Συμπεράσματα του Συνεδρίου «Θησαυροί από το Κοργιαλένειο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Αργοστολίου» (22-24/09/2023) …ή μια κραυγή αγωνίας για τη σωτηρία του Μουσείου
Ηλίας Τουμασάτος
Εκφωνήθηκε την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023, στην καταληκτήρια συνεδρία, στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη Αργοστολίου
Αγαπητοί σύνεδροι, αγαπητοί συμπολίτες,
Το Επιστημονικό Συνέδριο «Θησαυροί από το Κοργιαλένειο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Αργοστολίου» ολοκληρώνει τις εργασίες του – κι όλοι όσοι συμμετείχαμε σ’ αυτό είτε με ανακοίνωση είτε παρακολουθώντας το οφείλουμε ευχαριστίες στην Οργανωτική Επιτροπή του Συνεδρίου: Την αφυπηρετήσασα αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Έφορο του Κοργιαλενείου Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου κ. Δώρα Μαρκάτου, την επιμελήτρια των Συλλογών του Κοργιαλενείου Μουσείου κ. Θεοτοκούλα Μουλίνου και την κ. Κάτε Αντωνέλου, Ειδική Γραμματέα του Κοργιαλενείου Διοικητικού Συμβουλίου. Δίχως την ακάματη προσπάθεια των τριών τους θα ήταν αδύνατη η πραγματοποίηση αυτού του εγχειρήματος. Ευχαριστίες οφείλονται και στην συνδιοργανώτρια Περιφερειακή Ενότητα Κεφαλονιάς και Ιθάκης, που χρηματοδότησε την προσπάθεια, αλλά και σε όλους τους ανθρώπους που πλαισίωσαν τη διεξαγωγή του συνεδρίου.
Στις εικοσιοχτώ ανακοινώσεις που παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο αυτό, είχαμε για πρώτη φορά μετά από εξήντα περίπου χρόνια λειτουργίας του Μουσείου να παρακολουθήσουμε ένα ολοκληρωμένο συνέδριο ΓΙΑ ΤΟ Μουσείο, και για μερικούς μόνο από τους θησαυρούς του. Με τη βοήθεια ειδικών επιστημόνων πήραμε μια γεύση για τον πλούτο του Μουσείου, καθώς «φωτίστηκαν» πολλές από τις συλλογές του, αναδεικνύοντας την πολυθεματικότητα του Μουσείου και την προσπάθειά του να αναπαραστήσει τη «μεγάλη εικόνα», τη ζωή της προσεισμικής Κεφαλονιάς στο σύνολό της, από τα απλά αντικείμενα της καθημερινότητας και τα γεωργικά εργαλεία μέχρι κορυφαία έργα κοσμικής και εκκλησιαστικής τέχνης.
Τις διαφωτιστικές εισαγωγικές ανακοινώσεις για να κατανοήσουμε το πλαίσιο ίδρυσης και λειτουργίας, αλλά και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της τοπικής μας κοινωνίας και κουλτούρας διαδέχτηκαν εστιασμένες ανακοινώσεις γύρω από πολλές θεματικές περιοχές: Τα αρχαιολογικά αντικείμενα, ειδώλια κυρίως από τη συλλογή Φραγκίσκου και Στέφανου Βαλλιάνου. Τα πολύτιμα έργα εκκλησιαστικής τέχνης, φορητές εικόνες, ελληνικής και ρωσικής τέχνης τόσο της κυρίως έκθεσης όσο και των συλλογών, αλλά και τα δύο μοναδικά κειμήλια που φυλάσσονται στην Αίθουσα Συναυλιών της Βιβλιοθήκης, το τέμπλο του Ιερού Ναού Αγίου Ανδρέα της οικ. Σδριν στον Κατελειό, και η κόχη του Ι.Ν. Αγίου Ανδρέα από την Καρυά Ερίσου. Έπειτα, τα έργα σύγχρονης τέχνης και μικροτεχνίας που φιλοξενούνται στο Μουσείο, αλλά και ζητήματα και εκθέματα γύρω από την ενδυμασία και την κεντητική τέχνη. Τέλος, μουσικά όργανα και υλικό γύρω από τη μουσική, αλλά και πληροφορίες που έρχονται από το πολύτιμο αρχειακό κομμάτι του Μουσείου. Αρχείο ιστορικών εγγράφων, εντύπων και φωτογραφιών, που συνεισέφεραν και συνεισφέρουν στην επιστήμη της Ιστορίας με νέες πληροφορίες.
