Έπειτα από μια μεγάλη καριέρα, ο σημαντικός ηθοποιός είναι έτοιμος για τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επίδαυρο, με τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ».
Με τον Δημήτρη Καταλειφό συναντιόμαστε στο Παγκράτι, στο ίδιο μέρος που πάντα κάνει τα ραντεβού του ‒ απ’ όλες τις συνήθειες που διατηρεί και πολλές από αυτές τον έχουν καθορίσει, η μόνη «καταπληκτική», την οποία λυπάται που έκοψε, είναι το κάπνισμα. Στο τραπέζι έχω τις τρεις ποιητικές του συλλογές και εκείνος τον Οιδίποδα επί Κολωνώ. Ετοιμάζεται να υποδυθεί τον πολύπαθο ήρωα του Σοφοκλή στους Δελφούς στις 27 Ιουλίου και στην Επίδαυρο στις 4 και 5 Αυγούστου, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα.
— Δημήτρη, τα τελευταία χρόνια παρατηρώ ότι έχεις γίνει πιο εξωστρεφής, κάπως έχει αλλάξει η εικόνα που είχα για σένα πριν από τριάντα χρόνια. Γράφεις πολύ προσωπικά ποιήματα, ζωγραφίζεις, μιλάς πιο ανοιχτά, δουλεύεις διαρκώς με νεότερους, με νέα έργα. Ισχύει;
Νομίζω ότι το διάστημα που καθίσαμε, του κορωνοϊού, απεδείχθη πολύτιμο για κάποιους ανθρώπους, στους οποίους βάζω και τον εαυτό μου. Για πολλά χρόνια δούλευα κάθε μέρα, δεν είχα κάτσει ποτέ να σκεφτώ τι έκανα, τι ήθελα να κάνω, τι είναι η ζωή μου, πού πάει, τι γίνεται. Αυτή η παύση γέμισε μνήμες, σκέψεις και απώλειες που ήταν καθοριστικές για τη ζωή μου, όλος αυτός ο χρόνος που μου δόθηκε με έκανε να συνειδητοποιήσω πολλά πράγματα, να πάρω κάποιες αποφάσεις και να αλλάξω σε κάποια πράγματα. Όταν είσαι νεότερος έχεις κάποιες εμμονές, ξιπάζεσαι με κάποια πράγματα, θεωρείς ότι είσαι πολύ εκλεκτικός. Τελικά, άρχισα να κατανοώ ότι είμαστε όλοι τόσο κωμικοτραγικοί, πάσχουμε από τους ίδιους φόβους, τα ίδια προβλήματα. Αυτά και μια περιπέτεια με την υγεία μου με έκαναν να μπω σε διαδικασία συμφιλίωσης, να κάνω και ένα άνοιγμα, όπως είπες. Αυτό συνέβη και καλλιτεχνικά και ελπίζω, όσο έχω υγεία, να γίνεται όλο και περισσότερο, γιατί είναι τόσο ωραίο πράγμα οι συναντήσεις.
