Τελειομανής, ακούραστος, πολυσχιδής και πολυτάλαντος, φέτος πατάει με το ένα πόδι στη σκηνή του Εθνικού και με το άλλο στα τηλεοπτικά πλατό
Ο Αργύρης Πανταζάρας δεν βαριέται ποτέ να ακούει και να διαβάζει πόσο καλός ηθοποιός είναι. Παρότι γνωρίζει ότι είναι ένας από τους κορυφαίους της γενιάς του, κάθε ευνοϊκό σχόλιο και κάθε χειροκρότημα είναι όχι μόνο καλοδεχούμενα, αλλά και απαραίτητες συνθήκες για να συνεχίσει να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα: να ντύνεται τον εκάστοτε ρόλο σαν κοστούμι ραμμένο στα μέτρα του και να βγάζει τα εσώψυχά του πάνω στη σκηνή ή πίσω από μια κάμερα. Γιατί, ναι, ο κατεξοχήν θεατρικός ηθοποιός με τους ζηλευτούς ρόλους ρεπερτορίου, αλλά και τις σημαντικές κινηματογραφικές εμφανίσεις (με περισσότερο φωτεινή στιγμή του το διεθνώς πολυβραβευμένο «Digger») τα τελευταία χρόνια έχει ενδώσει και στην τηλεόραση: «Το Κόκκινο Ποτάμι», «Αγριες Μέλισσες», «Σασμός», «Φλόγα και Ανεμος» (που προβαλλόταν μέχρι τις αρχές του Δεκεμβρίου από την ΕΡΤ). Αυτή την περίοδο είναι με το ένα πόδι στα πλατό της δημοφιλούς καθημερινής σειράς του ALPHA «Ο Παράδεισος των Κυριών» και με το άλλο στη σκηνή του Εθνικού για την παράσταση «Βρυκόλακες» του Ιψεν. Από τη μία, ο Ντίνος, από την άλλη ο Οσβαλντ και κάπου ανάμεσα ο Αργύρης, ο τελειομανής, ο ακούραστος, ο πάντα πρόθυμος να απαντήσει στις ερωτήσεις σου, σερβίροντάς σου τις απόψεις του με τον δικό του, τόσο ξεχωριστό τρόπο.
GALA: Επιστροφή στο Εθνικό Θέατρο, απ’ όπου αποφοίτησες. Ευκαιρία για έναν απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας σου; Τι κρατάς, τι αφήνεις;
ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΑΝΤΑΖΑΡΑΣ: Το Εθνικό οφείλει να είναι το σπίτι κάθε καλλιτέχνη και θεατή. Οσο για τον απολογισμό, η εργασία του θεάτρου είναι από μόνη της μια συνεχόμενη σπουδή και από τη φύση της κρατάς και αφήνεις πράγματα. Κρατώ, λοιπόν, ό,τι είναι πολύτιμο για την ψυχή μου και αφήνω ό,τι τη βαραίνει.
G.: Τα τελευταία χρόνια κάνεις αρκετή τηλεόραση. Γιατί δεν έκανες πριν; Λόγω πεποίθησης ή ελλείψει καλών προτάσεων;
Α.Π.: Δεν μπορείς να τα κάνεις όλα. Δεν μπορείς να είσαι σε δύο μέρη ταυτόχρονα, δεν βγαίνει ο χρόνος εκ των πραγμάτων. Ανάλογα με την πρόταση και τα σχέδια που έχει ο καθένας, πράττει. Ολα στην ώρα τους. Και ο καθένας έχει και τα τυχερά του. Αλλος έκανε πρωταγωνιστικό στην τηλεόραση, άλλος είχε μια καλή συνεργασία στο θέατρο. Αλλος έκανε μια καλή ταινία και σε άλλον θα έρθει και η σειρά του αργότερα. Δεν κρύβω τις φιλοδοξίες μου πίσω από πεποιθήσεις άλλων. Οταν πέσει μια πρόταση στο τραπέζι, θα την εξετάσω και ανάλογα με τη στιγμή θα πράξω.
G.: Από τη μία ο Οσβαλντ στους «Βρικόλακες» και από την άλλη ο Ντίνος στον «Παράδεισο των Κυριών». Ποιος είναι πιο κοντά σου;
Α.Π.: Κανένας από αυτούς δεν είναι κοντά μου. Ούτε είναι προϋπόθεση. Εγώ, από τη μεριά μου, πλησιάζω απλώς μια εκδοχή μου. Μια εκδοχή καταστάσεων και αντιδράσεων που μας δίνεται από το σενάριο και τους σκηνοθέτες μας. Εμείς υφαίνουμε το νήμα που μας δίνεται. Το αποτέλεσμα είναι η μαστοριά του καθενός μας.