Εστιάζοντας σε συγκεκριμένα τεκμήρια, διερευνώντας την ιστορικότητά τους, αναζητώντας τους δεσμούς τους με την εποχή τους, την προέλευσή τους, τις προσωπικότητες και τις οικογένειες των ευεργετών που δώρισαν ή κληροδότησαν τα αντικείμενα ή τις συλλογές, μπορεί να διακρίνει κανείς τον πολύπλευρο χαρακτήρα του Μουσείου, τον πολυπρισματικό τρόπο που οι διαφορετικές συλλογές του προσπαθούν να φωτίσουν και να αναδείξουν τον πολιτισμό των Κεφαλλήνων, έναν πολιτισμό που ξεπερνάει τα τοπικά όρια του νησιού, που συνδέεται κυρίως με τους ανθρώπους, με την κινητικότητά τους στην Ευρώπη και πέρα απ’ αυτήν, με την αλληλεπίδρασή τους με τη Δύση. Το Κοργιαλένειο Μουσείο δεν είναι ένα Μουσείο του τόπου, είναι ένα Μουσείο των Ανθρώπων.
Αυτή η επιστημονική ενατένιση του παρελθόντος πλαισιώθηκε και με τη βιωματική εμπειρία: την έκθεση «Δαντέλες από ίνες αθανάτου» από το Χαροκόπειο Εργαστήριο και την κ. Στάμω Σκλαβουνάκη, αλλά και τους παραδοσιακούς χορούς από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Κρανιάς «Ο Μπάλλος» σε επιμέλεια Ελένης Λιναρδάτου και Εύης Πεφάνη, αλλά και τις μουσικές του Λαμπρογιάννη Πεφάνη, του Παναγή Σκλάβου και του Χαράλαμπου Κακαρούμπα.
Δεν θα πρέπει όμως να παραλείψουμε και τον διάλογο με το σήμερα. Που ήρθε μέσα από την έκθεση «Συνομιλίες», όπου στον χώρο του Μουσείου εφτά σύγχρονοι καλλιτέχνες, ο Αλέξης Αυλάμης, ο οποίος φιλοτέχνησε και την αφίσα του Μουσείου, ο Πάνος Γεωργόπουλος, η Στέλλα Κομηνά, ο Βασίλης Λουκάτος, η Ισμήνη Μπονάτσου, η Μαρίνα Στελλάτου και η Ελένη Χουρμούζη, μας χάρισαν μια απολαυστική συνύπαρξη των τεκμηρίων του χθες με το καλλιτεχνικό τους αποτύπωμα στο σήμερα. Αυτό που θα πρέπει να είναι ένα σύγχρονο μουσείο, πέρα από τις μόνιμες εκθέσεις και το τμήμα της τεκμηρίωσής του: Ένας δημιουργικός διάλογος με καλλιτέχνες και επιστήμονες του παρόντος, μια ώσμωση που δείχνει τον δρόμο για το μέλλον. Το Μουσείο γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο, και ασφαλώς με τη διασύνδεσή του με τις νέες γενιές, και μέσω της εκπαίδευσης και της τέχνης, καλός αγωγός πολιτισμού.
Η γεύση που πήραμε από την αξία των μουσειακών θησαυρών του Κοργιαλενείου είναι ελάχιστη βέβαια. Ένα μικρό δείγμα από τη γνώση που μπορούμε να αποκομίσουμε από τις χιλιάδες των τεκμηρίων που φιλοξενεί το Κοργιαλένειο Μουσείο, και εκείνων που εκτίθενται και εκείνων που λόγω έλλειψης χώρου δεν μπορούν να εκτεθούν.