Όταν είσαι νεότερος έχεις κάποιες εμμονές, ξιπάζεσαι με κάποια πράγματα, θεωρείς ότι είσαι πολύ εκλεκτικός. Τελικά, άρχισα να κατανοώ ότι είμαστε όλοι τόσο κωμικοτραγικοί, πάσχουμε από τους ίδιους φόβους, τα ίδια προβλήματα. Αυτά και μια περιπέτεια με την υγεία μου με έκαναν να μπω σε διαδικασία συμφιλίωσης
— Τις είχες στερηθεί τις συναντήσεις; Εννοώ μπήκες πολύ νέος σε σχήματα πολύ κλειστά και με έναν ελιτισμό, αν μου επιτρέπεις να το πω έτσι. Καθόρισαν, εκτός από την καλλιτεχνική σου διαδρομή, και τον χαρακτήρα σου;
Εννοείται ότι με καθόρισαν, όχι τόσο με την έννοια του ότι «οι άλλοι είναι κατώτεροι» όσο ότι ήμασταν πολύ προσηλωμένοι σε κάτι και δεν θέλαμε να διασπαστεί η προσοχή μας, να ασχοληθούμε με τίποτε άλλο. Για να μιλήσω για τον εαυτό μου, ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι σνομπάρω, ένιωθα ότι με τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργαζόμουν μας συνέδεε μια συγγένεια ως προς τις ανάγκες και την αφοσίωση, ήταν μια μορφή τρέλας και εμμονής, δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι ξεχωρίζω ή ότι είμαι ανώτερος. Αυτού του είδους η συγγένεια ήταν πολύτιμη εκείνα τα χρόνια, ήμουν ο μικρότερος σε αυτές τις ομάδες και δουλεύοντας με αυτούς τους ανθρώπους ζυμώθηκα, ήταν σαν να μπήκα στο πανεπιστήμιο.
— Μέσα στην ίδια σχεδόν συνθήκη γεννήθηκε και η Σκηνή και το Εμπρός, δυο θέατρα ιστορικά με τα οποία συνδέθηκες από την ίδρυσή τους. Ευνοούσε η εποχή αυτές τις απόπειρες;
Μια και το λες, θυμάμαι ότι κάναμε πρόβες με τον Λευτέρη (σ.σ. Βογιατζή) στο Φάληρο προτού ανοίξει η Σκηνή και ακούγαμε τους πανηγυρισμούς από τη Συγγρού ‒ είχε κερδίσει το ΠΑΣΟΚ, υπήρχε η ελπίδα της αλλαγής. Φυσικά, από εκείνη την εποχή βγήκε η Μερκούρη και τα επιχορηγούμενα θέατρα, τα οποία ήταν πολύτιμα, γιατί, αν δεν υπήρχαν οι επιχορηγήσεις, δεν θα είχε γίνει τίποτε από όλα αυτά που συζητάμε. Η συγκεκριμένη περίοδος ήταν πολύ σημαντική για το θέατρο, ήταν από τις ελάχιστες φορές που το κράτος ευαισθητοποιήθηκε όσον αφορά την τέχνη τη σωστή στιγμή.
— Και οι δυο αυτές περιπτώσεις ομάδων σημαδεύτηκαν από τραύματα, ανθρώπους που χώρισαν με δραματικό τρόπο. Αναφέρω αυτές τις απώλειες γιατί έπαιξαν ρόλο και σε ό,τι έκανες στη συνέχεια.
Ήταν πολύ τραυματικές. Η δεύτερη, του Εμπρός, ήταν πιο τραυματική γιατί εγώ με τον Τάσο (σ.σ. Μπαντή) ήμασταν πολύ φίλοι και αυτό δεν μέτρησε στη διάλυση. Αυτό που με χαροποιεί είναι ότι με το πέρασμα του χρόνου ο Τάσος κατάλαβε ότι είχε κάνει ένα τεράστιο λάθος, ήρθαμε κοντά και μετά, όταν αρρώστησε, μιλούσαμε και κάπως γλύκανε αυτός ο χωρισμός, δεν ήταν όπως στην αρχή. Αυτό όμως που μπορώ να πω και για τις δύο περιπτώσεις είναι ότι η φιλοδοξία στο θέατρο μερικές φορές είναι τόσο καταστροφική, αυτό το άτιμο το εγώ σε τυφλώνει τόσο που σε κάνει να ξεχνάς τι οφείλεις και σε ποιον, γιατί όλοι είχαμε συνεισφέρει σε αυτά τα σχήματα. Ξαφνικά, από μια ανάγκη να είσαι ο αρχηγός ‒γιατί εκεί μόνο μπορώ να το αποδώσω‒ πήγαν περίπατο όλα τα άλλα. Ήταν απόλυτο και δυνατό αυτό που συνέβη, και η ένωση και χωρισμός.
