Γράφει Γιάννης Παπαδόπουλος
Ο Μοχάμεντ Αλκαχλούτ επικοινώνησε τελευταία φορά με την οικογένειά του στην Παλαιστίνη, καθώς ετοιμαζόταν για το ριψοκίνδυνο ταξίδι. Τους έστειλε και μια φωτογραφία του, λίγο πριν από τον απόπλου. Φορούσε μαύρο φουσκωτό μπουφάν και τζιν πουκάμισο, είχε κοντά μαλλιά και περιποιημένο μούσι. Πέρασαν όμως μέρες, δίχως άλλα νέα του. Οταν κυκλοφόρησε η είδηση στις αρχές Νοεμβρίου για το ναυάγιο στο Στενό του Καφηρέα οι συγγενείς του έπρεπε να μάθουν εάν βρισκόταν σε εκείνη τη βάρκα. Μήπως ήταν μεταξύ των λιγοστών διασωθέντων ή ένας από τους δεκάδες νεκρούς ή ακόμη τον κρατούσε η θάλασσα;
Ο Σεχάντ Χαλέντ, μακρινός συγγενής του που ζει στο Βέλγιο, ανέλαβε εκ μέρους της οικογένειας την περίπλοκη αναζήτηση. Ηταν ο μόνος που μιλούσε καλά αγγλικά και θα μπορούσε να συνεννοηθεί με κάποιον στην Ελλάδα. Οπως λέει ο ίδιος στην «Κ», η αποστολή του δεν ήταν τόσο εύκολη. Προσπάθησε να μεταφράσει μέσω Google ελληνικές ιστοσελίδες για να συλλέξει στοιχεία της υπόθεσης και να βρει με ποιον πρέπει να επικοινωνήσει. Χρειάστηκαν αλλεπάλληλες κλήσεις με τις τοπικές αρχές στην Εύβοια για να επιβεβαιώσει ότι ο Αλκαχλούτ δεν ήταν ένας από τους 12 διασωθέντες. Επειτα απευθύνθηκε στο εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, όπου είχαν μεταφερθεί οι θανόντες. Η ανταπόκριση ήταν άμεση. Τους έστειλε την τελευταία φωτογραφία του 28χρονου Παλαιστινίου, μήπως χρησίμευε για μια πρώτη οπτική αναγνώριση. «Ετρεμα στο τηλέφωνο», θυμάται. Περίπου 45 λεπτά αργότερα, έπειτα από προσεκτική επισκόπηση, τον ενημέρωσαν ότι δεν βρισκόταν ούτε μεταξύ των πτωμάτων που είχαν ανασυρθεί.
Το ναυάγιο
Ηταν ξημερώματα 1ης Νοεμβρίου όταν κάποιος από τους επιβάτες κάλεσε σε βοήθεια μέσω του αριθμού έκτακτης ανάγκης 112. Δεν ανέφερε την ακριβή τοποθεσία του ακυβέρνητου σκάφους. Το πρωί εντοπίστηκαν και διασώθηκαν εννιά ναυαγοί στη βραχονησίδα Μανδηλού και άλλοι τρεις περισυνελέγησαν από τη θάλασσα. Είχαν αναχωρήσει από τη Σμύρνη συνολικά 68 άτομα, σύμφωνα με τις διαθέσιμες μαρτυρίες. Προορισμός τους φαίνεται πως ήταν η Ιταλία, όμως το σκάφος τους βυθίστηκε στο Στενό του Καφηρέα. Πρόκειται για ένα δύσκολο πέρασμα στο νοτιοανατολικό άκρο της Εύβοιας, γνωστό πριν από αιώνες και με την ονομασία Ξυλοφάγος, από τα αμέτρητα σκαριά που έχει σύρει στον βυθό.
Στο εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών είχαν ήδη πολύτιμη εμπειρία από τη διαχείριση θυμάτων μαζικών καταστροφών μετά τη φωτιά στην Ανατολική Αττική τον Ιούλιο του 2018 και την πλημμύρα στην Εύβοια τον Αύγουστο του 2020. Αυτή, όμως, ήταν η πρώτη φορά που μεταφέρονταν εκεί νεκροί από ναυάγιο μεταναστών. Μέχρι στιγμής 28 στον αριθμό, εκ των οποίων οι πέντε ανήλικοι. «Η αιτία θανάτου ήταν σε όλους ίδια, ο πνιγμός. Η ιατροδικαστική απορία δεν ήταν από τι πέθαναν, αλλά ποιοι ήταν. Αυτό το ερώτημα έπρεπε να απαντηθεί», λέει στην «Κ» η καθηγήτρια και διευθύντρια του εργαστηρίου Χαρά Σπηλιοπούλου.