G.: Τον Οσβαλντ, ας πούμε, πώς επιχείρησες να τον προσεγγίσεις;
Α.Π.: Ο Οσβαλντ γνωρίζει ότι ο οργανισμός του είναι μια ωρολογιακή βόμβα. Θέλει να βεβαιωθεί πως όταν θα τον πιάσει η κρίση της μαλάκυνσης του εγκεφάλου και θα είναι παράλυτος, κατάκοιτος, χωρίς βούληση, σαν «γερασμένο μωρό», όπως λέει στο κείμενο, κάποιος θα τραβήξει την πρίζα. Αυτό τον ρόλο δεν μπορείς να τον κατανοήσεις, δεν μπορείς ούτε καν να τον διανοηθείς. Δουλεύοντας την αφήγηση του ήρωα, ίσως καταφέρεις στιγμές-στιγμές να αγγίξεις κάποιο ίχνος του ψυχισμού του, απλά και μόνο μέσα από τα λόγια του. Ο τρόμος του θανάτου και του εκφυλισμού αρκούν για να ενεργοποιηθεί το χάος με το οποίο είναι αντιμέτωπος αυτός ο ήρωας, παρ’ όλα αυτά καταφέρνει να μιλάει γλυκά στη μητέρα του, να χαμογελάει και να μιλάει για την αλήθεια και τη χαρά της ζωής.
G.: Γιατί επιλέγεις συχνά καταραμένους ήρωες; Σου πάνε πιο πολύ ερμηνευτικά;
Α.Π.: Οι ρόλοι έρχονται ανάλογα με την γκάμα που έχει ο καθένας, τη χρωματική παλέτα, τις τονικότητες, τις ικανότητες, αλλά και την τύχη. Κάποιοι ρόλοι καταλήγουν σε ανθρώπους εντελώς τυχαία. Πολλά πράγματα είναι και λόγω συγκυριών. Κάποιος μπορεί να μην μπορούσε, κάποιος μπορεί να έφυγε, κάποιος να μην ήθελε. Είναι αυτό που λέμε «άμα σου κάνει εσένα, εμένα μου περισσεύει». Ο Κρίστιαν Μπέιλ δήλωσε πως οι ρόλοι που εκτόξευσαν την καριέρα του είναι εκείνοι που απέρριψε κάποιος άλλος. Ο ίδιος δεν ήταν ποτέ η πρώτη επιλογή για τους ρόλους αυτούς, αλλά θριάμβευσε ερμηνεύοντάς τους. Υπάρχουν ηθοποιοί στους οποίους δεν δόθηκε η ευκαιρία. Υπάρχουν ηθοποιοί στους οποίους έχουν παραχωρηθεί όλα. Υπάρχουν επίσης ηθοποιοί που έχουν παίξει όλο το ρεπερτόριο και δεν άγγιξαν ούτε έναν θεατή. Δεν «σταύρωσαν ούτε ατάκα», που λέμε. Δεν έχει να κάνει με το τι έχει παίξει κανείς, αλλά πώς. Και άλλοι έχουν παίξει τον Οσβαλντ, τον Αμλετ τον τρελό, τον Βόιτσεκ, το θέμα είναι πώς. Δεν παίρνεις έναν τρελό για να παίξεις τον τρελό, ούτε έναν βίαιο για να παίξει τον βίαιο. Παίρνεις έναν επαγγελματία ηθοποιό που κατέχει τον έλεγχο των εργαλείων του, έχει παιδεία και γνώση πάνω στο αντικείμενο στο οποίο καλείται να αντεπεξέλθει. Ξέρεις, ο Οσβαλντ στο έργο παθαίνει εγκεφαλική κρίση μία φορά στη ζωή του και το έργο τελειώνει. Εγώ όμως δεν είμαι ο Οσβαλντ, εγώ πρέπει να μπορώ να το κάνω αυτό κάθε μέρα, όλη τη σεζόν.
G.: Υπάρχουν ρόλοι που να έχεις πραγματικά μισήσει; Ή κάποιους που να έχεις αγαπήσει περισσότερο από τους άλλους;
Α.Π.: Δεν ενδιαφέρει κανέναν αν αγαπάς ή αν μισείς έναν ρόλο. Το θέμα είναι να τον κατανοήσεις και να τον δικαιώσεις. Δεν μπορείς να μισείς ρόλους. Είναι σαν να λέει ένας μουσικός «μισώ αυτό το κομμάτι όταν το παίζω». Εμείς μαγευόμαστε παίζοντας. Αν δεν μαγευτούμε εμείς, πώς θα μαγευτεί ο θεατής; Και τι σημαίνει να αγαπήσεις; Μπορεί να αγαπήσει κανείς την Εντα Γκάμπλερ, τον Ιάσονα, τον Αγαμέμνονα ή την Κλυταιμνήστρα; Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι γλέντησα με τον Τάκη στις «Αγριες Μέλισσες». Πέταξα με τον Μεφιστοφελή του Γκαίτε. Ωρίμασα με τον Αγγελιαφόρο των «Περσών» στην Επίδαυρο και με τον Τζόνι στο «Digger» μαλάκωσε η ψυχή μου.