— Να τολμήσω να ρωτήσω αν θα το ξανάκανες;
Θα έλεγα ναι, θα ήθελα να το ζήσω αυτό, γιατί, εκτός απ’ όλο το κακό, πήρα πολύ σημαντικά πράγματα σε σχέση με το ίδιο το θέατρο, κι αυτό, τουλάχιστον εμένα, μου αρέσει. Δεν μετανιώνω, απλώς καταλαβαίνω πόσο αδύναμη είναι η ανθρώπινη φύση να αντέξει για πολύ καιρό αυτό το «εμείς». Το εγώ είναι αδυσώπητο, το βλέπεις σε έρωτες, γάμους, δεν θα το δεις σε μια ομάδα;
— Τελικά, Δημήτρη, ποιες ανάγκες καλύπτει η τέχνη και ποιες αφήνει απέξω;
Σίγουρα πιστεύω ότι δεν μπορείς να κάνεις τέχνη αν δεν λείπουν πράγματα από την πραγματική σου ζωή. Η έλλειψη, τα τραύματα, οι φόβοι, οι ανασφάλειες, οι ντροπές αυτά κάνουν κάποιον να έχει την ανάγκη της. Πιστεύω ότι κάτι πρέπει να μπάζει, κάτι να έχει διαστρεβλωθεί, κάπου να έχεις τραυματιστεί, αλλιώς τραβάς τον δρόμο σου, δεν εκθέτεις όλη σου την ύπαρξη. Το να θέλεις να είσαι άλλος κάθε βράδυ, να σε βλέπουν, να μεταμορφώνεσαι, όλα αυτά που σημαίνουν «ηθοποιία» νομίζω ότι συμπυκνώνουν την ανάγκη να ξεφύγεις από κάτι που σε πνίγει στην πραγματική ζωή. Το υπογράφω για τον εαυτό μου, σίγουρα. Η τέχνη αναπληρώνει μια θλίψη, έναν πόνο, κάτι που έχει τσαλακωθεί.
— Σε αυτό το πολύ πυκνό πλέγμα συναισθημάτων πώς μπαίνει η επιθυμία της ζωής; Διαβάζοντας τα ποιήματά σου το αναρωτήθηκα ‒ υπάρχουν ένα σωρό σκέψεις, αλλά πού έχουν πάει οι επιθυμίες;
Το θέατρο έχει την εξής ιδιαιτερότητα: κάνεις κάθε βράδυ, επί πάρα πολλούς μήνες, κάτι που καθορίζει τη ζωή σου. Πρέπει να είσαι πολύ συγκεντρωμένος, να μην έχεις ξοδευτεί, να μην έχεις πιει, να μην έχεις φάει πολύ, να μην έχεις κρυώσει. Χρειάζεται μια οικονομία και όσο το ζεις δεν παίρνεις χαμπάρι ότι στερείσαι άλλα πράγματα. Οι ηθοποιοί του θεάτρου στερούνται πολλά, εγώ θαυμάζω πολύ αυτούς που κάνουν οικογένεια και παιδιά, για μένα ήταν πολύ δύσκολο να υπάρχει η χρυσή τομή, ισορροπία. Όλο λες «λίγο αργότερα» και η ζωή περνάει. Ξαφνικά, κάνεις μια στάση, όπως με την πανδημία, και βλέπεις τι έχεις στερηθεί από την αληθινή ζωή.
— Διάβασα εδώ έναν στίχο σου, «ή την έχεις τη μελαγχολία ή δεν την έχεις».
