ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΑΛΥ ΒΑΪΜΑΚΗ

Η Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας, το αλλοτινό βουλεβάρτο –όπου, λόγω γειτνίασης με τα ανάκτορα, επέλεγαν να χτίσουν μέγαρα επώνυμοι και πλούσιοι μεγαλοαστοί των Αθηνών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα– διατηρεί έως σήμερα σημαντικά δείγματα αυτού του ένδοξου παρελθόντος.

Με αφετηρία την Πλατεία Συντάγματος, λοιπόν, μέχρι και το ύψος του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», ξέρουμε ότι υπήρχαν περίπου 25 αξιοθαύμαστα κτήρια, όλα με ξεχωριστή ιστορία και αρχιτεκτονική. Πλέον, όμως, αρκετά από αυτά έχουν κατεδαφιστεί, σε διάφορα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία άλλαζε η όψη του ευρύτερου κέντρου της Αθήνας.

Σήμερα στέκονται ακόμα στη θέση τους το Μέγαρο Συγγρού (εκεί βρίσκεται τώρα το Υπουργείο Εξωτερικών), το Μουσείο Μπενάκη, οι πρεσβείες της Ιταλίας και της Γαλλίας, το Μέγαρο Σταθάτου (όπου εδρεύει πλέον το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης), η βίλα Ιλίσσια (στεγάζει το Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο), καθώς και το Σαρόγλειο. Είναι μερικά μόνο από τα κτήρια που εξακολουθούν να εντυπωσιάζουν όσους κάνουν αυτόν τον ωραίο περίπατο στις δικές μας ημέρες.

Το Μέγαρο της Βουλής: Στιβαρό και μεγαλοπρεπές

Το εμβληματικό κτήριο των Παλαιών Ανακτόρων δεσπόζει στο Σύνταγμα και στην αρχή της Βασιλίσσης Σοφίας. Χτίστηκε επί Όθωνος, σε σχέδιο του Γερμανού αρχιτέκτονα Φρίντριχ φον Γκέρτνερ. Όμως, ενώ ο αρχικός σχεδιασμός των Σταμάτη Κλεάνθη & Έντουαρντ Σάουμπερτ προέβλεπε το παλάτι να οικοδομηθεί στη (μετέπειτα ονομαζόμενη) Ομόνοια, τελικά προκρίθηκε να φτιαχτεί κοντά στην Κρήνη της Μπουμπουνίστρας, όπως λεγόταν τότε η περιοχή: εκτός του ότι είχε υγιεινό κλίμα, ήταν και απρόσιτη από τα κανόνια των εχθρικών στόλων, εάν έφταναν στο Φάληρο.

Η θεμελίωση άρχισε το 1836. Το μεγαλόπρεπο κτήριο είχε δωρικά στοιχεία, χωρίς πολλά εξωτερικά διακοσμητικά. Ολοκληρώθηκε το 1842 κι εκεί έζησαν ο Όθωνας και η Αμαλία –η οποία φρόντισε να διαμορφωθεί ο σημερινός Εθνικός Κήπος– από το 1843 μέχρι την έξωσή τους το 1862. Στο μέγαρο κατοίκησε επίσης ο Γεώργιος ο Α’ έως το 1913 και σε τμήμα του η βασιλομήτωρ Όλγα, μέχρι το 1922. Έπειτα χρησιμοποιήθηκε ως νοσοκομείο και στέγασε κρατικές υπηρεσίες και οργανώσεις για την περίθαλψη των Μικρασιατών προσφύγων. Επλήγη από δύο πυρκαγιές, το 1884 και το 1909, οπότε και καταστράφηκε μεγάλο μέρος του.