Γιατί πάντοτε το Μουσείο τροφοδοτούσε με προθυμία τους ερευνητές της τοπικής μας Ιστορίας με υλικό από το Αρχείο του. Κάθε βιβλίο που έχει κυκλοφορήσει για την Ιστορία της Κεφαλονιάς περιέχει υλικό από το Αρχείο του Μουσείου. Ήταν καιρός λοιπόν η επιστήμη, που τόσα έχει λάβει από το Μουσείο αυτό, να του ανταποδώσει όσα εκείνο απλόχερα της χάρισε.
Το Μουσείο μας «υπάρχει» όχι μόνο σε όλα τα βιβλία, αλλά και σε ολόκληρο το Διαδίκτυο. Οι φωτογραφίες της προσεισμικής Κεφαλονιάς που βλέπουμε και μοιραζόμαστε όλοι στη μεγάλη τους πλειοψηφία προέρχονται από το αρχείο του, και θα τονίσω, δυστυχώς, χωρίς συχνά να μνημονεύεται η προέλευσή τους. Αυτό όμως δεν μειώνει την αξία της προσφοράς του Μουσείου στην πολιτιστική μας αυτογνωσία. Όλοι όσοι έχουμε γράψει κάτι για τον τόπο αυτό, οφείλουμε στο Μουσείο πολύτιμες πληροφορίες.
Καθώς ο ίδιος πέρασα μια δεκαετία σχεδόν της ζωής μου εργαζόμενος σε αυτό εδώ το κτήριο, θα ήμουν αγνώμων αν δεν εξέφραζα δημόσια την ευγνωμοσύνη μου για ό,τι αυτός ο χώρος μου έχει προσφέρει, σε επίπεδο γνώσης και έρευνας. Χρωστάω την οικοδόμηση της όποιας επιστημονικής μου ταυτότητας σ’ αυτή τη Βιβλιοθήκη και σ’ αυτό το Μουσείο, και νιώθω περήφανος που είχα την ευκαιρία να δουλέψω εδώ και να συνεργαστώ (και πριν και μετά το τέλος της εδώ παρουσίας μου) με όλες τις εφόρους του Μουσείου, όλες δυναμικές γυναίκες που είχαν να αντιπαλέψουν πολλές αντιξοότητες. Την αείμνηστη Ελένη Κοσμετάτου, που μέχρι τα βαθιά της γεράματα ερχόταν και συμπλήρωνε με υπομονή μέλισσας τις καρτέλες των αντικειμένων. Την κυρία Νίκη Ευθυμιάτου-Κατσούνη, που προσπάθησε σε πολύ δύσκολες στιγμές να επανεκκινήσει μια διαδικασία εξωστρέφειας, και την κυρία Κατερίνα Μαραβέγια-Κώστα, που προσπάθησε να αναβαθμίσει ψηφιακά το Μουσείο. Και, τέλος, την κυρία Δώρα Μαρκάτου, που μακάρι να μπορούσα να σας περιγράψω επακριβώς το μέγεθος της προσπάθειας και του αγώνα που δίνει, αφιλοκερδώς, όπως και οι προκάτοχοί της, και με προσωπικό μόχθο, για το αυτονόητο: Για να σωθεί αυτό το Μουσείο, που έχει τροφοδοτήσει με εργασίες όλους τους επιστήμονες, που οι φωτογραφίες του έχουν γίνει πρότυπα για αρχιτεκτονικά σχέδια, που έχει φιλοξενήσει όλες τις σπουδαίες προσωπικότητες, εγχώριες και διεθνείς, που έχουν επισκεφθεί την Κεφαλονιά.
