ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΟΜΠΥ ΕΚΣΙΕΛ
Ένα από τα ομορφότερα μπαλκόνια στο Μπέργκεν είναι αναμφίβολα στην έξοδο από τον τελικό σταθμό του οδοντωτού στο Floyen, ένα από τα επτά βουνά που περιτριγυρίζουν τούτη την πόλη-κούκλα της Νορβηγίας. Χαζεύω τη μαγευτική θέα από τα 320 μέτρα υψόμετρο, προσπαθώντας να ξεχωρίσω τις γειτονιές που απλώνονται μέχρι τις παρυφές κι ακόμα παραπάνω. Ε, εξάλλου, είμαστε ξεκούραστοι, ανεβήκαμε με το βαγονέτο αμέσως, σε επτά-οκτώ λεπτά από το κέντρο της πόλης. Άλλοι θαρραλέοι (έτσι να λέμε τους περιπατητές) φθάνουν με τα πόδια, έχοντας διανύσει 2,5 περίπου χιλιόμετρα που, προκειμένου για καθαρή ανάβαση, ισοδυναμούν με μία ώρα και βάλε περπάτημα.
Εδώ αντιλαμβάνεσαι πόσο εντυπωσιακή είναι η τόσο στενή γειτνίαση των δύο παραδείσων. Κάτω, ένα γιγαντιαίο ψαροχώρι, ντεκόρ έτοιμο για ταινία. Πάνω, σε απόσταση αναπνοής σχεδόν, πυκνά δάση και λίμνες, πίστα έτοιμη για παντός είδους δραστηριότητες στη φύση. Καθόλου τυχαία, το Floyen συνιστά την πιο συνήθη κυριακάτικη εκδρομή για φαμίλιες και παρέες, τοπικές ή μη. Όχι απλώς γιατί απέχει μόλις λίγα λεπτά από το κέντρο, αλλά και επειδή διαθέτει καφέ, εστιατόριο και παιδική χαρά δίπλα στον σταθμό, όλα με θέα εκθαμβωτική, και ένα τέλεια οργανωμένο δίκτυο διαδρομών, με σημάνσεις για δεκάδες μονοπάτια που σε οδηγούν σε άλλους παραδείσους (έως και άλλα βουνά) και συχνούς σταθμούς ξεκούρασης (πάγκους, καλύβες) για τους hikers, απλούς και δεινούς.
Ως απλός και όχι δεινός, παίρνω το μονοπάτι προς τη λίμνη Skomakerdiket, ή αλλιώς τη λίμνη του υποδηματοποιού, που ειπώθηκε έτσι γιατί είχε εκεί την αγροικία του ένας παπουτσής στα μεταπολεμικά χρόνια. 15 λεπτά με πολύ χαλαρό περπάτημα, και βρίσκομαι στο ξέφωτο που σχηματίζει μια μεγάλη λίμνη. Επισκέπτες βολτάρουν ή αράζουν στην όχθη. Προσφέρεται τώρα, τέλη Οκτώβρη, που ο καιρός είναι ακόμα ήπιος και δεν έχει εμφανιστεί χιόνι (τη δεκαετία του ’50 οι γύρω πλαγιές χρησίμευαν για σκι). Έχει βρέξει όμως -το Μπέργκεν φημίζεται για τον βροχερό καιρό του- και χρειάζεται προσοχή. Κάνω έναν γύρω την όχθη και έχω τον νου μου στις λάσπες, αν και στα πιο υγρά σημεία υπάρχουν διαμορφωμένα κούτσουρα ως περάσματα. Με λίγη ακροβασία, φθάνω στην πλευρά της όχθης με το αναψυκτήριο, το Skomakerstuen. Παίρνω ένα φλιτζάνι καυτό καφέ, που τον χρειάζομαι. Παίρνω κι ένα svele, κάτι σαν νορβηγικό πανκέικ, με sour cream και μαρμελάδα φράουλα. Που δεν το χρειάζομαι ακριβώς, αλλά μιας και είμαι εδώ. Μούρλια!
Η βόλτα μου θα συνεχιστεί μέχρι δυτικά το Revurtjern, λίμνη μικρότερη αλλά με πάγκους και τραπεζάκια στις όχθες, σημείο ιδανικό για πικνίκ. Άλλα μονοπάτια και γέφυρες γύρω από τη λίμνη οδηγούν σε ποικίλα δασικά τοπία, ανάμεσά τους και τη λίμνη Blamansvannet και το Brushytten, γειτονική αγροικία χτισμένη το 1931 και ανακαινισμένη πρόσφατα. Αυτή είναι και η δημοφιλέστερη κυριακάτικη εκδρομή στο Floyen για οικογένειες, μιας και η διαδρομή μέχρι εκεί θεωρείται η καταλληλότερη για τα νεότερα μέλη τους να εξασκηθούν στο hiking. Για τους πιο απαιτητικούς, υπάρχουν ακόμη οι βόλτες ψηλότερα (το υψόμετρο φθάνει μέχρι τα 400 μέτρα), στην επίσης δημοφιλή λίμνη Nedrediket, που φημίζεται για τους σκίουρους και τους ερωδιούς της, ή στο γειτονικό βουνό Torffjellet, με μεγάλο ορνιθολογικό ενδιαφέρον. Φυσικά, η καλή φυσική κατάσταση και η σωστή ενδυμασία ενδείκνυνται γι’ αυτές τις δυσκολότερες διαδρομές, που μπορεί να διαρκέσουν και ολόκληρη μέρα, κι ας έχει φροντίσει ο Δήμος για σταθμούς ξαπόστασης και προστασίας από τις καιρικές συνθήκες.
Ο γυρισμός μας στο αστικό τοπίο, πάντα με το βαγονέτο Floibanen, δε θα λέγαμε πως είναι μια επιστροφή στην πραγματικότητα. Κάθε άλλο παρά πολύβουη είναι η πόλη, τουλάχιστον αυτόν τον μήνα (ο τουρισμός κορυφώνεται τον Ιούλιο), και όλα θυμίζουν εξοχή, ειδικά όταν γυρίζεις και κοιτάς τα βουνά και το πράσινο που θωρακίζουν τους οικισμούς. Άλλωστε, σε πέντε λεπτά από τον σταθμό, ποδαράτο, είσαι στη θάλασσα, στο πανέμορφο λιμάνι Vagen με τη μεγάλη αποβάθρα με τα καφέ και τα παγκάκια για αγνάντι.
Έτσι όπως στέκεσαι στην αποβάθρα και κοιτάς τη θάλασσα μπροστά, διακρίνεις στο βάθος του ορίζοντα το χωριό Florvag της νήσου Askoy, ένα από τα φιόρδ κι αυτή της περιφέρειας Hordaland, όπως άλλωστε και το Μπέργκεν. Κοντά, προς την είσοδο του λιμανιού, βλέπεις το σημείο όπου αράζουν τα κρουαζιερόπλοια. Πάνω από 300 επισκέπτονται ετησίως την πόλη και αδειάζουν στους δρόμους της σχεδόν 1 εκατομμύριο τουρίστες, χωρίς να λογαριάζουμε εδώ τον κόσμο που έρχεται, κυρίως από τις σκανδιναβικές χώρες, με τα τακτά ακτοπλοϊκά δρομολόγια. Το Μπέργκεν είναι ο Πειραιάς της Νορβηγίας, η πρώτη πόλη σε διακίνηση τόσο επιβατών όσο και εμπορευμάτων, κι ας έχει λιμάνι μικρότερο σε έκταση από εκείνο του Όσλο, του διοικητικού και οικονομικού (και ναυτιλιακού) κέντρου της χώρας, κι ας έπεται, με 290.000 κατοίκους, της πρωτεύουσας (700.000) σε δημοτικό πληθυσμό.