Το 1929 άρχισαν οι κατασκευές του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη. Παριστάνει, ως γνωστόν, έναν οπλίτη της αρχαιότητας που πέφτει νεκρός στο πεδίο της μάχης. Τα εγκαίνια έγιναν το 1932. Επί Ελευθέριου Βενιζέλου, εντωμεταξύ, το 1930, άρχισαν τα έργα μετατροπής του ανακτόρου σε κτήριο της Βουλής, της Γερουσίας και του Συμβουλίου της Επικρατείας, παρόλο που η πρωτοβουλία συνάντησε πολλές αντιδράσεις. Η μελέτη εκπονήθηκε από τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή και η επίσημη εγκατάσταση της Γερουσίας έγινε στις 2 Αυγούστου του 1934. Την ίδια χρονιά διαμορφώθηκαν στη Βασιλίσσης Σοφίας τα διάσημα ανθοπωλεία.

Την 1η Ιουλίου 1935 πρωτολειτούργησε στο μέγαρο η Βουλή, η οποία μεταφέρθηκε από το κτήριο της Παλιάς Βουλής στη Σταδίου, αλλά την 4η Αυγούστου του 1936 οι εργασίες της διακόπηκαν λόγω της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά. Την περίοδο εκείνη, όπως και επί Κατοχής, στέγασε το Υπουργείο Ασφαλείας. Στην Κατοχή, μάλιστα, υπήρξε και γενικότερη έδρα της κατοχικής κυβέρνησης. Το 1944 στέγασε την Εθνοφυλακή, ενώ στην Επταετία 1967-1974 έγινε έδρα των δικτατόρων. Αργότερα, επί της θητείας του Απόστολου Κακλαμάνη ως Προέδρου της Βουλής (1993-2004), έγιναν επισκευαστικά και βελτιωτικά έργα, διατηρώντας το κτήριο ως έμβλημα του κέντρου της Αθήνας.

Το Παλατάκι

Είναι ένα μικρό, νεοκλασικό κτήριο, στον περίβολο της Βουλής προς τη μεριά της Bασιλίσσης Σοφίας. Χτίστηκε το 1925 σε σχέδια του Αμερικανού αρχιτέκτονα Stewart Thompson, ο οποίος το ήθελε να θυμίζει μικρό δωρικό ναό της ελληνικής αρχαιότητας. Υπήρξε πρατήριο των εργόχειρων που φτιάχνονταν στα εργαστήρια των ανακτόρων από πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Από το 1935, με την εγκατάσταση της Βουλής στα παλιά ανάκτορα, έγινε αποθήκη. Κι έτσι λειτούργησε έως τα τέλη του 20ού αιώνα, όταν χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες του τηλεοπτικού σταθμού της Βουλής.

Μέγαρο Συγγρού: Δια χειρός Τσίλερ

Το κτήριο στο νούμερο 1 της Βασιλίσσης Σοφίας, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα το Υπουργείο Εξωτερικών, είχε χτιστεί για τον επιχειρηματία και ευεργέτη Ανδρέα Συγγρό μεταξύ 1872-1873. Τη μελέτη έκανε ο γνωστός αρχιτέκτονας Έρνεστ Τσίλερ. Όταν πέθανε ο Συγγρός, η χήρα του Ιφιγένεια Μαυροκορδάτου-Συγγρού το κληροδότησε στο κράτος με μυστική διαθήκη και τον όρο να το χρησιμοποιούν ως «κατάστημα του Υπουργείου Εξωτερικών». Το 1976 το κτίσμα κηρύχθηκε ως προστατευόμενο έργο τέχνης από το Υπουργείο Πολιτισμού.

Η λαμπρή ιστορία του Μουσείου Μπενάκη

Γιος του Εμμανουήλ Μπενάκη και αδερφός της Πηνελόπης Δέλτα, ο Αντώνης Μπενάκης διέθεσε την περιουσία του για να χρηματοδοτήσει πολλά κοινωφελή ιδρύματα, αλλά και για να βοηθήσει τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ο ίδιος, όσο ζούσε στο Κάιρο, δημιούργησε μια μεγάλη συλλογή έργων τέχνης διαφόρων περιόδων κι αυτή αποτέλεσε τη βάση των πρώτων εκθέσεων του μουσείου που έφερε το όνομά του.

