Φως στα «σκοτεινά σημεία» του πιο πολύνεκρου σεισμού που σημειώθηκε στην Ελλάδα τα τελευταία 150 χρόνια επιχειρούν να ρίξουν οι επιστήμονες.
Πρόκειται για τον τριπλό σεισμό που χτύπησε το Ιόνιο πριν από ακριβώς 70 χρόνια, από τις 9 ως τις 12 Αυγούστου του 1953, με μεγέθη 6,3, 6,5 και 6,8 ρίχτερ, βυθίζοντας τη χώρα σε μια εθνική τραγωδία: ο Εγκέλαδος άφησε πίσω του 476 νεκρούς, χιλιάδες τραυματίες και ακόμη περισσότερους άστεγους, ισοπέδωσε την Κεφαλονιά – η οποία ανυψώθηκε κατά 60 εκατοστά -, την Ιθάκη και τη Ζάκυνθο, όπου στη συνέχεια ξέσπασε μεγάλη πυρκαγιά, μετέτρεψε σε ερείπια περισσότερα από 27.000 σπίτια σε σύνολο 33.000 και επέφερε μια ανεπανόρθωτη πολιτιστική καταστροφή εξαφανίζοντας ιστορικά μνημεία και αρχεία μεγάλης αξίας.
Ηταν τότε που οι τηλεγραφητές του ΟΤΕ έστελναν απελπισμένα μηνύματα στην Κεντρική Διοίκηση, «SOS βυθιζόμαστε», και που οι ανταποκριτές των εφημερίδων έγραφαν: «Κεφαλληνία, Ζάκυνθος, Ιθάκη δεν υπάρχουν πια». Δεν ήταν μόνο οι τρεις τρομεροί σεισμοί που δημιούργησαν σκηνές δαντικής Κόλασης στο Ιόνιο – εκκωφαντικοί θόρυβοι που θύμιζαν βομβαρδισμούς έβγαιναν επί μερόνυχτα από τα έγκατα της γης και τα πάντα σείονταν.
Ισραηλινά πλοία και ο αγγλικός στόλος έφτασαν αμέσως στην περιοχή για να παράσχουν βοήθεια, αμερικανικά ελικόπτερα έριχναν από αέρος τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης στους χειμαζόμενους κατοίκους, ενώ τα πρωτοσέλιδα της εποχής έκαναν λόγο για εικόνες βγαλμένες από τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι.
Επτά δεκαετίες μετά, μια σειρά σημαντικών ερωτημάτων σε σχέση με το φαινόμενο, όπως τα ακριβή επίκεντρα των σεισμών, το αν ενεργοποιήθηκαν ένα ή περισσότερα ρήγματα στην περιοχή και το κάθε πότε μπορεί να εκδηλώνονται εκεί σεισμικά γεγονότα τέτοιου μεγέθους, παραμένουν αναπάντητα. Μια επιστημονική ομάδα, με επικεφαλής τον δρα Γεράσιμο Παπαδόπουλο, μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου, επιχειρεί να τα διαλευκάνει πραγματοποιώντας παράλληλα τις ημέρες αυτές επιτόπια έρευνα στο νησί.
«Υπάρχουν ευρήματα»
«Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι την περίοδο που συνέβη ο σεισμός, το 1953, τα σεισμολογικά δίκτυα δεν ήταν τόσο αναπτυγμένα όσο σήμερα, με αποτέλεσμα τα στοιχεία που συνελέγησαν να είναι ελλιπή και σε κάποιες περιπτώσεις ανακριβή», εξηγεί ο δρ Γεράσιμος Παπαδόπουλος. «Παρά τα χρόνια που πέρασαν και τις αποσπασματικές προσπάθειες που έγιναν για να απαντηθούν κάποια ερωτήματα, σήμερα έχουμε περισσότερο εικασίες παρά αποδεικτικά στοιχεία. Πλέον αναζητούμε στοιχεία που θα μας δώσουν τις απαντήσεις μέσα από μια έρευνα, η οποία βρίσκεται σε αρχικό στάδιο, όμως μας έχει ήδη αποδώσει κάποια ευρήματα».
Η τραγωδία του 1953 εκτυλίχθηκε σε τρεις φάσεις: όλα ξεκίνησαν το πρωί της 9ης Αυγούστου, όταν ένας δυνατός σεισμός – μεγέθους 6,3 ρίχτερ, σύμφωνα με την εκτίμηση του International Seismological Center του Ηνωμένου Βασιλείου – προκάλεσε σοβαρές καταστροφές κυρίως στην Ιθάκη αλλά και στην Κεφαλονιά. Δύο ημέρες αργότερα, στις 05.32 τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου, ένα νέο, ακόμη ισχυρότερο χτύπημα του Εγκέλαδου, μεγέθους 6,5 ρίχτερ, έσπειρε πανικό στους κατοίκους του Ιονίου και συνέχισε το καταστροφικό του έργο, αυτή τη φορά στην Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο. Και ενώ οι περισσότεροι θεωρούσαν πως το κακό είχε περάσει, το επόμενο πρωί, έπειτα από μια δόνηση της τάξεως των 5 ρίχτερ, ακολούθησε ο «εξαιρετικά καταστροφικός σεισμός» των 6,8 ρίχτερ στην Κεφαλονιά.