Την έχω τη μελαγχολία, είμαι μοναχικός, αλλά έχω και μια λαχτάρα για επικοινωνία. Το δίπολο αυτό καθορίζει τη ζωή μου, είμαστε όλοι, νομίζω, δυο πράγματα. Το θέατρο σού δίνει τη δυνατότητα, αναπληρώνει μια επικοινωνία, είσαι ανάμεσα σε ανθρώπους, το κοινό είναι σαν ζεστή αγκαλιά, συναναστρέφεσαι με άλλους ηθοποιούς. Χαίρομαι γιατί το έκανα ακολουθώντας τον δικό μου δρόμο, δεν έκανα παραχωρήσεις για να γίνω συμπαθής στον χώρο μου ή το κοινό, έγινε αυθεντικά όλο αυτό, αν δεν είναι βαριά αυτή η λέξη.
— Το ότι διδάσκεις έχει παίξει ρόλο σε αυτή την επικοινωνία;
Τεράστιο. Διδάσκω τριάντα χρόνια και η σχολή ήταν το μεγαλύτερο σχολείο. Πρώτα απ’ όλα έμαθα να παρατηρώ τα λάθη που κάνουμε οι ηθοποιοί, τα ίδια κάνουν τα παιδιά, πόσο σημαντικό είναι να μη ζητάς πράγματα γενικά και αόριστα. Η τέχνη μας, πάνω απ’ όλα, είναι η τέχνη μιας συνεννόησης, όσο πιο συγκεκριμένες είναι οι λέξεις και ο τρόπος που πλησιάζεις έναν άνθρωπο τόσο έρχεσαι κοντά του και καταλαβαίνετε ο ένα τον άλλον. Γνωρίζω κάθε χρόνο και μια νέα γενιά, βλέπω τις διαφορές από γενιά σε γενιά, με πολλά από αυτά αγόρια και κορίτσια έχουμε παίξει σε έργα, κι αυτή είναι η πιο ωραία ολοκλήρωση μιας σχέσης δάσκαλου – μαθητή. Αυτό που διαφοροποιεί αυτά τα παιδιά από τις δικές μας γενιές είναι ότι έχει χαθεί αυτός ο ρομαντισμός που υπήρχε στην εποχή μας, και δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό. Δεν έχουν τρομερές απαιτήσεις, αρκεί να βρούνε μια δουλειά, αυτό πάει με την εποχή μας ίσως. Η διδασκαλία κατέληξε να είναι τόσο πολύτιμη δραστηριότητα όσο και το να παίζω στο θέατρο. Και φυσικά αυτό υποκαθιστά με έναν τρόπο το ότι εγώ δεν έκανα παιδιά, δηλαδή πολλά από αυτά τα ένιωσα παιδιά μου. Μερικές φορές σκέφτομαι και στενοχωριέμαι ότι μπορεί να είμαι καλύτερος δάσκαλος από ηθοποιός.
Για μένα το ιδανικό είναι ο σκηνοθέτης να υποβάλει και όχι να επιβάλει. Να μπορούν οι ηθοποιοί να είναι δημιουργικοί, να έχουν ιδέες. Δεν μου αρέσει ο ηθοποιός να είναι εκτελεστικό όργανο της μεγαλοφυΐας κάθε σκηνοθέτη. Θαύμαζα αυτό που έλεγε ο Μινωτής, «το θέατρο είναι ένας ρεφενές», είμαστε ισοδύναμοι συνεργάτες. Ο σκηνοθέτης έχει την τελική ευθύνη ανθρώπων δημιουργικών, όχι σιωπηλών εκτελεστών, αυτό με απωθεί αφάνταστα.
— Είσαι μια σπάνια περίπτωση ηθοποιού, το ξέρεις. Οι μαθητές σου σε λατρεύουν. Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο, την τόλμη. Παίζεις για πρώτη φορά στην Επίδαυρο πρωταγωνιστικό ρόλο, μεγάλο και δύσκολο. Δεν το τολμούσες ως τώρα ή δεν το ήθελες;
Δεν είπα ποτέ με θέρμη «αχ, θέλω να παίξω στην Επίδαυρο». Αυτό το είδος μού είναι τρομερά γοητευτικό, αλλά και άγνωστο. Ένιωθα πάντα ‒και ακόμα το πιστεύω‒ ότι η τραγωδία θα ήθελε πολύ περισσότερο χρόνο, τουλάχιστον εγώ θα ήθελα συνθήκες πιο χρονοβόρες. Με τον Γιώργο (σ.σ. Σκεύα) έχουμε κάνει τέσσερα έργα, είπα «ας το τολμήσω κι εγώ». Αν και προτιμώ την τραγωδία σε κλειστό χώρο, με πολύ περισσότερο καιρό προετοιμασίας, έχω αγαπήσει το έργο, είμαστε ένας θίασος με ωραία χημεία ευτυχώς και είμαι ευχαριστημένος από το πώς πάνε τα πράγματα. Μέχρι τώρα είχα την ευτυχία να έχω παίξει πολύ καλούς συγγραφείς, ένα ζηλευτό ρεπερτόριο. Τώρα έχω λατρέψει και τον Σοφοκλή.
— Το ότι δεν έχεις σκηνοθετήσει πολύ είναι και αυτό θέμα τόλμης;
Εμένα μου αρέσει πιο πολύ να παίζω, αλλά τώρα, επειδή λιγοστεύει ο χρόνος, θέλω να τολμήσω λίγο, να σκηνοθετήσω, αν έχω περιθώριο, γιατί είναι κάτι που για πολλούς λόγους, και πρακτικούς και ανασφάλειας, δεν έκανα ως τώρα. Έπρεπε από τα 50 κι έπειτα να έχω τολμήσει πιο πολύ, το καταλογίζω στον εαυτό μου ως αρνητικό. Από την άλλη, ποτέ δεν μου άρεσε ο σκηνοθέτης να μπερδεύει τη σκηνοθεσία με την εξουσία.
— Ίσως απέφυγες έναν μεγάλο κίνδυνο.
Ακριβώς. Για μένα το ιδανικό είναι ο σκηνοθέτης να υποβάλει και όχι να επιβάλει. Να μπορούν οι ηθοποιοί να είναι δημιουργικοί, να έχουν ιδέες. Δεν μου αρέσει ο ηθοποιός να είναι εκτελεστικό όργανο της μεγαλοφυΐας κάθε σκηνοθέτη. Θαύμαζα αυτό που έλεγε ο Μινωτής, «το θέατρο είναι ένας ρεφενές», είμαστε ισοδύναμοι συνεργάτες. Ο σκηνοθέτης έχει την τελική ευθύνη ανθρώπων δημιουργικών, όχι σιωπηλών εκτελεστών, αυτό με απωθεί αφάνταστα. Όταν βγήκα στο θέατρο άρχισαν να μεσουρανούν οι σκηνοθέτες και έχω ζήσει σε αυτό το περιβάλλον. Παρ’ όλα αυτά, για μένα οι ηθοποιοί είναι οι βασιλιάδες του θεάτρου, τους αγαπώ πιο πολύ από τις σκηνοθεσίες και ως θεατής. Τι να τις κάνω εγώ τις σκηνοθεσίες όταν θυμάμαι τη Λαμπέτη, τη Νίκη Τριανταφυλλίδη, τον Μινωτή, τον Λευτέρη ως ηθοποιό, τη Λυδία Φωτοπούλου, τη Ράνια, την Όλια; Η ψυχή, η φωνή, το σώμα του ηθοποιού είναι το σήμα κατατεθέν μιας παράστασης, αυτό με συγκινεί.
— Στον Οιδίποδα, όταν πρωτοδιάβασες το έργο, τι σε συγκίνησε;
Μιλάει για πολλά, αλλά αυτό που με συγκινεί είναι η συνάντηση του ανθρώπου που είναι ο Οιδίποδας με μια πόλη που είχε την ανθρωπιά να τον καταλάβει, να τον δεχτεί. Δείχνει την Αθήνα να έχει το εξαιρετικό και σπάνιο χάρισμα να έχει ανθρωπιά. Και το ότι υπάρχει μια κοινωνία δίκαιη που δέχεται τον κατατρεγμένο άνθρωπο ο οποίος έχει όλα τα κακά της ζωής επάνω του.