Στο εργαστήριο εκείνες τις ημέρες στάλθηκε ακόμη ένα πτώμα μετανάστη, ο οποίος όμως είχε πεθάνει έπειτα από πτώση αυτοκινήτου σε χαράδρα στην Εύβοια. Η αρχική πληροφόρηση που είχαν ήταν ότι μπορεί να σχετιζόταν με κάποιον τρόπο με το ναυάγιο. Ωστόσο στην πορεία επιβεβαιώθηκε ότι ήταν από άλλο περιστατικό που δεν είχε κάποια σχέση με τη βύθιση του σκάφους.
«Η δουλειά μας είναι να δώσουμε όνομα σε μία σορό όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Την “ψυχοθεραπεία” θα την κάνουμε μετά, μεταξύ μας».
Το προσωπικό του εργαστηρίου εργάστηκε εντατικά, παράλληλα με όλες τις άλλες υποθέσεις που είχε να διαχειριστεί. Μέσα στις πρώτες δύο ημέρες είχαν πραγματοποιήσει ήδη 22 νεκροτομές από το ναυάγιο. Ο Χριστόφορος Κολεντίνης, στρατιωτικός ιατροδικαστής και επιστημονικός συνεργάτης του εργαστηρίου, περιγράφει στην «Κ» πως ήδη είχαν προετοιμαστεί προτού φθάσουν οι πρώτες σοροί, συζητώντας πώς θα κινηθούν, μοιράζοντας ρόλους και ακολουθώντας πιστά τα βήματα που προβλέπονται.
Ενα από τα στάδια της διαδικασίας περιελάμβανε, με τη συνδρομή στελεχών της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Αστυνομίας, την προσεκτική φωτογράφιση των σορών, των προσωπικών τους αντικειμένων και των ενδυμάτων τους. Επρεπε να καταγραφεί το καθετί. Αυτά τα αντικείμενα ενδεχομένως κάποια στιγμή στο μέλλον ανοίξουν τον δρόμο προς την ταυτοποίηση κάποιας σορού αγνώστων στοιχείων.
Βρήκαν δύο προσευχητάρια στα αραβικά – το ένα εξ αυτών είχε αλλοιωθεί από το θαλασσινό νερό, το άλλο ήταν σχεδόν άθικτο. Εντόπισαν σε μια ζώνη ραμμένα χαρτονομίσματα 600 λίρες Τουρκίας και 50 ευρώ. Φωτογράφισαν δαχτυλίδια, βραχιόλια, σκουλαρίκια, ένα φυλαχτό και ένα πακέτο τσιγάρα ασιατικής μάρκας με έναν αναπτήρα. Βρήκαν ένα κινητό με τον φορτιστή του, αλλά και έναν σουγιά. Σε μία μόνο σορό υπήρχε σωσίβιο, ενώ πάνω σε μία γυναίκα υπήρχαν δύο άδειες διαμονής ανδρών οι οποίες είχαν εκδοθεί στην Ιταλία. Αλλα προσωπικά έγγραφα ή κάποιο διαβατήριο δεν εντοπίστηκαν, άλλωστε στη θάλασσα θα ήταν πολύ εύκολο να χαθούν.
Οι περισσότεροι θανόντες φορούσαν αρκετές στρώσεις ρούχων, κάτι που αρχικά παραξένεψε τους ιατροδικαστές. Κάποιες γυναίκες είχαν βάλει δύο στηθόδεσμους και κάποιοι άνδρες διπλά παντελόνια. «Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί με διάφορους τρόπους. Είτε για προστασία από το κρύο είτε ότι φόρεσαν οτιδήποτε είχαν στη διάθεσή τους γιατί δεν υπήρχε χώρος για βαλίτσες», λέει στην «Κ» ο Μανώλης Σακελλιάδης, επίκουρος καθηγητής στο εργαστήριο Ιατροδικαστικής.
Πέρα από τα προσωπικά αντικείμενα αναζήτησαν και σημάδια στις σορούς που θα μπορούσαν πιθανώς να βοηθήσουν σε ταυτοποίηση. Οι θανόντες δεν είχαν χειρουργικές τομές, οι κακώσεις τους ήταν ελάχιστες. Μία γυναίκα είχε στο χέρι της ένα μικρό τατουάζ, ένα τριαντάφυλλο και κάποια άλλη είχε μια εκτεταμένη ουλή από έγκαυμα.
«Ηταν νέοι άνθρωποι και αυτό ήταν πολύ σοκαριστικό και δυσάρεστο», επισημαίνει η κ. Σπηλιοπούλου. «Η δουλειά μας είναι να μπορέσουμε να δώσουμε όνομα σε μία σορό και πρέπει να το κάνουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γίνεται. Την “ψυχοθεραπεία” θα την κάνουμε μετά, μεταξύ μας. Αυτό έγινε και στην περίπτωση της φωτιάς στο Μάτι και όσες φορές έχουμε να διαχειριστούμε δύσκολα περιστατικά, πόσο μάλλον έναν βίαιο θάνατο», λέει ο ιατροδικαστής Κωνσταντίνος Κάτσος. «Νιώθουμε θλίψη για την απώλεια αυτών των ανθρώπων και οργή για εκείνους που τους οδήγησαν να χάσουν τη ζωή τους με τόσο άσχημο τρόπο», τονίζει ο κ. Σακελλιάδης.
