Ο Ντέιβιντ Χάντερ αφηγήθηκε με λεπτομέρειες τους διαλόγους με την ετοιμοθάνατη σύζυγό του
Ένας Βρετανός συνταξιούχος, που κατηγορείται για τη δολοφονία της άρρωστης συζύγου του, είπε σε δικαστήριο της Κύπρου ότι τον εκλιπαρούσε να την βοηθήσει να βάλει τέλος στη ζωή της.
Η Τζάνις Χάντερ, η οποία ήταν 74 ετών και έπασχε από καρκίνο, πέθανε τον Δεκέμβριο του 2021 στο σπίτι της κοντά στην Πάφο.
Οι δικηγόροι του 75χρονου συζύγου της, Ντέιβιντ, συνταξιούχου ανθρακωρύχου από το Νορθάμπερλαντ, λένε ότι ο θάνατός της ήταν υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Ο ίδιος έχει παραδεχτεί ότι σκότωσε τη σύζυγό του.
Η 74χρονη είχε έναν σπάνιο καρκίνο του αίματος, αλλά ίσως να μην είχε λευχαιμία σε τελικό στάδιο, σύμφωνα με παλαιότερη δίκη.
Καταθέτοντας νέα στοιχεία – μερικές φορές με δάκρυα στα μάτια – ο σύζυγός της είπε ότι του ζήτησε επανειλημμένα βοήθεια για να τερματίσει τον πόνο της, αλλά ότι «απλά δεν μπορούσε να το κάνει», προσθέτοντας ότι «μετάνιωσε» για αυτό που «έπρεπε να κάνει».
Όπως εξήγησε στο δικαστήριο, αφού η σύζυγός του, του είπε ότι είχε «βαρεθεί να ζει», ανέλαβε απρόθυμα δράση.
«Τις τελευταίες τέσσερις ή πέντε εβδομάδες, μου ζήτησε να βοηθήσω και έλεγα “όχι” κάθε μέρα. Μου το ζητούσε συνέχεια και πάντα έλεγα “όχι” – δεν ήθελα να το κάνω. Μετά από 57 χρόνια μαζί, απλά δεν μπορούσα να το κάνω. Την τελευταία εβδομάδα απλά έκλαιγε συνεχώς και με ικέτευε να τη βοηθήσω. Δεν απαντούσα».
Συνέχισε λέγοντας πως η σύζυγός του τού είπε ότι ένιωθε «χωρίς ζωή» καθώς πηγαινοερχόταν συνεχώς μεταξύ νοσοκομείου και σπιτιού, ενώ κάποια στιγμή έπαθε «υστερία» και για να την ηρεμήσει της είπε ότι θα βοηθούσε να βάλει τέλος στον πόνο της, παρόλο δεν είχε τέτοια πρόθεση.
«Έσβησε το μυαλό μου»
Ωστόσο, την ημέρα του θανάτου της, ο Ντέιβιντ Χάντερ είπε ότι είχε σηκωθεί για να φτιάξει καφέ και η γυναίκα του έκλαιγε.
Ερωτηθείς από τον συνήγορο υπεράσπισης τι θυμόταν, είπε ότι «το μυαλό του έσβησε – ποτέ δεν ήθελα να τη σκοτώσω», προσθέτοντας ότι στη συνέχεια έπνιξε τη σύζυγό του με τα χέρια του.
«Δεν ξέρω καν πώς το σκέφτηκα. Δεν ξέρω για πόση ώρα κράτησα τα χέρια μου εκεί. Δεν προσπάθησε να με σταματήσει. Στην κατάθεσή μου είπα ότι αντιστεκόταν, αλλά δεν αντιστεκόταν. Κουνούσε το κεφάλι της. Δεν νομίζω καν ότι άνοιξε τα μάτια της», σημείωσε.
Όταν ρωτήθηκε πώς ένιωθε για εκείνη, απάντησε ότι αγαπούσε τη σύζυγό του και πρόσθεσε: «Λυπάμαι για ό,τι έπρεπε να κάνω. Δεν θα τη βοηθούσα ποτέ να αφαιρέσει τη ζωή της, αν δεν με είχε παρακαλέσει».