G.: Δεν είσαι όμως μόνο ηθοποιός. Είσαι και σκηνοθέτης, σκηνογράφος, δραματουργός, μέχρι και εικονογράφος-σκιτσογράφος.
Α.Π.: Πού το θυμήθηκες αυτό; Η πρώτη μου δουλειά ήταν όντως εικονογράφηση στο χέρι, σε μια σειρά με παιδικά παραμύθια, το «Κουκλόσπιτο του Αισώπου». Τα πρώτα μου χρήματα τα έβγαλα από εκεί.
G.: Τι δηλώνεις όμως κατά βάση; Ή λειτουργούν όλα συμπληρωματικά;
Α.Π.: Ως λάτρης της έννοιας «homo universalis», έχω ανακατευτεί με όλα, πρώτον, επειδή μου αρέσει, δεύτερον, για να δω τι μπορώ να κάνω και να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου, είτε επειδή ήταν απαραίτητο, είτε επειδή είχα ένα συγκεκριμένο όραμα να υλοποιήσω. Εμαθα από αυτό να μπορώ να βάζω στόχο και να τον πραγματοποιώ. Εμαθα να συνεννοούμαι και να αγαπώ ακόμα περισσότερο αυτό με το οποίο καταπιάνομαι κάθε φορά. Ετσι νιώθω λίγο περισσότερο καλλιτέχνης. Ο καθένας ας κάνει αυτό που τον κάνει να νιώθει καλύτερα.
G.: Κι εσύ με τι νιώθεις καλύτερα τελικά; Με την τέχνη γενικά;
Α.Π.: Αυτό που με κέρδισε στην τέχνη του ηθοποιού και του δημιουργού είναι ότι είναι διαφανής. Αν το καλοσκεφτείς, είναι η πρώτη sustainable τέχνη. Με το που τελειώσει, παύει να υπάρχει. Το μόνο αποτύπωμα είναι στην καρδιά και στη μνήμη των θεατών, στα μόρια του αέρα. Ας πούμε ότι είναι μια σπουδαία εγχείρηση ψυχής χωρίς τομή και με αόρατα ράμματα. Βέβαια, δεν σημαίνει ότι είναι πάντα σπουδαία, μπορεί να βγει και τρελή πατάτα… Απλώς κανείς δεν πρόκειται να το παραδεχτεί. Εχεις δει κανέναν τα τελευταία χρόνια να λέει «τι πατάτα έκανα!»; Οχι! Σκηνοθέτες, σκηνογράφοι, ηθοποιοί, παραγωγοί, όλοι λένε πόσο εξαιρετικοί είναι. Είδες κανέναν να ιδρώνει το αυτί του ή να αποθαρρύνεται που βλέπει τους θεατές του να φεύγουν ή, ακόμα χειρότερα, να κοιμούνται; Οχι! Απλώς κάνουν share τα νούμερα, τα ποσοστά και τις καλές κριτικές. Ο κόσμος τρέφει, διατηρεί και προάγει τις αυταπάτες του σε τέτοιον βαθμό που στο τέλος δεν θα ξέρουμε ποιοι είμαστε.
G.: Εσύ τι προτιμάς; Τη γυμνή αλήθεια όσο άσχημη κι αν είναι ή τη συγκαλυμμένη για να μην πληγώνεις και να μην πληγωθείς;
Α.Π.: Ο καθένας έχει τη δική του αλήθεια. Ελευθερία λέει ο ένας, ελευθερία λέει και ο άλλος. Ολοι θέλουμε έναν καλύτερο κόσμο. Το θέμα είναι καλύτερο για ποιον; Ο καθένας διαλέγει την αλήθεια με την οποία νιώθει ασφαλής. Δεν θέλω να ανοίξω αυτή την κουβέντα.
G.: Ας την αλλάξουμε, λοιπόν. Θέατρο, κινηματογράφος ή τηλεόραση; Ή όλα είναι μέρος της δουλειάς σου;
Α.Π.: Είναι μέρος της δουλειάς μας, ναι, αλλά καμία σχέση το ένα με το άλλο. Οπως το ότι κάποιος είναι καλός στο ένα δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι είναι και στο άλλο.
G.: Και καθημερινά γυρίσματα, και βραδινές παραστάσεις. Πότε βρίσκεις χρόνο για σένα;
Α.Π.: Μην ανησυχείς, πάντα βρίσκω χρόνο για μένα, δεν γίνεται αλλιώς…
G.: Τι είναι αυτό που σου δίνει τότε δύναμη σε μια δύσκολη μέρα;
Α.Π.: Ο ύπνος. Κάνω power nap και διαλογισμό ή προσποιούμαι διαλογισμό μέχρι να διαλογιστώ.