Η σκληρή αλήθεια για τον Μάκη Ψωμιάδη: Αρχή
— Στο έργο ο Οιδίποδας αποκαλύπτει ένα μυστικό στον Θησέα. Δεν το μαθαίνουμε, αλλά φαντάζεσαι τι μπορεί να είναι;
Κατ’ εμέ, ότι είμαστε θνητοί, ότι ο άνθρωπος είναι ένα τίποτα, ότι είμαστε παίγνια της μοίρας και των θεών, άμα το καταλάβεις αυτό έχεις καταλάβει το νόημα της ζωής και της ύπαρξης. Και ότι σε έναν κόσμο με δικαιοσύνη και ανθρωπιά υπάρχει μια ελπίδα για το ανθρώπινο είδος. Νομίζω ότι πιο σπουδαίο μήνυμα δεν μπορείς να βρεις σε έργο.
— Και υπάρχει και ο χρόνος και το γήρας. Λέει το περίφημο τρίτο χορικό: «Καλύτερα ο άνθρωπος να μη γεννιέται, αλλά, έτσι και γεννηθεί, να μη γνωρίσει τα φριχτά γεράματα».
Ο χρόνος είναι πρωταγωνιστικό πράγμα σε αυτό το έργο. Νομίζω πως κι εμείς προς το τέλος θα καταλάβουμε τι ήταν ρε παιδί μου όλο αυτό που έχουμε ζήσει. Τότε κάνεις μια αποτίμηση, αν υπήρχε νόημα τελικά.
— Και στα ποιήματά σου υπάρχει κυρίαρχα η έννοια του χρόνου και της φθοράς, όπως και ο «μνησιπήμων πόνος» του Σεφέρη και οι απόντες.
Ναι, πρωταγωνιστεί ο χρόνος. Ξαφνικά ζωντάνεψαν οι απώλειες της ζωής μου, ήρθαν στη μνήμη μου πρόσωπα που δεν υπάρχουν πια. «Ο χρόνος παντοδύναμος αλλάζει όλα τα άλλα», λέει ο Οιδίποδας. Είναι, νομίζω, το μεγαλύτερο θέμα της ζωής, φέρνει όλες τις αλλαγές. Όταν περνάει η αφροσύνη της νιότης, σκέφτεσαι, θυμάσαι, συνειδητοποιείς τη φθορά του σώματός σου, των δικών σου ανθρώπων, υπάρχουν οι καθρέφτες να μας το θυμίζουν. Όλο αυτό με τον χρόνο δεν μπορεί πάρα να σε κάνει ευαίσθητο, μελαγχολικό, στοχαστικό, ειδικά όταν ασχολείσαι με ένα πράγμα όπως η τέχνη. Νομίζω από όλο αυτό βγήκαν αυτά τα ποιήματα.
Facebook Twitter Είμαστε στη διασταύρωση δύο πολύ διαφορετικών εποχών και κόσμων. Κι εγώ μπατάρω, είμαι διαρκώς μεταξύ της πραγματικότητας και ενός αθεράπευτου ρομαντισμού, ο οποίος μπορεί να είναι επιζήμιος και για μένα τον ίδιο. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LΙFO
— Σε τρομάζουν οι αλλαγές που φέρνει ο χρόνος;
Με τρομάζουν. Οι αποχωρισμοί από ανθρώπους, από το νεανικό σου σώμα και τα νεανικά σου όνειρα. Είναι μια διαρκής απώλεια η ζωή, αν κάτσεις και το σκεφτείς. Πριν από λίγο καιρό μού είπε ένας γιατρός «φλερτάρετε λίγο με την κατάθλιψη». Σαν να έγινε ένα κλικ μέσα μου και είπα «ασχολήσου με το τώρα. Άσε τι έγινε χθες, τι θα γίνει αύριο». Από εκείνη την ημέρα σαν να μπήκαν τα πράγματα στη θέση τους, είναι λίγο καλύτερα.
