Hπειρος, Aνω Περιστέρι, 1961. H Λαμπρινή, η Μαρία και η Ελένη γελούν κοιτάζοντας τον φωτογραφικό φακό. Η μικρότερη είναι ξυπόλυτη και κρατάει τα ταλαιπωρημένα παπούτσια της στο χέρι. «Αυτοί οι άνθρωποι που εμφανίζονται ξυπόλυτοι στις φωτογραφίες μου, προφανώς δεν πηγαίνουν σε beach party. Είναι ξυπόλυτοι επειδή τα παπούτσια ήταν πολύ ακριβά, και όσοι τα είχαν δεν ήθελαν να τα φθείρουν», μου λέει ο Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ.
«Kαι η ελπίδα που δηλώνει ο υπότιτλος του καινούργιου βιβλίου σας, “Η Ελλάδα μετά τον πόλεμο. Τα χρόνια της ελπίδας”, πού βρίσκεται;» τον ρωτάω.
«Αυτά τα χαμόγελα είναι η ελπίδα», απαντάει. Ταυτόχρονα ανοίγει το κινητό του τηλέφωνο και με υπερηφάνεια μού εξηγεί ότι περιέχει 95.000 φωτογραφίες. Παρά την προχωρημένη ηλικία του ο κ. ΜακΚέιμπ, ο Μπομπ για τους πολλούς φίλους του, είναι εξαιρετικός με την τεχνολογία. «Το τηλέφωνο έχει AI», μου εξηγεί. Καθώς οι εικόνες πολλών δεκαετιών φωτογραφικής δουλειάς τρέχουν κάτω από το δάχτυλό του, σταματάει σε ένα έγχρωμο πορτρέτο τριών μεσήλικων γυναικών. Κρατιούνται από το μπράτσο και κοιτάζουν ντροπαλά την κάμερα. Είναι εκείνα τα τρία κορίτσια που ο εικοσιεπτάχρονος Αμερικανός φωτογράφος συνάντησε τότε, σε μια σχετικά πρόσφατη λήψη που έγινε με αφορμή μια φωτογραφική έκθεση στο Μονοδένδρι. Τα χρόνια πήραν από το βλέμμα τη σπιρτάδα, τα χαμόγελα μίκρυναν, μολονότι ήταν όλες ποδεμένες και καλά ντυμένες.
Οταν έφθασα στην Ελλάδα, είχε μόνον 180.000 ξένους ετησίως, συμπεριλαμβανομένων των διπλωματών και των επαγγελματιών.
«Αναγνωρίζετε το πνεύμα της μεταπολεμικής Ελλάδας στη σύγχρονη;» τον ρωτάω.
«Σε μερικούς ανθρώπους, ναι», απαντάει. «Βεβαίως στην Αθήνα είναι πολύ απρόσωπες οι σχέσεις, όμως έχει και γειτονιές ήσυχες, σαν τα Αναφιώτικα. Υπάρχουν επίσης χωριά στην Ελλάδα χωρίς πολύ τουρισμό, όπου οι σχέσεις δεν έχουν αλλάξει. Σκεφτείτε πως όταν έφθασα στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1950, είχε μόνον 180.000 ξένους ετησίως, συμπεριλαμβανομένων των διπλωματών, των επαγγελματιών και των τουριστών. Ηταν πολύ συχνό φθάνοντας στα νησιά να μη συναντάμε άλλους ξένους επισκέπτες εκτός από εμάς. Ακόμη και στην αρχή της δεκαετίας του ’60, θυμάμαι ότι ο αδελφός μου, πηγαίνοντας στην Ιο, μου έγραψε ότι ανακάλυψε άλλο ένα παρθένο νησί. Πήγαμε εκεί με τον γιατρό μας από τη Νέα Υόρκη, που την τελευταία στιγμή ακύρωσε όλα τα ραντεβού του για να έρθει στην Ελλάδα. Κι ανακαλύψαμε ότι υπήρχαν πέντε Γάλλοι τουρίστες. Ο αδελφός μου αναστατώθηκε τόσο με την “πολυκοσμία” που ήθελε να φύγουμε αμέσως».
Ο Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ προέρχεται από δημοσιογραφική οικογένεια και στη ματιά του ενυπάρχει, εκτός της προσωπικής του αισθητικής, η επίγνωση ότι η φωτογραφική κάμερα αποτελεί μάρτυρα της Ιστορίας. Ο πατέρας του υπήρξε εκδότης της εφημερίδας New York Daily Mirror –από τις πρώτες που δημοσίευαν φωτογραφίες– και ο μικρός Μπομπ είχε στο σπίτι σκοτεινό θάλαμο για να εκτυπώνει τις φωτογραφίες του πολύ νωρίς.
Σπουδές Γαλλικής Φιλολογίας στο Πρίνστον, αγάπη για την Ευρώπη και τον πολιτισμό της. Η περιπετειώδης ψυχή της αμερικανικής νεολαίας των ’50s έσπρωξε τους δύο νεαρούς ΜακΚέιμπ –τον Μπομπ και τον μεγαλύτερο αδελφό του, Τσαρλς– να μπουν σε ένα καράβι και να φθάσουν έως την Ελλάδα. Ηταν περαστικοί, αλλά τελικά έμειναν εδώ ανακαλύπτοντας έναν τόπο αμόλυντο από τον μοντέρνο πολιτισμό. Ηταν η Ελλάδα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μια χώρα που γελούσε πλατιά παρά τις δυστυχίες της; Ή μήπως ήταν το φιλικό βλέμμα του φωτογράφου αυτό που κατάφερε να αιχμαλωτίσει στιγμές αθωότητας σε μια δύσκολη ζωή παιδεμένων ανθρώπων;
Ομορφη χώρα, αλλά βουτηγμένη στη φτώχεια
Η πλούσια έκδοση «Η Ελλάδα μετά τον πόλεμο. Τα χρόνια της ελπίδας» συνοδεύει την ομότιτλη φωτογραφική έκθεση του Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ στο συνεδριακό κέντρο του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών (ΕΠΚεΔ), η οποία εγκαινιάζεται στις 10 Ιουνίου. Στην Ελλάδα το βιβλίο εκδίδεται από τον «Πατάκη» με την αιγίδα του ΕΠΚεΔ, ενώ η αγγλόφωνη έκδοση θα κυκλοφορήσει πολύ σύντομα από τον οίκο Abbeville Press, που εκπροσωπεί τον συγγραφέα στη Νέα Υόρκη.
Στο εισαγωγικό του σημείωμα ο ΜακΚέιμπ περιγράφει την πρώτη του επίσκεψη στην Ελλάδα, καλοκαίρι του 1954, δέκα χρόνια από την αποχώρηση των Γερμανών και πέντε από το τέλος του Εμφυλίου. «Η Ελλάδα που πρωτοείδα ήταν βουτηγμένη στη φτώχεια. Αυτό ήταν εμφανές παντού. Συχνά όταν συζητούσες με έναν Ελληνα για την ομορφιά της χώρας του, ακολουθούσε ένα “ναι, αλλά είναι πολύ φτωχή” – και προς επίρρωση των λεγομένων του έτριβε τον αντίχειρα με τον δείκτη του», γράφει. Και συνεχίζει: «Αυτό που παρατήρησα ως επισκέπτης και μετά ζώντας στην Ελλάδα ήταν αρχικά μια αργή ανάκαμψη, αλλά στη συνέχεια μία αξιοσημείωτη ανάπτυξη και μεταμόρφωση σε μοντέρνο ευρωπαϊκό κράτος. Η Ελλάδα ήταν μία από τις φτωχότερες χώρες της Ευρώπης πριν από τον πόλεμο – ως εκ τούτου ο δρόμος ήταν μακρύς και δύσκολος».