Το κτήριο αγοράστηκε από τον Εμμανουήλ Μπενάκη για την εγκατάσταση της οικογένειας το 1910. Τον επόμενο χρόνο εξωραΐστηκε από τον αρχιτέκτονα Αναστάσιο Μεταξά και διαμορφώθηκαν νέοι χώροι: τότε, λ.χ., προστέθηκε η χαρακτηριστική μαρμάρινη σκάλα στην πρόσοψη, όπως και το δωρικό πρόπυλο. Το 1930 προστέθηκε μια πτέρυγα για να εξυπηρετήσει τον μουσειακό χαρακτήρα του ακινήτου. Αρχικά φιλοξένησε τις συλλογές ελληνικής και ισλαμικής τέχνης καθώς και κινεζικής κεραμικής του Αντώνη Μπενάκη, μέχρι το 1931, όταν και προσφέρθηκε στο κράτος.

Η τελετή εγκαινίων έγινε στις 22 Απριλίου 1931, επί πρωθυπουργίας Ελευθέριου Βενιζέλου. Οι επεκτάσεις των εκθεσιακών χώρων συνεχίστηκαν στα επόμενα χρόνια και το κτήριο στέγασε κειμήλια του Βενιζέλου, τη συλλογή Κυριαζή, τη δωρεά της Ελένης Σταθάτου κ.ά. Η σημαντική επέκταση μεταξύ 1989-2000 είχε ως αποτέλεσμα την προσθήκη νέας πτέρυγας με πέντε ορόφους. Το μουσείο επαναλειτούργησε το 2000 με τη μεγάλη έκθεση που αναδεικνύει τον Ελληνικό πολιτισμό από την προϊστορία μέχρι τον 20ο αιώνα.

Μέγαρο Σταθάτου-Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης: Αύρα νεοκλασική

Το κομψό νεοκλασικό είναι από τα σημαντικά έργα του αρχιτέκτονα Έρνεστ Τσίλερ. Η κατασκευή του άρχισε το 1895 κι εκεί έζησε η οικογένεια Σταθάτου έως το 1938. Το 1991 παραχωρήθηκε στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Στο κτήριο συνδυάστηκαν στοιχεία ελληνικά και ρωμαϊκά, ενώ υπάρχουν και νεότερες επιδράσεις. Έχει κλιμακωτή είσοδο αναγεννησιακού ρυθμού και διώροφη τοξωτή πρόσοψη, ενώ στη στέγη υψώνονται τα αγάλματα της Τύχης και της Αθηνάς. Στο υπερυψωμένο ισόγειο, πάλι, βρισκόταν η τραπεζαρία και το σαλόνι, τα οποία διατηρούνται όπως ήταν, μαζί με τις γύψινες διακοσμήσεις, τους πολυελαίους και τα τζάκια. Στον πρώτο όροφο, πάλι, φιλοξενούνταν τα υπνοδωμάτια. Πλέον το Μέγαρο Σταθάτου στεγάζει περιοδικές εκθέσεις του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, καθώς και εκδηλώσεις. Το 1985 κατασκευάστηκε το σημερινό κεντρικό κτίσμα του, στην οδό Νεοφύτου Δούκα 4.

Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο

Θεωρείται από τα σπουδαιότερα μουσεία που αφορούν την τέχνη της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου. Στεγάζεται σε ένα εντυπωσιακής αρχιτεκτονικής κτήριο, στην περίφημη βίλα Ιλίσσια, που άνηκε κάποτε στη Δούκισσα της Πλακεντίας, δηλαδή τη φιλελληνίδα Sophie de Marbois Lebrun, από τη Γαλλία.