— Μη γελιόμαστε, είμαστε γενιές που προσπαθούμε να συμβαδίσουμε με μια εποχή τρομακτικών αλλαγών.
Ακριβώς. Η γενιά μας, εμείς, ζούμε σε μια εποχή που αλλάζει με τρομακτική ταχύτητα, είσαι με το ένα πόδι σε αυτά που ήξερες, που σε συγκινούσαν, που γνώριζες, και με το άλλο σε αυτά που έρχονται. Αυτή την εποχή νομίζω την έχουν διαμορφώσει τρία πράγματα. Το πρώτο είναι η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη, το δεύτερο ότι απομυθοποιήθηκε όλο αυτό που εμένα με έτρεφε ιδεολογικά, η ιδέα όλων αυτών των κρατών που είχαν κομμουνισμό και κατέρρευσαν, και το τρίτο οι μετανάστες. Εκτός από τις βαθιές τομές που συνέβησαν λόγω αυτών των πραγμάτων στην κοινωνία, άλλαξε η ηθική, η αισθητική, οι ιδεολογίες. Δεν θέλω να καταντήσω σαν κάτι γέρους που λένε «τότε, στα δικά μας χρόνια», από την άλλη διαμορφώνεται μια διαφορετική εποχή που ώρες-ώρες δεν θέλω να είμαι μέρος της, θέλω να αποσυρθώ, να μη με παίρνει αυτό το κύμα. Και είναι και ένα τέταρτο που έχει διαμορφώσει την εποχή, η τηλεόραση.
— Πώς το εννοείς;
Πιστεύω ότι συντελεί στη διαμόρφωση μιας εποχής που τα βλέπει όλα ως προϊόντα που θα πουλήσουν και θα έχουν επιτυχία. Είμαστε όλοι για πούλημα κι αυτό έχει κάτι θλιβερό. Θα ήθελα να με προστατεύσει η ζωή και η μοίρα και να μην το λουστώ πολύ. Προσπαθώ να είμαι στα πράγματα, αλλά δεν θέλω να αναγκαστώ να αλλάξω κάτι μέσα μου για να είμαι σε αυτά, θέλω να έχω και μια απόσταση.
— Νομίζω πως πρέπει να αποδεχτούμε ως σημάδι του χρόνου το ότι δεν μπορούμε να είμαστε μέσα σε όλα ‒ δεν μπορούμε και να τα καταλάβουμε όλα νομίζω.
Είμαστε στη διασταύρωση δύο πολύ διαφορετικών εποχών και κόσμων. Κι εγώ μπατάρω, είμαι διαρκώς μεταξύ της πραγματικότητας και ενός αθεράπευτου ρομαντισμού, ο οποίος μπορεί να είναι επιζήμιος και για μένα τον ίδιο. Άλλοτε είμαι μέσα και άλλοτε δεν αντέχω καθόλου. Μπορεί να είναι και της ηλικίας συμπτώματα, αλλά με εκνευρίζει αυτή η πόλη που είναι γεμάτη τουρίστες, που έχει γίνει απαίσια. Μισώ και σιχαίνομαι το ότι πρέπει να κλείνεις τραπέζι παντού, τρελαίνομαι όταν μου το λένε. Επίσης, θεωρώ αποτυχία τον Μεγάλο Περίπατο, τεράστιο λάθος που έκλεισε η Βασιλίσσης Όλγας και δεν μπορώ να διανοηθώ την Αθήνα χωρίς κινηματογράφους. Από την άλλη, είναι η πόλη μου, τη λατρεύω και δεν μπορώ να ζήσω αλλού.