Πάνω στο θέμα της σχέσης μνημείωσης και τεκμηρίωσης αναστοχάζεται στη συγκεκριμένη έκδοση ο πρόεδρος του ΕΠΚεΔ, καθηγητής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Παναγιώτης Ροϊλός, ο οποίος συμμετείχε και στην επιλογή των φωτογραφιών του βιβλίου. Αναφερόμενος στο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το υλικό, σχολιάζει πως στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 η χώρα άρχισε να ανακάμπτει σταθερά. «Οι σύμμαχοι, κυρίως οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί, προσέτρεξαν σε βοήθεια, αλλά όχι χωρίς να εξασφαλίσουν πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά οφέλη και προνόμια. Την περίοδο μεταξύ του τέλους του εμφυλίου πολέμου (1949) και της Μεταπολίτευσης το 1974, οι πολιτικοί θεσμοί στην Ελλάδα ουσιαστικά μόνο κατ’ όνομα ήταν δημοκρατικοί», γράφει.
Ωστόσο, παραδέχεται πως υπάρχει κάτι εγγενώς νοσταλγικό στην τέχνη της φωτογραφίας, που «συχνά προκαλεί μια επιθυμία για “επιστροφή” σε ένα αέναο παρόν χωρίς απουσίες, ρήγματα ή παρελθόν». Είναι εξιδανικευμένη η Ελλάδα που «είδε» η φωτογραφική κάμερα; Προφανώς, όπως συμβαίνει στην τέχνη, το δημιούργημα εμπνέεται και γονιμοποιείται από τις φαντασιώσεις του δημιουργού. Ετσι, όπως καταλήγει ο κ. Ροϊλός, η συγκεκριμένη τέχνη «προσδίδει στα προϊόντα της μια μεταιχμιακή λειτουργία μεταξύ τεκμηρίων και μνημείων».
Αυτό που παρατήρησα ως επισκέπτης ήταν αρχικά μια αργή ανάκαμψη, αλλά στη συνέχεια μια μεταμόρφωση σε μοντέρνο ευρωπαϊκό κράτος.
Την έρευνα για τη μεταπολεμική Ελλάδα έκανε γι’ αυτή την έκδοση η δημοσιογράφος Κατερίνα Λυμπεροπούλου. Με αφορμή μια φωτογραφία, την ασπρόμαυρη εικόνα ενός εργάτη που δουλεύει εντατικά στους χώρους του Ηρωδείου, το οποίο προοριζόταν στα μέσα της δεκαετίας του ’50 να γίνει κέντρο του νεοσύστατου Φεστιβάλ Αθηνών, ορίζει το 1955 «ως μεταβατικό χρονικό σημείο μεταξύ μιας εποχής τρομακτικών δεινών που έδυε και μιας νέας, ελπιδοφόρας ανασυγκρότησης που ανέτελλε».
Το κείμενό της για τη γνωριμία του φωτογράφου με την Ελλάδα, καταλήγει στο σημείο από το οποίο συμβαίνει να ξεκινάει το δικό μας κείμενο: στο Ανω Περιστέρι Ηπείρου και τη συνάντηση με τη Λαμπρινή, τη Μαρία και την Ελένη. «Οι τρεις μικρές φίλες είναι ντυμένες με ρούχα που μάλλον έφτιαξαν οι μητέρες τους. Παρότι είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι οικογένειές τους θα είχαν μετρήσει απώλειες τα δύσκολα χρόνια που είχαν προηγηθεί, τα χαμογελαστά τους πρόσωπα φέρουν τη χαρά της ζωής, που ύστερα από κάθε εμπόδιο βρίσκει τον τρόπο να συνεχίζεται με ακόμη μεγαλύτερη ορμή απ’ ό,τι πρωτύτερα», καταλήγει η κ. Λυμπεροπούλου.
Την ημέρα των εγκαινίων της έκθεσης στο ΕΠΚεΔ θα προηγηθεί ημερίδα με θέμα «Η μεταπολεμική Ελλάδα του Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ» με συζήτηση στρογγυλής τραπέζης.
Eπίσης εγκαινιάζεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών η έκθεση «Οι Δελφοί τη δεκαετία του 1950 με τον φακό του Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ».
Όσοι ανέλαβαν από εκείνη την εποχή έως σήμερα, μας βουτάνε κάθε μέρα στη φτώχεια και τα δανεικά
Εξαιρετικες φωτογραφίες. Μπραβο!