Δεξιά σου όπως κοιτάς, προς ανατολάς, ένα πολύχρωμο κομψοτέχνημα: η προκυμαία του Bryggen. Παλιά εμπορικά κτίρια, που χρησιμοποιούνταν από τα μεσαιωνικά κιόλας χρόνια ως αποθήκες για εμπορεύματα που φορτώνονταν ή ξεφορτώνονταν στις αποβάθρες, ανακατασκευασμένα και παρατεταγμένα θαρρείς σαν σκηνικό. Κτίσματα χανσεατικά, που τώρα στεγάζουν εστιατόρια, μπαράκια, μουσεία. Κάηκαν πολλές φορές ανά τους αιώνες, όπως εξάλλου και μεγάλα τμήματα της ξυλόχτιστης πόλης. Η τελευταία μεγάλη πυρκαγιά ήταν το 1955, όποτε και ξεκίνησε η νεότερη αναδόμησή τους για να συντηρηθούν στη μορφή που έχουν σήμερα, στο πλαίσιο ενός γενικότερου σχεδίου εκσυγχρονισμού του Μπέργκεν. Έχει τη σημασία της η βόλτα σε τούτη τη γειτονιά, που έχει χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την ΟΥΝΕΣΚΟ, κι ας πρόκειται για το πιο τουριστικό σημείο της πόλης.
Αριστερά, η παράκτια λεωφόρος Strandkaien, πίσω από την οποία χαρτογραφείται το εμπορικό κέντρο του Μπέργκεν, με όλα τα διεθνή και εγχώρια καταστήματα και τα περισσότερα μεγάλα ξενοδοχεία. Κι όμως, τίποτα εδώ δε θυμίζει τσιμεντούπολη. Δεν είναι απλώς τα κτίρια που είναι ως επί το πλείστον χαμηλά και απλωμένα, είναι και τα κομμάτια φύσης που διακόπτουν αναζωογονητικά την αστική βόλτα. Όπως το δημοτικό πάρκο Byparken, δίπλα ακριβώς στη λίμνη Lungegardsvannet, μια οκτάγωνου σχήματος φυσική λίμνη πέντε στρεμμάτων, φερώνυμη του όρμου με τον οποίο συνδεόταν μέχρι το 1926. Ή η καταπράσινη αυλή του Εθνικού Θεάτρου, ένα εκπληκτικό art nouveau κτίσμα που ολοκληρώθηκε το 1909 και στο οποίο δίδασκε κάποτε και σκηνοθετούσε ο Ερρίκος Ίψεν, η μορφή του οποίου, σε μια παιχνιδιάρικα δαιμονισμένη περιβολή, στέκει ως γλυπτό ακριβώς μπροστά.
Και πίσω σου, πλάτη, καφέ, εστιατόρια και, φυσικά, η ψαραγορά. Μαζί με τον τουρισμό και τη ναυτιλία, η υδατοκαλλιέργεια και η αλιεία είναι η «βαριά» βιομηχανία του τόπου και η κύρια πηγή εισοδήματός του. Εκτός από τους τυπικούς ψαράδες με τους πάγκους, υπάρχουν εδώ κι εκείνοι που συνοδεύουν την φρέσκια ψαριά τους με ένα εστιατόριο. Τίγκα όλα σήμερα, Σάββατο γαρ. Ρίχνω μια ματιά σε έναν πάγκο -υπερέχουν ο ξηρός βακαλάος, το σκουμπρί, η ρέγκα, το γατόψαρο, οι γαρίδες, η πέστροφα και, φυσικά, ο σολομός-, κοιτάω και την προθήκη δίπλα με τα αλίπαστα, τα μαρινάτα και τα φρεσκοφτιαγμένα σάντουιτς.
Από το svele κι εδώ έχουν περάσει κάμποσες ώρες και το στομάχι διαμαρτύρεται. Χμ! Λαχταριστό φαίνεται το σάντουιτς με καπνιστό σολομό. Χμ! Καλή κι η τιμή του. Μα 140 κορώνες; 13 Ευρώ δηλαδή; Θα μού πεις, το τυλιχτό με ντονέρ, στα αραβικά και τουρκικά φαστφουντάδικα, έχει μίνιμουμ 10 Ευρώ. Είναι ακριβή η διατροφή εδώ, ανάμεσα σε πολλά άλλα, κι ο Έλληνας μπορεί πολύ εύκολα να βρεθεί εκτός προδιαγραμμένου budget.
Κομμάτια να γίνει, πιάσε μου ένα!