Ο κορυφαίος χορευτής εξηγεί γιατί κάθε παράστασή του μοιάζει με την τελευταία της ζωής του, λίγο πριν από την εμφάνισή του ως Μπαζίλιο στην παράσταση «Δον Κιχώτης» της ΕΛΣ
Είναι ερεθιστική ή τέλος πάντων αντίρροπη με τη στερεοτυπική εικόνα που έχει κανείς για έναν χορευτή -και μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση με έναν χορευτή τον οποίο ο προσδιορισμός «σταρ» ακολουθεί σαν πιστό σκυλί- η πληροφορία πως ο Ντανιίλ Σίμκιν έχει μια παιδιόθεν συνήθεια την οποία δεν αλλάζει. Ποια είναι αυτή; Να παίζει βίντεο γκέιμ – κατά περιόδους μάλιστα σε βαθμό εμμονής, όπως του συνέβη με το περίφημο World of Warcraft. Τώρα πια, λέει, θέλει να ασχολείται με παιχνίδια που έχουν αρχή, μέση και τέλος. Και αυτό μπορεί να μοιάζει απλώς με οριοθέτηση, όμως ενδεχομένως καθρεφτίζει την περίοδο την οποία διανύει ένας καλλιτέχνης.
Ο γεννημένος στη Ρωσία και γαλουχημένος στη Γερμανία Ντανιίλ Σίμκιν, για παράδειγμα, επιμένει πως κάθε παράσταση για έναν χορευτή δεν σηματοδοτεί μόνο μια αρχή και ένα τέλος, αλλά στην ουσία ορίζει την καλλιτεχνική αξία του. «Είσαι τόσο σημαντικός όσο κατάφερες να είσαι στην τελευταία σου παράσταση», λέει ξανά και ξανά. Σαν να υπενθυμίζει στον εαυτό του την πρόκληση που του έχει θέσει.
Ο Σίμκιν θα χορέψει για δύο βραδιές (26 & 27 Νοεμβρίου) στο μπαλέτο «Δον Κιχώτης», σε χορογραφία του Τιάγκο Μπορντίν, που θα ανέβει στην Εθνική Λυρική Σκηνή με εναλλασσόμενη διανομή για επτά παραστάσεις μέχρι και τα τέλη Δεκεμβρίου.
Ευτυχώς, ο καιρός στη γερμανική πρωτεύουσα παρέμενε την ημέρα που συνομιλήσαμε ανοιξιάτικος. Και αυτό δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από έναν καλλιτέχνη για τον οποίο ακόμα και το πιο μικρό νεύμα μπορεί να πυροδοτήσει μια ιδέα, ένα συναίσθημα, μια απόφαση. «Ο καιρός στο Βερολίνο είναι αναπάντεχα καλός. Ομολογώ ότι είναι κάτι που με τροφοδοτεί με ενέργεια. Ειδικά σε μια περίοδο πολύ απαιτητική. Ο Οκτώβριος ήταν ένας μήνας με πολλά ταξίδια. Αυτή την περίοδο προετοιμάζομαι για την “Ωραία Κοιμωμένη” και τη “Λίμνη των Κύκνων”, που θα ανέβουν τον Δεκέμβριο στο Βερολίνο, και βέβαια υπάρχει και η προετοιμασία για τις εμφανίσεις μου στην Εθνική Λυρική Σκηνή της Ελλάδας για τον “Δον Κιχώτη”. Νομίζω ότι η λέξη που χαρακτηρίζει αυτή τη στιγμή τη ζωή και την καθημερινότητά μου είναι η πολυπραγμοσύνη».
Ο «νέος Μπαρίσνικοφ», όπως τον αποκαλεί ο Τύπος στη Γαλλία, στην ουσία συνεχίζει την οικογενειακή παράδοση, αφού η μητέρα και ο πατέρας του υπήρξαν χορευτές των Μπολσόι, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του είναι σήμερα καθηγητής μπαλέτου. Η μητέρα του μάλιστα ήταν εκείνη που τον μύησε στον χορό. Ο Σίμκιν ήταν ο πρώτος μαθητής της. Τελικά όμως σε ποιον ανήκει η απόφαση να ασχοληθεί με το μπαλέτο; Στον εαυτό του ή στους γονείς του; «Οι γονείς μου μού έδωσαν την ευκαιρία να αποφασίσω αν θα ήθελα να γίνω χορευτής. Δυστυχώς, είναι τέτοιο το είδος της τέχνης που δεν μπορεί κανείς να αποφασίσει στα 18 του χρόνια αν θα την ακολουθήσει ή όχι.
Τα θεμέλια μπαίνουν από πολύ νωρίτερα. Οι γονείς μου μού πρόσφεραν αυτή τη βάση, όμως από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, από 5 χρόνων, λάτρευα να είμαι πάνω στη σκηνή. Πάντα κάτι με τραβούσε σε αυτό τον μαγικό τόπο όπου συμβαίνει μια μοναδική συναλλαγή ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό. Φυσικά, δεν ήταν το αγαπημένο μου πράγμα στον κόσμο να προπονούμαι από παιδί, και μάλιστα υπό την επίβλεψη της μητέρας μου, όμως ήταν η θυσία που έπρεπε να κάνω για να απολαμβάνω το δώρο της σκηνής». Την πρώτη του παράσταση σε ηλικία 5 ετών την έχει καταγράψει σε βιντεοκασέτα, στην οποία ενίοτε ανατρέχει. Οχι για να επισημάνει τα λάθη του, αλλά για να διαπιστώσει πως το πάθος του παραμένει ατόφιο.
