Αυξημένη από πέρυσι αλλά μικρότερη από την αντίστοιχη του 2019 θα είναι η άμεση συμβολή των τουριστικών εισπράξεων το 2023 στο πραγματικό ΑΕΠ της χώρας, ακόμα και λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση του επιπέδου των τιμών, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Eurobank.
Βάσει των στοιχείων του πρώτου τετραμήνου του 2023, η Eurobank εκτιμά ότι οι εισπράξεις του 2023 θα ξεπεράσουν αυτές του 2019, καθώς συνεχίζεται μια εντυπωσιακή μεταπανδημική ανάκαμψη από πέρυσι. Η αύξηση των τουριστικών εισπράξεων θα είναι αποτέλεσμα της αύξησης του αριθμού των εισερχόμενων τουριστών και της αναλογικά μικρότερης μείωσης της δαπάνης ανά ταξίδι, μιας γενικότερης τάσης που έχει διαμορφωθεί στον εγχώριο τουριστικό κλάδο εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία.
Δεν διαφαίνεται ωστόσο μετάβαση σε «ποιοτικότερο» τουρισμό (δηλαδή μικρότερος αριθμός επισκεπτών με μεγαλύτερη δαπάνη ανά ταξίδι), καθώς από τεχνικής άποψης, η αυξητική τάση των εισπράξεων μπορεί να αποδοθεί κυρίως σε «ποσοτικούς» παρά σε «ποιοτικούς» παράγοντες: αν και η ονομαστική μέση δαπάνη των επισκεπτών στη χώρα μας ανά ημέρα παραμονής σε αυτή δεν φαίνεται να έχει μεταβληθεί σημαντικά την περίοδο 2005–2022 για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από την ΤτΕ (2005–2010: €71,4˙ 2011–2016: €72,1˙ 2017–2022: €73,5 κατά μέσο όρο), η μέση διάρκεια της παραμονής τους έχει μειωθεί από 9,9 διανυκτερεύσεις κατά μέσο όρο την περίοδο 2005–2010, σε 7,9 διανυκτερεύσεις την περίοδο 2011–2016 και σε 7,6 διανυκτερεύσεις την περίοδο 2017–2022 (7,1 εξαιρουμένων των 2020 και 2021).
Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν διαφαίνονται κάποια σημάδια που να υποδεικνύουν μια συστηματική «επιμήκυνση» της τουριστικής περιόδου, αυτό αποτελεί άλλη μια ένδειξη της ανάγκης για μετάβαση σε ένα πιο ποιοτικό και αειφόρο υπόδειγμα λειτουργίας και ανάπτυξης του τουρισμού στη χώρα μας.
Ο κλάδος του τουρισμού έχει καθοριστική συμβολή στην ελληνική οικονομία, με την άμεση συνεισφορά του να ξεπερνά το 10% του ΑΕΠ, ενώ αν ληφθούν υπόψη και οι δευτερογενείς επιδράσεις αγγίζει το 20% του ΑΕΠ.