To πιο δύσκολο, η θέα των παιδιών που χάθηκαν
Η Μονάδα Δικαστικής Ανθρωπολογίας συνέδραμε στη διαδικασία έχοντας ως αποστολή την εκτίμηση της ηλικίας των θυμάτων. Το εργαστήριό τους είναι το μοναδικό στην Ελλάδα που ασχολείται με την ανθρωπολογική διερεύνηση ανθρωπίνων υπολειμμάτων και οστών δικαστικού ενδιαφέροντος. Η εκτίμηση της ηλικίας των θανόντων έγινε με τη μελέτη μικρών οστικών τεμαχίων που αφαιρέθηκαν κατά τη διενέργεια της νεκροψίας – νεκροτομής. «Υπήρξαν και περιπτώσεις που εξετάσαμε τις σορούς νεαρών ατόμων και παιδιών και η ηλικία τους εκτιμήθηκε και από τον βαθμό ανάπτυξης των δοντιών τους», λέει ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης, αναπληρωτής καθηγητής Δικαστικής Ανθρωπολογίας και υπεύθυνος της μονάδας. «Ως πατέρας αυτό ήταν για εμένα το πιο δύσκολο που κλήθηκα να αντιμετωπίσω, η θέα των παιδιών που χάθηκαν άδικα».
Από τις πρώτες κιόλας ημέρες του ναυαγίου, μετά την παραλαβή των σορών, στο εργαστήριο Ιατροδικαστικής καλούσαν συγγενείς αγνοουμένων από την Αίγυπτο και το Αφγανιστάν. Τους επισκέφθηκε και μια ομάδα ατόμων από τη Συρία, κάποιοι εξ αυτών αναζητούσαν συγγενείς τους, αλλά οι τελευταίες σοροί που είχαν ανασυρθεί ήταν σε προχωρημένη σήψη και δεν θα ήταν εφικτή η οπτική αναγνώριση. Τους εξήγησαν τι προβλέπει η σχετική διαδικασία ώστε να γίνει ταυτοποίηση από τη ΔΕΕ της Αστυνομίας με δείγμα DNA. «Η φόρτιση είναι ακόμη πιο μεγάλη όταν μια οικογένεια δεν γνωρίζει εάν οι συγγενείς της βρίσκονται ανάμεσα στα θύματα. Μακάρι να μπορούσαμε να το λύσουμε άμεσα, αλλά δυστυχώς για να μπορέσουμε να κάνουμε σωστή απόδοση απαιτείται να ολοκληρωθεί η εξέταση και η ταυτοποίηση μέσω DNA», εξηγεί ο κ. Σακελλιάδης.
Ο Χαλέντ, που αναζητεί τον μακρινό συγγενή του, προσπάθησε να μην εξανεμίσει την όποια ελπίδα όταν επικοινώνησε με την οικογένεια του Αλκαχλούτ στην Παλαιστίνη. Μέχρι στιγμής παραμένει αγνοούμενος και κανείς δεν μπορεί να επιβεβαιώσει με απόλυτη σιγουριά ότι όντως επέβαινε στη συγκεκριμένη βάρκα που χάθηκε στην Εύβοια. Τις τελευταίες ημέρες υπάρχει η υποψία ότι μπορεί να είχε βρεθεί σε άλλο σκάφος με προορισμό τη Σάμο.
Ο 28χρονος αγνοούμενος ήταν απόφοιτος λυκείου και μεγάλωσε σε μια οικογένεια με δύο αδερφούς και μία αδερφή. Εργαζόταν στη Γάζα σε κατάστημα επισκευής κινητών τηλεφώνων. Δεν είχε αποκτήσει τεχνικές γνώσεις από σπουδές, ήταν αυτοδίδακτος από βιντεάκια που έβλεπε στο YouTube. Η ημερήσια αμοιβή του δεν ξεπερνούσε τα 15 δολάρια, μετά βίας μπορούσε να σταθεί οικονομικά. Ζούσε στον προσφυγικό καταυλισμό της Τζαμπάλια, τον οποίο εγκατέλειψε τους τελευταίους μήνες, χωρίς να αποκαλύψει αρχικά στους δικούς του ότι σχεδίαζε αυτό το ταξίδι προς την Ευρώπη. «Αλλιώς το πιο πιθανό ήταν να τον απέτρεπαν», λέει ο Χαλέντ. «Από φόβο για την ασφάλειά του».
«Είναι φοβερό να χάνει κάποιος άνθρωπος έναν δικό του και να μην ξέρει πού βρίσκεται, να μην μπορεί να αποδώσει τις τιμές στον νεκρό», λέει η κ. Σπηλιοπούλου για τις αταυτοποίητες σορούς του ναυαγίου. «Ηταν νέοι άνθρωποι που είχαν όλη τη ζωή μπροστά τους».