Καθώς αφηγούνταν τις τελευταίες εβδομάδες της, είπε: «Έκλαιγε. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Κοιμόταν στη δερμάτινη καρέκλα κάτω και την τελευταία εβδομάδα κοιμόμασταν μαζί σε αυτές τις καρέκλες».
Απαντώντας ξανά σε ερώτηση της δικηγόρου υπεράσπισης, ο Ντέιβιντ Χάντερ επέμεινε ότι η σύζυγός του δεν ήταν σε θέση να φροντίσει τον εαυτό της.
«Τις τελευταίες δύο ή τρεις ημέρες, είπε ότι δεν μπορούσε να κουνήσει τα χέρια της και είχε πρόβλημα με τα πόδια της. Δεν μπορούσε να σταθεί. Έτρωγε μόνο σούπα. Δεν μπορούσε να κρατήσει τίποτα. Έχασε πολύ βάρος», είπε.
«Υπέφερε από πόνους»
Κατά την αντεξέταση από τον εισαγγελέα Ανδρέα Χατζηκύρου, ο Ντέιβιντ Χάντερ είπε ότι ήλπιζε σε ένα «μικρό θαύμα» για να βελτιωθεί η υγεία της συζύγου του και ότι θα άλλαζε γνώμη σχετικά με το ότι ήθελε να πεθάνει.
«Το μυαλό μου σκεφτόταν 24 ώρες το 24ωρο τη γυναίκα μου. Ξαπλωμένη μες στους πόνους, να υποφέρει, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τη βοηθήσω. Ήθελα να αλλάξει γνώμη. Έλεγα συνέχεια ότι δεν είναι εύκολο [να βοηθήσεις κάποιον να πεθάνει], δεν μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο. Δεν είχα καμία πρόθεση να τη σκοτώσω», είπε χαρακτηριστικά.
Και συνέχισε: «Ήταν δική της απόφαση, δεν ήθελε άλλη θεραπεία. Δεν ήταν απλώς η γυναίκα μου, ήταν η καλύτερή μου φίλη. Δεν είδατε το μαρτύριο των τελευταίων έξι ετών, τι έχει περάσει – την κατάσταση, την πίεση. Δεν θα ήθελα να περάσει κανείς τους τελευταίους έξι μήνες που περάσαμε μαζί».
Ερωτηθείς από την εισαγγελία γιατί είπε σε έναν γιατρό ότι είχε αποφασίσει να βάλει τέλος στη ζωή της συζύγου του, αλλά δεν της το είπε σε περίπτωση που άλλαζε γνώμη, ο Ντέιβιντ Χάντερ απάντησε ότι ήταν «κάτω από μεγάλη πίεση» και ότι υπήρχαν κάποια πράγματα που δεν μπορούσε να θυμηθεί ως αποτέλεσμα ενός εγκεφαλικού επεισοδίου.
Σημείωσε επίσης ότι είχε πει στη σύζυγό του ότι αν πέθαινε, θα έπρεπε να αυτοκτονήσει, λέγοντάς της: «Δεν θέλω να ζω χωρίς εσένα για το υπόλοιπο της ζωής μου».
Νωρίτερα στη δίκη, κατατέθηκε πως επικοινώνησε με τον αδελφό του στο Facebook για να του πει ότι είχε σκοτώσει τη σύζυγό του και στη συνέχεια προσπάθησε να αυτοκτονήσει στο σπίτι τους στην Τρεμιθούσα.
Η κυπριακή αστυνομία ειδοποιήθηκε από την Ιντερπόλ στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 18 Δεκεμβρίου 2021. Το ζευγάρι είχε μετακομίσει από το Ashington στην Πάφο πριν από 20 χρόνια.
Αφού ολοκληρώθηκε η διαδικασία, ο 75χρονος μιλώντας σε δημοσιογράφους για την κατάθεση, δήλωσε: «Είπα την πλευρά μου, αυτό ήθελα. Να τους πω πράγματα που δεν είχαν καν σκεφτεί».
Στο σπίτι της στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κόρη του ζευγαριού, Lesley Cawthorne, δήλωσε ότι ήταν «μια πολύ συναισθηματική εμπειρία να βλέπω τον πατέρα μου να πρέπει να ξαναζήσει τη χειρότερη μέρα της ζωής του».