Η σημαντική ηθοποιός είναι η ανάγλυφη απόδειξη πως ο Σαίξπηρ μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή. Εκείνη τουλάχιστον την οδήγησε σε στροφή 180 μοιρών και σε μια σπουδαία υποκριτική καριέρα – Το καλύτερο απ’ όλα; Δεν είχε καν περάσει από τον νου της
Αν συμφωνήσουμε πως είμαστε οι αντιθέσεις μας, τότε η Αννα Μάσχα είναι η επιτομή της στερεοτυπικής αλλά από τη ζωή βγαλμένης εικασίας. Αλλωστε μιλάμε για μία από τις κορυφαίες ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου τα τελευταία 30 χρόνια, η οποία μόλις φέτος απολαμβάνει για πρώτη φορά μαζική δημοσιότητα και κοινοποιεί το χάρισμά της μέσα από τη σειρά «Αυτή η νύχτα μένει» του ALPHA. Αν και η εικόνα της είναι πια μεγεθυσμένη λόγω τηλεοπτικής προβολής, η ίδια δηλώνει ένας μάλλον αναλογικός άνθρωπος, αφού δεν διατηρεί την παραμικρή συνάφεια και σχέση με τα κοινωνικά δίκτυα. Πού άλλωστε χρόνος γι’ αυτά για μια ηθοποιό που από τη μία βρίσκεται σε εντατικά γυρίσματα κι απ’ την άλλη πρωταγωνιστεί στο δυστοπικό θρίλερ «Pomona» στο θέατρο «Πόρτα». Υπάρχει και μια τρίτη αντίθεση. Μολονότι έχει λάβει μπόλικη επιβεβαίωση από τους άλλους, μα κι από τον ίδιο τον εαυτό της, εκείνη παραμένει αταλάντευτα μετριοπαθής. Οχι από σεμνοταπεινοσύνη αλλά προφανώς από ευφυΐα.
GALA: Είναι σωστή η εντύπωση ότι αποφεύγατε την τηλεόραση;
ΑΝΝΑ ΜΑΣΧΑ: Δεν την απέφευγα. Ή μάλλον με τον ίδιο τρόπο που την «απέφευγα», με «απέφευγε» κι εκείνη. Ηταν μια αμοιβαία κατάσταση. Δεν είχα φοβερές προτάσεις, ώστε να λέω συνέχεια όχι. Οταν άρχισαν να έρχονται, ξεκίνησα να τις σκέφτομαι σοβαρά.
G.: Τι άλλαξε;
Α.Μ.: Πολλά. Κατ’ αρχάς είναι ωραίες οι μυθοπλασίες που προτείνονται. Από την άλλη, δίνονται ευκαιρίες σε ηθοποιούς που δεν είναι γνωστοί στον χώρο της τηλεόρασης να δοκιμαστούν κι αυτοί. Επίσης, αλλάζουν και οι συνθήκες της ζωής. Οι τηλεοπτικές δουλειές αυτή τη στιγμή είναι ένας καλός επαγγελματικός βιοπορισμός. Το θέατρο που αγαπάμε, δυστυχώς, δεν αμείβει καλά. Κι αυτό μπορεί να είναι εντάξει στα 25, στα 30 ή στα 35, όμως όταν μεγαλώνεις κι έχεις οικογένεια και ειδικά τις περιόδους που περνάμε τώρα, οι συνθήκες συντελούν στο να σκεφτεί κανείς πιο σοβαρά μια τέτοια πρόταση.
Φόρεμα Anais, Zeus+Dione. Μπότες, Ann Demeulemeester
G.: Κάνετε συμβιβασμό ή είστε σε μια σειρά που σας εκφράζει αισθητικά και καλλιτεχνικά;
Α.Μ.: Στη συγκεκριμένη δουλειά δεν κάνω κανέναν συμβιβασμό. Περνάω πολύ ωραία. Λατρεύω τον ρόλο που μου έχει δοθεί. Συνεργάζομαι πολύ ωραία με όλους τους ανθρώπους.
G.: Οταν σας πρότειναν τον ρόλο της Διαμάντως τι σκεφτήκατε;
Α.Μ.: Εξεπλάγην ευχάριστα. Επιφανειακά θα έλεγε κανείς ότι δεν ανήκει στην υποκριτική μου γκάμα, αλλά να που κάποιος με σκέφτηκε. Και το θεώρησα τρομερή ευκαιρία και πρόκληση.
G.: Πώς προσεγγίσατε μια γυναίκα της νύχτας;
Α.Μ.: Κατ’ αρχάς συζήτησα με τη σκηνοθέτιδα για το πώς φαντάζεται τον ρόλο. Βεβαίως ρώτησα όσους ανθρώπους είχαν ζήσει τα σκυλάδικα της επαρχίας του ’80 να μου δώσουν περιγραφές, το βιβλίο το ίδιο του Θάνου Αλεξανδρή είναι μια τεράστια πηγή έμπνευσης και είδα ό,τι οπτικοακουστικό υλικό μπορούσα να βρω για να δω πώς συμπεριφέρεται μια τραγουδίστρια στη σκηνή, πώς κρατάει το μικρόφωνο. Τις πρώτες φορές που κάναμε γύρισμα στην πίστα κατάλαβα και μία άλλη παράμετρο του πράγματος. Την αποθέωση που ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι. Ακόμα και στο πιο παρακατιανό σκυλάδικο. Λουλούδια, πιάτα, τους είχαν σαν θεούς.
G.: Εχετε βρεθεί σε σκυλάδικο των 80s;
Α.Μ.: Οχι, τότε ήμουν έφηβη. Δεν είχα πάει ποτέ σε κανένα τέτοιο μαγαζί. Είχα όμως δύο συμμαθητές στη Γ’ Λυκείου οι οποίοι πήγαιναν σε σκυλάδικα στον Πειραιά και την επομένη μάς αφηγούνταν τα ανδραγαθήματά τους. Με τα λεφτά του μπαμπά βεβαίως.
G.: Εσείς τι τύπος ήσασταν; Η καλή μαθήτρια;
Α.Μ.: Ηταν πρότυπο το σχολείο μας, οπότε όλοι μας ήμασταν σπασικλάκια. Διαβάζαμε πολύ. Καλό κορίτσι ήμουν νομίζω. Δεν ταλαιπώρησα τους γονείς μου.
Φόρεμα, Ralph Lauren
G.: Πώς σας σκεφτόσασταν τότε;
Α.Μ.: Τα όνειρά μου δεν περιελάμβαναν το θέατρο. Αργότερα προέκυψε. Το βασικό μου όνειρο ήταν να φύγω από το σπίτι μου και να μείνω μόνη μου, να χειραφετηθώ. Το δεύτερο ήταν να ταξιδέψω.
G.: Και το θέατρο πώς ήρθε;
Α.Μ.: Πλέον βλέπω ότι ήταν σαν να υπήρχε ένα νήμα στη ζωή μου που με οδήγησε εκεί. Σπούδασα Αγγλική Φιλολογία κι από εκεί μου δόθηκε η αφορμή για να δώσω κατόπιν εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Ηταν ένα έργο του Σαίξπηρ που ανεβάσαμε ως φοιτητές, στα αγγλικά, για εκπαιδευτικούς λόγους. Από εκεί μέσα άκουσα πολύ ωραία πράγματα και σπρωχτή από τις φίλες μου πήγα κι έδωσα στο Εθνικό. Μόνη μου προετοιμάστηκα.
G.: Πότε αντιληφθήκατε ότι είστε μια καλή ηθοποιός τελικά;
Α.Μ.: Οταν μου το έλεγαν οι άλλοι. Από τους άλλους ερχόταν η επιβεβαίωση. Εντάξει, δεν είμαι τόσο ηττοπαθής, αλλά δεν είμαι κι από τους τύπους που καβαλάνε το καλάμι. Η επιβεβαίωση των άλλων για μένα ήταν καθησυχαστική, ήταν ένα «ουφ». Αλλους μπορεί να τους στείλει στον Αρη. Για μένα δεν ίσχυε αυτό.
G.: Η οικογένεια πώς το πήρε που το κορίτσι από το πρότυπο σχολείο δεν έγινε καθηγήτρια;
Α.Μ.: Η μητέρα μου όταν ήταν νέα είχε δώσει εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο. Είναι πολύ μέσα στην τέχνη. Επαιζε πιάνο, τραγουδούσε, έγραφε, ζωγράφιζε και, πάνω απ’ όλα, τής άρεσε το θέατρο. Βέβαια, όλη αυτή η ιστορία είχε τελειώσει πολύ πριν γεννηθώ. Εβαλε πίσω το όνειρό της γιατί είχε γνωρίσει τον μπαμπά, τον είχε ερωτευτεί. Μεγάλωσα με τις ιστορίες που μου έλεγε από τα έργα που είχε δει, τις ιστορίες από ταινίες που έβλεπε, την ιστορία των εξετάσεων που πέρασε στο Εθνικό. Οπότε δεν ξέρω αν ικανοποιήθηκε, σίγουρα όμως δεν δυσαρεστήθηκε.
Φόρεμα και ζώνη, Max Mara
G.: Και από τη δραματική του Εθνικού πώς βρεθήκατε στο «Αμόρε», που έγινε το καλλιτεχνικό σπίτι σας για 16 χρόνια;
Α.Μ.: Πήγα σε μια οντισιόν του Γιάννη Χουβαρδά για μια παράσταση που θα ανέβαινε την άνοιξη του 1992 στη Νέα Υόρκη. Ο θίασος θα ήταν μεικτός, οπότε έπρεπε να μιλάμε καλά αγγλικά. Οι πρόβες θα γίνονταν εκεί με Αμερικανούς και Ελληνες ηθοποιούς, το έργο θα παιζόταν στη Νέα Υόρκη και θα κατέληγε σε μια μικρή περιοδεία στην Ελλάδα.
G.: Ακούγεται μεγάλη πρόκληση για την απόφοιτη μιας σχολής.
Α.Μ.: Δεν το είδα ως μεγάλη πρόκληση. Το είδα ως μεγάλη ευτυχία. Σαν να γίνονταν όλα μου τα όνειρα πραγματικότητα. Ο μόνος μου φόβος ήταν η δεκάωρη πτήση από την Αθήνα στη Νέα Υόρκη. Ολο το άλλο μού φάνταζε μαγικό και τελικά ήταν. Ηταν ένα χρυσό πακέτο.
G.: Υπάρχει ρόλος που φέρετε ως απωθημένο;
Α.Μ.: Οχι, απωθημένα με ρόλο δεν έχω.
G.: Τι έχει η Διαμάντω που θα θέλατε να το έχετε κι εσείς; Τι θαυμάζετε;
Α.Μ.: Είναι από τα άτομα που σ’ τα λένε όλα κατά πρόσωπο. Και τα καλά και τα κακά. Αλλά για κάποιον λόγο κανείς δεν της κρατάει κακία. Αυτή η ευθύτητα, η ντομπροσύνη είναι ένα στοιχείο που θαυμάζω στη Διαμάντω. Και το άλλο είναι ότι τρέχει και νοιάζεται για όλους στη σειρά. Ξέρω τέτοια άτομα και στη ζωή. Γυναίκες είναι. Είναι αυτό που λέμε η συντρέχτρα, συντρέχει τους ανθρώπους.
Μπλέιζερ και παντελόνι, Nevro Blazer
G.: Γυναίκες, ε;
Α.Μ.: Ναι, ίσως προέρχεται από τα παλιά χρόνια, από τις γειτονιές που έτρεχαν οι γυναίκες να βοηθήσουν. Νομίζω ότι είναι γυναικείο θέμα.
G.: Αλήθεια, το θέατρο είναι πιο δύσκολος χώρος για μια γυναίκα απ’ ό,τι για έναν άνδρα;
Α.Μ.: Είναι ένας δύσκολος χώρος, όπως είναι όλοι οι χώροι. Εχει κι αυτός τις ιδιαίτερες δυσκολίες του, όπως όλοι οι μικρόκοσμοι. Δεν ξέρω αν είναι δυσκολότερος για τον άνδρα ή τη γυναίκα. Είναι δύσκολος χώρος. Τελεία. Είναι από τη φύση του δύσκολο το αντικείμενο, τα πρακτικά είναι δύσκολα – παλεύεις συνέχεια, τραυματίζεις το σώμα σου, είναι μια δουλειά που τη φέρεις μαζί σου. Είναι ένας παιδεμός. Τώρα αν αναφέρεστε στις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους που συνεργαζόμαστε, έχει κι αυτό τη δυσκολία του. Εχεις να κάνεις με χαρακτήρες, άλλοτε εύκολους, άλλοτε δύσκολους.