Συνομιλώντας με έναν Ρώσο καλλιτέχνη, και μάλιστα του εκτοπίσματος του Σίμκιν, είναι αναπόφευκτο να τον ρωτήσεις για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Για τον πόλεμο που μαίνεται εδώ και εννέα μήνες. «Προφανώς και τάσσομαι κατά του πολέμου. Ωστόσο, δεν θα ήθελα να μπω σε αυτή τη συζήτηση. Συχνά οι άνθρωποι με ρωτούν την άποψή μου, όπως κι εσείς. Και μπαίνω στη διαδικασία να εξηγήσω ή ακόμα και να διαπραγματευτώ την ταυτότητά μου. Προτιμώ να μην κάνω κάποια δήλωση. Ο,τι κι αν πω μπορεί να γίνει αντιληπτό με διαφορετικούς τρόπους και έτσι να παρεξηγηθεί», καταλήγει. Συμπληρώνει ακόμα πως αν και γεννήθηκε στο Νοβοσιμπίρσκ της Ρωσίας, μεγάλωσε στο Βισμπάντεν της Γερμανίας, τελείωσε γερμανικό σχολείο και έχει γερμανικό διαβατήριο.
Παράλληλα με τη δουλειά του ως χορευτή, από το 2015 έχει αναλάβει και τον ρόλο του παραγωγού μέσω του Studio Simkin. Είναι, όπως λέει, η πλατφόρμα του για να ανακαλύπτει και να προωθεί οτιδήποτε νέο αναφορικά με τον χορό, είναι ο τρόπος του να ξαναβρίσκει το νόημα. Μάλιστα, με την εν λόγω ομάδα το 2017 αποπειράθηκε να εντάξει τον χορό στον χώρο ενός μουσείου, συγκεκριμένα σε αυτό του Γκουγκενχάιμ της Νέας Υόρκης. «Στο Γκουγκενχάιμ προσπαθήσαμε να βάλουμε τον χορό στο μουσείο. Κι αυτό συνήθως δεν είναι καθόλου εύκολο ή αναμενόμενο. Χρησιμοποιήσαμε βιντεοπροβολές και τεχνολογία 3D mapping ώστε να παντρέψουμε τον χορό, την αρχιτεκτονική και τα video art installations. Με αυτό τον τρόπο καταφέραμε να έχει πραγματικό νόημα η είσοδος του χορού στο μουσείο. Για τη συγκεκριμένη περφόρμανς του 2017 τα κοστούμια σχεδίασε η καλλιτεχνκή διευθύντρια του οίκου Dior, Μαρία Γκράτσια Κιούρι. Αγαπώ τη μόδα, είναι κι αυτή μια μορφή τέχνης. Το πάντρεμα της τέχνης με τη μόδα είναι πρόκληση. Ο σχεδιαστής πρέπει να λάβει υπόψη τη μορφή της τέχνης, τις ιδιαιτερότητες, τις απαιτήσεις, ακόμα και τους περιορισμούς που υπάρχουν ή που δεν πρέπει να υπάρχουν στον χορό. Ας ξεκινήσουμε από το πιο απλό πράγμα του κόσμου, ότι ο χορευτής πρέπει να νιώθει άνετα με το κοστούμι του. Αυτό θα πρέπει να είναι προτεραιότητα για κάποιον που σχεδιάζει τα κοστούμια, αλλά δεν είναι πάντα κατανοητό. Είμαι πολύ χαρούμενος που και στις παραστάσεις της ΕΛΣ τα κοστούμια έχει σχεδιάσει η Μαίρη Κατράντζου. Δεν τα έχω δοκιμάσει ακόμα, αλλά μου αρέσει η δουλειά της».
Ναι, ο σταρ του παγκόσμιου χορού έχει το προνόμιο να συμπράττει με ομολόγους του από διαφορετικούς χώρους. Αλλά, για σταθείτε… Εχει ποτέ ο ίδιος βαρεθεί να ακούει ή σκεφτεί να αποποιηθεί τον τίτλο που του αποδίδουν; «Είναι ωραίο να το ακούς. Αλλά, όπως είπα και προηγουμένως, η αξία σου ορίζεται από την τελευταία παράσταση που έχεις δώσει. Κάθε φορά που τελειώνει μια παράσταση ξεκινάει κάτι καινούριο. Οι καλοί χορευτές δεν νοιάζονται για το πώς τους αποκαλούν τα media. Νοιάζονται γι’ αυτό που είναι το πάθος, η τέχνη τους, η ζωή τους: ο χορός. Απολαμβάνω το μονοπάτι που επέλεξα. Κι αν κάποιος με χαρακτηρίσει “σταρ”, δεν θα πω όχι. Ούτως ή άλλως, πάντα απολάμβανα να έχω την προσοχή των άλλων»