Χτίστηκε την περίοδο 1840-1848 ως χειμερινή κατοικία της δούκισσας και είναι ρυθμού φλωρεντινού. Τα σχέδια αποδίδονται στον Σταμάτη Κλεάνθη (κατ’ άλλους στον Χριστιανό Χάνσεν). Όταν οικοδομήθηκε, το οίκημα ήταν υπερυψωμένο και είχε θέα στην κοιλάδα του ποταμού Ιλισσού. Μετά τον θάνατο της δούκισσας στέγασε διάφορες στρατιωτικές υπηρεσίες. Το 1930 αναστηλώθηκε για να μετατραπεί σε Βυζαντινό Μουσείο από τον αρχαιολόγο Γεώργιο Σωτηρίου και τον αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο. Σήμερα στις συλλογές του περιλαμβάνονται τουλάχιστον 30.000 εκθέματα, από τον 3ο έως τον 21ο αιώνα.

Το Σαρόγλειο στην πλατεία Ρηγίλλης

Η πλατεία, που ονομάζεται και Παύλου Μελά, βρίσκεται στη διασταύρωση Ρηγίλλης, Μουρούζη και Βασιλίσσης Σοφίας. Μπροστά δεσπόζει το επιβλητικό Σαρόγλειο Μέγαρο, όπου σήμερα στεγάζεται η Λέσχη Αξιωματικών Ενόπλων Δυνάμεων. Χτίστηκε μεταξύ 1924-1932. Τα σχέδια ήταν του γνωστού αρχιτέκτονα του Μεσοπολέμου Αλέξανδρου Νικολούδη (ο οποίος είχε σπουδάσει στην Ecole des Beaux-Arts) και ακολούθησαν το νεομπαρόκ ύφος. Η κατασκευή έγινε δυνατή χάρη σε κληροδότημα του αξιωματικού του Πυροβολικού Πέτρου Σαρόγλου. Μαρμάρινη προτομή του δωρητή, έργο του γλύπτη Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (1968), υψώνεται στα αριστερά του κτηρίου.

Το Πολεμικό Μουσείο και οι πολυκατοικίες του Μεσοπολέμου

Το Πολεμικό Μουσείο στεγάζεται σε ένα εντυπωσιακό, σύγχρονο κτήριο στη γωνία της Βασιλίσσης Σοφίας με τη Ριζάρη. Αποτελεί το μεγαλύτερο μουσείο της Ελλάδας που είναι αφιερωμένο στη στρατιωτική ιστορία, ενώ έχει παραρτήματα και σε άλλες πόλεις. Κατασκευάστηκε το 1964 σε σχέδια του Θουκυδίδη Βαλέντη, με επιρροές από τη σχολή του Bauhaus. Τα εγκαίνια έγιναν το 1975. Στο μπροστινό προαύλιο εκτίθενται αεριωθούμενα της Πολεμικής Αεροπορίας, ενώ στις αποθήκες του βρίσκονται όπλα και άλλα πολεμικά αντικείμενα των Ελλήνων από την αρχαιότητα έως τον Πόλεμο της Κορέας.

Στο νούμερο 55 της Βασιλίσσης Σοφίας, από την άλλη, θα δείτε ένα πολύ χαρακτηριστικό οικοδόμημα του Μεσοπολέμου. Χτίστηκε το 1927 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κώστα Κιτσίκη, ο οποίος μετέφερε στο κτήριο τις αρχές και την αισθητική της γερμανικής σχολής του Berlin Charlottenburg, δηλαδή έναν νεο-ακαδημαϊσμό, στον οποίον συνδυάζονται μοντέρνα και παλιά αρχιτεκτονικά στοιχεία (αν και πολλοί χαρακτηρίζουν την πολυκατοικία απλώς ως αρ ντεκό). Επιπλέον, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της Αρχής Έρεκερ, σύμφωνα με την οποία οι όγκοι που προεξέχουν από την όψη φτάνουν μόνο ως τα 1,4 μέτρα. Μία ακόμη πολυκατοικία του Μεσοπολέμου με ανάλογη αισθητική βρίσκεται λίγο ψηλότερα, στον αριθμό 57 της Βασιλίσσης Σοφίας.

Πηγές άρθρου:
Κ. Η. Μπίρης «Αι Αθήναι από τον 19ον εις τον 20ον αιώνα»
και Δ. Φιλιππίδης «Νεοελληνική Αρχιτεκτονική».

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις