναγνώστη που θα πληρώσει για να αγοράσει ένα βιβλίο, έβαλα την ψυχή μου και μάτωσα για να τον κάνω συνοδοιπόρο μου. Μπήκα σε δύσκολες ιστορίες, από φυλακές και ψυχιατρεία και ανακριτικά γραφεία, μέχρι εκπαίδευση των τυφλών ακολούθησα για να είμαι ακριβής στις περιγραφές- και ήξερα ότι είναι ο μόνος δρόμος για να μην ξεγελάσω κανέναν. Νιώθω και γ’ αυτό υπερήφανος και δεν θα το αλλάξω ποτέ. Από την άλλη, όντως έχουν αλλάξει οι εποχές και ομολογώ ότι δεν μου αρέσουν κάποιες «νέες τάσεις». Έχουν θεωρηθεί καλά βιβλία κάποια μέσα στο πλήθος επειδή είχαμε… χειροκροτήματα. Αυτό είναι αδικία για κάποια πραγματικά καλά που περνούν απαρατήρητα. Δεν είναι όλα μάρκετινγκ και δημόσιες σχέσεις. Γιατί εκεί πήγαμε και προσωπικά δεν μου αρέσει. Το περιεχόμενο μετράει, όχι η κορδέλα και το χειροκρότημα, τα ζήτω και τα μπράβο. Θεωρώ ότι ένα καλό βιβλίο θα βρει το δρόμο του. Δεν χρειάζονται… πανηγυράκια για να συμβεί αυτό. Κάνω ελάχιστα πράγματα για το εκάστοτε νέο βιβλίο μου αλλά ο κόσμος το ανακαλύπτει».
-Θεωρείσαι πια… brand name και στο χώρο του βιβλίου. Πόσο σε ικανοποιεί αυτό;
«Δεν το βλέπω έτσι. Με ικανοποιεί αφάνταστα όμως ότι ο κόσμος με εμπιστεύεται. Ξέρουν ότι δεν θα μετανιώσουν που έδωσαν τα χρήματά τους. Φροντίζω –δίνοντας και την ψυχή μου- να τους ευχαριστήσω. Πάντα προσπαθώ να αναδείξω την αλήθεια και οπωσδήποτε να περάσω ένα μήνυμα, πρωτίστως στον εαυτό μου. Αναζητώ ήρωες που θα διδάξουν, θα δείξουν δρόμους, θα φωτίσουν. Αλλά ψάχνω κι αρνητικούς ήρωες, παράδειγμα προς αποφυγή. Κι αυτό βοηθάει, μας δίνει μαθήματα. Κανείς δεν θέλει να αντιγράψει έναν σκάρτο. Παραδειγματίζουν οι κακοί. Και στο σινεμά και παντού».
-Οι προηγούμενες ιστορίες σου ήταν αληθινές. Το Πικρό Γάλα με τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης και ήρωα τον Φώτη Ραπακούση, Τα δεκαέξι Γράμματα με την εγκατάλειψη του ήρωα σε γηροκομείο και ο σπαραγμός προς το γιο του, το Κορίτσι της στάχτης με το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, όπως το βίωσε η Παρασκευούλα. Και τώρα, ξανά μυθοπλασία με το Ενός λεπτού σιγή. Ή μήπως δεν είναι και τόσο μυθοπλασία;
«Η ιδέα ξεκίνησε όταν «κολύμπησα» σε αμέτρητες δικογραφίες και αιτήσεις διαζυγίων. Εκεί είδα ξυλοδαρμούς, επιθέσεις, καταστροφές, αδιανόητες καταστάσεις! Στα ζευγάρια της διπλανής πόρτας, έτσι; Η καραντίνα έβγαλε στην επιφάνεια τεράστια προβλήματα των ζευγαριών. Όταν αναγκάστηκαν να συνυπάρξουν –ενώ πριν ήταν στις δουλειές τους και βρίσκονταν λίγο το βράδυ για να πουν μόνο τα τυπικά- προέκυψε το χάος σε κάμποσες περιπτώσεις. Είδα μέσα στους φακέλους σκληρές συγκρούσεις που κόβουν την ανάσα. Αυτοί που κάποτε ερωτεύτηκαν σφοδρά, ήταν πια εχθροί! Η αγάπη έγινε μίσος, οργή, επιθυμία για εκδίκηση! Το… Κράμερ εναντίον Κράμερ είναι πάντα εδώ! Όταν πια είχα τεράστιο υλικό από τις δικογραφίες που σπαρταρούσαν και κραύγαζαν, ξεκίνησαν τα ακόμα πιο δύσκολα. Ψυχιατρεία –η κόλαση στη γη- για πολλές εβδομάδες, νοσοκομεία, ψυχολόγοι, δικηγορικά και εισαγγελικά γραφεία, στέκια αστέγων και δομές αστέγων, όλο το κουβάρι έπρεπε να ξετυλιχτεί πόντο-πόντο. Συνάντησα ανθρώπους που ήθελαν να προσφέρουν και να βοηθήσουν όπως μπορούν, αλλά και καθάρματα όπως ο Θεολόγος. Απ’ όλα έχει ο μπαξές. Οι «Μίχοι» δεν είναι κατασκευάσματα των συγγραφέων, υπάρχουν δίπλα μας! Και σε πολλές περιπτώσεις, είναι υπεράνω κάθε υποψίας. Ποτέ δεν θα εκλείψουν τα καθάρματα! Ούτε οι εραστές που συνήθως εξαφανίζονται εν ριπή οφθαλμού όταν αποκαλύπτεται μια απιστία. Κι όπως λέω και στο σημείωμα του συγγραφέα στο τέλος, Ενός λεπτού σιγή στα απανταχού θύματα, που βλέπουν την ψυχή τους να καίγεται. Γυναίκες και άντρες, δίχως διαχωρισμό. Αλλά και στους θύτες, που μπορούν να προκαλέσουν συντριβή αλλά και να αυτοκαταστραφούν. Ευχολόγια δεν υπάρχουν. Η πικρή αλήθεια σκεπάζει τα πάντα. Κι από κει και πέρα, ο καθείς πράττει κατά το δοκούν. Κυρίως το θύμα».
-Φαντάζομαι ότι αποτελεί ορόσημο για σένα το εικοστό βιβλίο! Το έχεις ήδη σκεφτεί;
«Είναι ήδη στα σπάργανα και με τραβάει από το μανίκι! Με σπρώχνει στον ύπνο μου! Αυτό είναι ένα μήνυμα ότι το ποτάμι φουσκώνει! Και νομίζω ότι του χρόνου, με το εικοστό πια που διαδραματίζεται στη Μυτιλήνη, θα βάλω τα κλάματα! Είκοσι βιβλία, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα. Ευτυχώς ονειρεύομαι ακόμα. Κι όπως λέω και στα παιδιά μου, χάνεται μόνο όποιος χάσει τα όνειρά του».