Θέλω να μιλήσω και για μερικούς ακόμη ανθρώπους που είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ μαζί τους και προσέφεραν, ο καθένας με τον τρόπο του, στο Μουσείο μας. Κι αν υπάρχει, το χρωστάει και σ’ εκείνους. Ασφαλώς τον αείμνηστο Γεράσιμο Σταματάτο, τον ακάματο Γραμματέα του Κοργιαλενείου Ιδρύματος. Την κ. Ουρανία Κρεμμύδα, βιβλιοθηκονόμο και «ψυχή» του Μουσείου για χρόνια. Την κ. Ελένη Ροδοθεάτου, που φιλότιμα προσπαθούσε τις δεκαετίες που εργάστηκε στο Μουσείο να συντηρεί τα εκθέματα. Τον κ. Κωνσταντίνο Στάβερη, συντηρητή και διευθυντή τώρα του Βυζαντινού και Εκκλησιαστικού Μουσείου της Ι.Μ. Αγίου Ανδρέα Μηλαπιδιάς, που έσωσε και ανέδειξε πολλά από τα εκθέματα εκκλησιαστικής τέχνης. Αλλά και τον Σύλλογο Φίλων του Κοργιαλενείου Μουσείου, που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της πρόσφατα εκλιπούσης Μαριλής Σολομού. Για μένα το Μουσείο πάντοτε ήταν, είναι και θα είναι οι άνθρωποί του. Τίποτα δεν θα υπήρχε αν καθένας από τους ανθρώπους αυτούς δεν είχε βάλει το λιθαράκι του. Προσωπικά, και ως εργαζόμενος κάποτε εδώ αλλά και ως ερευνητής νιώθω ότι σε όλους οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ.
Το Μουσείο μας πάντοτε προσπαθούσε να μοιράζεται τους θησαυρούς του με την τοπική κοινωνία. Η Ελένη Κοσμετάτου συνέγραψε βιβλία, πολλά από τα οποία οι σύνεδροι θα έχετε μαζί σας στη συνεδριακή σας τσάντα. Η τρίτομη λευκωματική σειρά Κεφαλονιά, ένα Μεγάλο Μουσείο, βασίστηκε σε φωτογραφίες του Μαρίνου Κοσμετάτου από το αρχείο του Μουσείου και σε υλικό του ίδιου του Μουσείου. Μετά το 2000 έγινε μια μεγάλη προσπάθεια με την κυκλοφορία τριών λευκωμάτων από τα εκθέματα και το αρχείο του Μουσείου. Το πρώτο, Προσωπογραφίες και Συνθέσεις, σε επιμέλεια του Κώστα Ευαγγελάτου, περιέχει όλα τα έργα τέχνης του Ιδρύματος. Τα άλλα δύο, σε επιμέλεια του καθηγητή Γεωργίου Ν. Μοσχόπουλου, Η παλαιά Κεφαλονιά, ένας ατέλειωτος Αύγουστος και Αργοστόλι, Σεισμοί 1953: το τέλος και η αρχή μιας πόλης, αναδεικνύουν το φωτογραφικό αρχείο του Μουσείου για το προσεισμικό Αργοστόλι και τους σεισμούς του 1953.
Αλλά και στον ψηφιακό κόσμο, το Μουσείο μας είχε κάνει βήματα που δυστυχώς η δεκαετία της οικονομικής κρίσης συντέλεσε στο να χαθούν τα ίχνη τους. Το 2008 είχε ήδη ψηφιοποιηθεί το σύνολο των εκθεμάτων και του φωτογραφικού αρχείου, είχε αναπτυχθεί λογισμικό τεκμηρίωσης, ακόμη και εικονική περιήγηση στο προσεισμικό Αργοστόλι και ηλεκτρονική ξενάγηση στο Μουσείο. Όλα βρίσκονταν στον ψηφιακό κόμβο του Κοργιαλενείου Ιδρύματος www.corgialenios.gr – και επιπλέον υλικό ψηφιοποιήθηκε τρία χρόνια μετά. Δυστυχώς σήμερα τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι προσβάσιμο στο κοινό. Η δεκαετία της κρίσης δεν επέτρεψε να καταβληθούν τα -όχι μεγάλα- ποσά που απαιτούνταν για τη συντήρηση των ψηφιακών κόμβων, με συνέπεια πάρα πολλή δουλειά, για την οποία το Μουσείο είχε βραβευτεί από τη διαχειριστική αρχή της «Κοινωνίας της Πληροφορίας», να έχει χαθεί.