«Ερώτημα αν ήταν μόνο ένα ρήγμα»
«Αυτές τις μέρες μάς απασχολεί το ερώτημα αν ήταν μόνο ένα ρήγμα που έσπασε διαδοχικά, προκαλώντας τις τρεις σεισμικές δονήσεις, ή περισσότερα από ένα. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον εξής λόγο: σε περίπτωση που οι σεισμοί εκείνοι προκλήθηκαν από ένα ρήγμα το οποίο έσπασε σε τρία διαδοχικά τμήματα το 1953, τότε θα μπορούσε σε μια μελλοντική ενεργοποίηση να σπάσει ξανά, αλλά αυτή τη φορά μονομιάς με μεγαλύτερο μέγεθος σεισμού της τάξεως των 7-7,2 ρίχτερ ή και μεγαλύτερο. Επομένως, το αν έχουμε να κάνουμε με ένα ή περισσότερα ρήγματα έχει όχι μόνο επιστημονικό ενδιαφέρον αλλά και μεγάλη αξία για τον σχεδιασμό της πολιτικής προστασίας», εξηγεί ο κ. Παπαδόπουλος.
«Ξεκινώντας από το γεγονός ότι στην Ανατολική Κεφαλονιά υπάρχει ένας βράχος ο οποίος μετά τον σεισμό ανυψώθηκε κατά 40-60 εκατοστά, αναζητούμε και άλλες παράκτιες τοποθεσίες με παρόμοιες ανυψώσεις», λέει ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος.
«Πράγματι έχουμε εντοπίσει τέτοιες σε όλο το μήκος της ανατολικής ακτής του νησιού. Ετσι αρχίζουμε να έχουμε μια σοβαρή ένδειξη για το πού βρισκόταν το ρήγμα που προκάλεσε τον τρίτο και ισχυρότερο σεισμό και ποια ήταν η διεύθυνσή του. Αξιοποιώντας, παράλληλα, τη διαφορετική κατανομή των βλαβών στην Ιθάκη, στην Κεφαλονιά και στη Ζάκυνθο και συνδυάζοντας τα ευρήματα της επιτόπιας έρευνας με ιστορικές μαρτυρίες, σχηματίζουμε πλέον μια εικόνα: θεωρούμε ότι κατά τη διάρκεια του φαινομένου ενεργοποιήθηκαν τουλάχιστον δύο ρήγματα. Οι πρώτες ενδείξεις δείχνουν ότι αυτά τα δύο ενεργοποιήθηκαν στον θαλάσσιο χώρο, το ένα μεταξύ Κεφαλονιάς και Αιτωλοακαρνανίας – που προκάλεσε τον μεγάλο σεισμό των 6,8 ρίχτερ και που αναμένουμε να έχει μήκος τουλάχιστον 40 χιλιομέτρων – και το δεύτερο μεταξύ Ιθάκης και Αιτωλοακαρνανίας που ευθυνόταν για τον πρώτο σεισμό στην Ιθάκη. Διατηρούμε ακόμη αμφιβολίες για το αν ο δεύτερος σεισμός προήλθε από το πρώτο ρήγμα ή από κάποιο άλλο».
Οι επιστήμονες θα επιχειρήσουν στη συνέχεια να διαπιστώσουν αν το ένα ρήγμα ενεργοποίησε το άλλο δοκιμάζοντας διάφορα μοντέλα μεταφοράς τάσεων, ενώ παράλληλα προσπαθούν να εντοπίσουν και ίχνη από τους παλαιότερους ισχυρούς σεισμούς που συνέβησαν κατά το ιστορικό παρελθόν στην περιοχή: το 1630, το 1767 και το 1867. «Εχουμε την εικόνα ότι οι μεγάλοι σεισμοί στην περιοχή γίνονται κάθε 100, συν – πλην 20, χρόνια», λέει ο δρ Γεράσιμος Παπαδόπουλος.
«Κάποιοι από αυτούς έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους σε παλαιότερες ανυψώσεις και η περαιτέρω εξέτασή τους θα αποβεί καταλυτική για να ερμηνευτεί η συμπεριφορά των σεισμικών ρηγμάτων που υπάρχουν εκεί».
Γιατί ο Σακελλάριος μίσησε τη ρίγανη
Ενδεικτική της κατάστασης που επικρατούσε στα σεισμόπληκτα νησιά του Ιονίου το 1953 είναι μια αναφορά του Αλέκου Σακελλάριου, ο οποίος είχε μεταβεί ως ρεπόρτερ στη Ζάκυνθο για να καλύψει τις εξελίξεις μετά τον σεισμό.
Με το που έφτασε εκεί, όπως είχε διηγηθεί ο ίδιος, ο Ερυθρός Σταυρός τούς μοίρασε μάσκες με μυρωδιά ρίγανης για να μπορέσουν να προστατευτούν από τη δυσωδία και τη σκόνη. Αυτή τη μυρωδιά της ρίγανης αναμεμειγμένη με τη μυρωδιά που ανέδιναν τα πτώματα δεν την ξέχασε ποτέ και τον έκανε να μην ξαναφάει ρίγανη ποτέ στη ζωή του…
Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»