Επειτα από δύο χρόνια κατάρρευσης του τουριστικού κλάδου στη χώρα μας λόγω των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, παρατηρήσαμε ότι όλοι οι δείκτες έφτασαν φέτος σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Οι επαγγελματίες του κλάδου που άντεξαν, μάζεψαν τα κομμάτια τους, ανασυντάχθηκαν και σιγά σιγά το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη τους μαζί με εκατομμύρια αφίξεις τουριστών. Ωστόσο, η έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση ως επακόλουθο αυτής μείωσαν τις προσδοκίες και εκτίναξαν τα λειτουργικά έξοδα του κλάδου.
Η ερευνητική ομάδα του τμήματος Διοίκησης Τουρισμού του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, στην οποία έχω τη χαρά να συμμετέχω, βρίσκεται καθημερινά σε επαφή με την τουριστική αγορά, καταγράφει και αξιολογεί την εικόνα και τις προοπτικές για την επόμενη ημέρα. Αυτό που διαπιστώνουμε στη μετά πανδημία τουριστική εποχή είναι ότι ναι μεν ο μαζικός τουρισμός σε υψηλά δημοφιλείς προορισμούς καλά κρατεί, δημιουργούνται όμως ολοένα και περισσότερες ομάδες τουριστών οι οποίες προσπαθούν να αποφύγουν το «μαζικό» και αναζητούν κάτι πιο εξειδικευμένο, κάτι πιο θεματικό, πιο ήσυχο, πιο απομονωμένο και βέβαια πιο ανθρώπινο. Παρατηρούμε επίσης την έντονη βούληση από την τοπική αυτοδιοίκηση και τοπικούς φορείς της περιφέρειας για προώθηση θεματικών μοντέλων τουρισμού, όπως ο γαστροτουρισμός, ο οινικός τουρισμός, ο αγροτουρισμός, ο αθλητικός τουρισμός κ.ά.
Συνεπώς, ένα πιο δυναμικό μοντέλο θεματικού τουρισμού, ιδιαίτερα στην περιφέρεια, θα μπορούσε να προσφέρει υψηλή προστιθέμενη αξία στο τουριστικό μας προϊόν. Το θεσμικό πλαίσιο υπάρχει και ίσως τώρα είναι η ευκαιρία να υλοποιηθεί σε μεγαλύτερο βαθμό με τη βοήθεια και των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Με χαρά διαπιστώνουμε ότι η στρατηγική της κυβέρνησης για τουρισμό 365 ημερών είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά υπάρχουν και κάποιοι περιορισμοί, όπως συνηθίζεται να αναφέρουμε στις πρακτικές της έρευνας. Οι περιορισμοί αυτοί έχουν να κάνουν με το υψηλό λειτουργικό κόστος (θέρμανση και ηλεκτρισμός), ιδίως κατά τη χειμερινή σεζόν, και με το υψηλό κόστος των υλικών δόμησης που καθιστούν απαγορευτικές τις νέες επενδύσεις-επεκτάσεις-βελτιώσεις των τουριστικών υποδομών. Τα αντανακλαστικά του κρατικού μηχανισμού φαίνεται να λειτουργούν γρήγορα, αλλά τα έως τώρα μέτρα δεν επαρκούν, με αποτέλεσμα ορισμένες επιχειρήσεις να είναι λειτουργικά μη βιώσιμες. Θα ήταν προς όφελος όλων η στρατηγική των επιδοτήσεων σε θέρμανση και ηλεκτρικό ρεύμα να διαμορφωθεί με βάση τη βαρύτητα του κάθε κλάδου για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση.
Ο τουριστικός χάρτης της χώρας μας πρέπει να είναι πάντοτε ενημερωμένος και να ανταποκρίνεται στις εκάστοτε ανάγκες της τουριστικής ζήτησης. Η τουριστική μας βιομηχανία είναι και θα πρέπει να παραμείνει ζωντανή, αναπτυσσόμενη και δυναμική, με συνεχείς επενδύσεις στην καινοτομία και στις βιώσιμες και φιλικές προς το περιβάλλον στρατηγικές.
* Ο κ. Δημήτρης Μαργέτης είναι οικονομολόγος, υπ. διδάκτωρ του τμήματος Διοίκησης Τουρισμού του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.