Αν χάθηκε το ψηφιακό Μουσείο, μπορούμε ίσως να το αποκαταστήσουμε. Αν χαθεί όμως το πραγματικό Μουσείο, η βλάβη θα είναι ανήκεστη. Από το Συνέδριο αυτό πήραμε μια μικρή γεύση για την αξία αυτού του Μουσείου, που δεν είναι απλώς μερικά φορέματα, εικόνες και κεντήματα ωραία τοποθετημένα, είναι μια καλά οργανωμένη κιβωτός της Ιστορίας και του πολιτισμού μας, μαζί με τη Βιβλιοθήκη και τα συστεγαζόμενα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Αυτή η Κιβωτός, αν και έχει αντέξει κατακλυσμούς, δεν είναι ούτε αιωνόβια ελιά, ούτε κέντημα από αθάνατο.
Το Μουσείο μας πρέπει να ζήσει. Και για να ζήσει πρέπει να το θυμόμαστε, όχι μόνον όταν αξιοποιούμε το υλικό του. Όχι μόνον όταν φωτογραφιζόμαστε με τους φιλοξενούμενους επισήμους, καμαρώνοντας για τον πολιτισμό του τόπου μας. Το μουσείο μας δεν είναι αυτονόητο ότι θα το έχουμε. Πρέπει και να το προσέχουμε. Και δεν το προσέχουμε όπως του πρέπει.
Η ιδιωτική πρωτοβουλία των ευεργετών, το μεράκι και ο μόχθος κάποιων ανθρώπων που οραματίστηκαν και έφτασαν ως εδώ το Μουσείο, και εκείνων των ανθρώπων που τώρα τραβούν το κουπί δεν αρκούν για να συντηρήσουν τις πολιτισμικές υποδομές. Το είχα πει και πριν είκοσι χρόνια, σε ένα από τα πρώτα συνέδρια που συμμετείχα, για τα Επτανησιακά κληροδοτήματα. Ο ευεργέτης μπορεί να δημιουργήσει υποδομές, δεν μπορεί όμως να εξασφαλίσει την εσαεί συντήρηση και ανάπτυξή τους σε έναν κόσμο που αλλάζει. Οι υποδομές του πολιτισμού, οι βιβλιοθήκες και τα μουσεία μας, είναι δημόσια αγαθά, που δεν μπορούν από τη φύση τους να λειτουργήσουν με όρους ελεύθερης αγοράς. Η Πολιτεία, είτε η κεντρική διοίκηση είτε η τοπική αυτοδιοίκηση οφείλει να μεριμνά για την συνέχιση της ύπαρξής τους. Οφείλει. Είναι υποχρεωμένη, όχι απέναντι στους ευεργέτες και στους ανθρώπους που δούλεψαν γι’ αυτούς τους φορείς. Αλλά απέναντι στους πολίτες της, που κινδυνεύουν, αν χαθούν αυτές οι κιβωτοί της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, να πάψουν να είναι ΠΟΛΙΤΕΣ και να είναι απλώς ΠΕΛΑΤΕΣ.
Αν θέλουμε ΠΕΛΑΤΕΣ και όχι ΠΟΛΙΤΕΣ, ας υπογράψουμε, όλοι μαζί, να κλείσουμε σήμερα το μεσημέρι για πάντα το Μουσείο και τη Βιβλιοθήκη μας και να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Αν θέλουμε όμως ΠΟΛΙΤΕΣ, πολίτες με ταυτότητα, πολίτες με συνείδηση της Ιστορίας, του παρελθόντος, πολίτες εξοπλισμένους για το μέλλον, πρέπει από αύριο κιόλας η Πολιτεία να κάνει κάτι.
Το Μουσείο μας χρειάζεται οπωσδήποτε νέο χώρο για να στεγαστεί. Χρειάζεται εκθεσιακούς χώρους για να αναδειχθούν τα εκθέματά του. Φανταστείτε, για παράδειγμα, μια μεγάλη αίθουσα με τις φωτογραφίες του προσεισμικού Αργοστολίου μεγεθυμένες και ψηφιακά επεξεργασμένες, μια αναπαράσταση του αστικού σαλονιού σε φυσικό μέγεθος, μια αναπαράσταση της αγροικίας, μια πινακοθήκη των σπουδαίων έργων του, με σύγχρονες προδιαγραφές. Το υλικό που διαθέτει το Μουσείο μπορεί να γεμίσει στρέμματα εκθεσιακών χώρων. Χρειάζεται αποθηκευτικούς χώρους, εργαστήριο συντήρησης, χρειάζεται χώρους για την τεκμηρίωση του υλικού.
Χρειάζεται ανθρώπους, ειδικούς, που θα δουλέψουν για να τεκμηριώνεται το υλικό, να υλοποιεί προγράμματα, να ξεναγεί τους επισκέπτες. Σκεφτείτε πόσο σπουδαίος πόλος έλξης για τους επισκέπτες θα ήταν ένα Κοργιαλένειο Μουσείο με το ίδιο υλικό που έχει σήμερα, ανεπτυγμένο στον κατάλληλο χώρο, με το κατάλληλο ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Μπορεί να γίνει ένα από τα σπουδαιότερα περιφερειακά Μουσεία της Νότιας Ευρώπης, φτάνει να το βοηθήσουμε να ζήσει, να αναπνεύσει και να αναπτυχθεί.
Αυτό μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με μια σταθερή χρηματοδότηση της Πολιτείας. Πρέπει να ξεπεραστούν και τα νομικά προβλήματα και οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις. Πρέπει κάποια στιγμή να αποφασίσουμε ως κοινωνία, ως τοπικοί άρχοντες, ως επιστημονική κοινότητα, αν έχουμε την πολυτέλεια να παραμείνουμε αδιάφοροι μπροστά σ’ ένα οικοδόμημα που χτίστηκε με τόσο κόπο και δυστυχώς το βλέπουμε όλοι να καταρρέει αβοήθητο.
Αυτό το συνέδριο, πάνω απ’ όλα, είναι μια κραυγή αγωνίας. Κι ελπίζω να ακουστεί όσο πιο μακριά και όσο πιο ψηλά γίνεται. Γιατί υπάρχει κάτι που δεν μπορώ να ξεχάσω, εδώ και είκοσι και βάλε χρόνια, πριν την οικονομική κρίση, όταν ήδη η ΔΕΗ ερχόταν για να κόψει το ρεύμα στη Βιβλιοθήκη και το Μουσείο, όταν οι υπάλληλοι έμεναν απλήρωτοι για μήνες. Δεν πρόκειται ποτέ να φύγει από τη μνήμη μου, λοιπόν, αυτή η εικόνα. Η Ελένη Κοσμετάτου, η ιδρύτρια του Μουσείου που ερχόταν ακόμα στο Μουσείο παρά τα ενενήντα της χρόνια, ήταν ασφαλώς ενήμερη για τη δύσκολη κατάσταση, έβλεπε το «παιδί της» να κινδυνεύει. Με φώναξε λοιπόν ένα πρωί να κατέβω από τη Βιβλιοθήκη στο Μουσείο και με κάλεσε στο γραφειάκι της. Στα χέρια της κρατούσε ένα πορτοφόλι μεγάλο. Το άνοιξε και έβγαλε από μέσα κάποια κοσμήματα. Μου είπε: «Τα βλέπεις; Αυτά είναι δικά μου. Αν χρειαστεί, εγώ θα τα πουλήσω όλα για να σωθεί το Μουσείο».
Στη μνήμη της Ελένης Κοσμετάτου, για τη μνήμη της Ιστορίας και του πολιτισμού μας, είναι χρέος όλων μας αυτό το Μουσείο, αυτή η πολύτιμη κιβωτός μας, να μη χαθεί ποτέ.
Σας ευχαριστώ.