Οι χαμηλότερες κάστες στη χώρα ακόμη υφίστανται τη βαρβαρότητα, τη χλεύη και τον θάνατο κυριολεκτικά μέσα στα βοθρολύμματα, ελέω μίας απάνθρωπης κουλτούρας, που χωρίζει τους ανθρώπους σε εκείνους που χαίρονται το δώρο της ζωής και σε άλλους που τους το αρπάζουν
Με μια ελάχιστα φωτισμένη καλύβα στο δυτικό κρατίδιο Γκουτζαράτ της Ινδίας, η Αντζάνα αγκαλιάζει σφικτά το γιο της και με δακρυσμένα μάτια εξομολογείται ότι πήρε το όνομα του από τον πατέρα του, ο οποίος πέθανε 10 ημέρες πριν γεννηθεί ο γιος του, όταν πνίγηκε ενώ καθάριζε μία αποχέτευση.
Η συγκεκριμένη δουλειά θα του εξασφάλιζε ένα σεβαστό ποσό για να ζήσει την οικογένειά του, η οποία το μόνο που πήρε πίσω ήταν το πτώμα του «τυλιγμένο» στα λύματα. Ήταν μόνο 23 χρονών.
Εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στο νότιο κρατίδιο Ταμίλ Ναντού, η Ανάμα αφηγείται την ίδια ιστορία, καθώς πενθεί τον σύζυγό της ο οποίος πέθανε κάτω από τις ίδιες συνθήκες λίγο καιρό πριν, με την διαφορά του ότι εκείνη δεν γνώριζε πως καθάριζε υπονόμους, προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την οικογένειά του.
«Μας έλεγε ότι εργαζόταν σε μια καντίνα και μερικές φορές ο μισθός του διπλασιάζονταν ως ημερομίσθιου εργάτη», εξομολογείται η Ανάμα, μητέρα δύο κοριτσιών και ακόμη σε σοκ. «Ξεχάστε τα χρήματα και την επιβίωση, πώς θα πω στα παιδιά μου ότι ο πατέρας τους πέθανε ενώ καθάριζε έναν βόθρο;», ξεσπά.
Οι δυο άνδρες είναι είναι μεταξύ των χιλιάδων εργαζομένων στην αποχέτευση, από κοινότητες χαμηλής κάστας, που καθαρίζουν με το χέρι υπονόμους, δεξαμενές, τουαλέτες και αποχετεύσεις, και θεωρούνται ως χειρωνακτικοί καθαριστές.
Η χειρωνακτική καθαριότητα απαγορεύεται στην Ινδία, ωστόσο η πρακτική αυτή εξακολουθεί να υφίσταται, με τους ανθρώπους να αναγκάζονται να καταλήγουν σε αυτή λόγω των αυστηρών κανόνων της κάστας και της έλλειψης άλλων επιλογών βιοπορισμού, και προσλαμβάνονται από τοπικές εταιρείες, ακόμη και από ιδιώτες εργολάβους, για να καθαρίσουν υπονόμους και αποχετεύσεις.
Οι προηγούμενες κυβερνήσεις της Ινδίας, συμπεριλαμβανομένης και της υπάρχουσας, έχουν χάσει αρκετές προθεσμίες προκειμένου να κηρύξουν την Ινδία απαλλαγμένη αυτή την πρακτική, με πιο πρόσφατη τον Αύγουστο.
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη διευκρίνιση σχετικά με το πόσοι άνθρωποι ασχολούνται με τη χειρωνακτική καθαριότητα, ωστόσο το 2021 ένας υπουργός δήλωσε στο κοινοβούλιο ότι η κυβέρνηση είχε εντοπίσει 58.098 χειρωνακτικά πλυντήρια στη χώρα μέσω ερευνών, ενώ δεν υπήρχε καμία αναφορά την ύπαρξη τέτοιων πρακτικών στη χώρα μέχριτότε.
Σύμφωνα με την οργάνωση Safai Karmachari Andolan, η οποία εργάζεται για την εξάλειψη της χειρωνακτικής καθαριότητας, υπάρχουν περισσότεροι από 770.000 εργαζόμενοι, και οι θάνατοι τους είναι συνήθως από ασφυξία, λόγω εισπνοής τοξικών αερίων στον υπόνομο. Τον Ιούλιο μόνο, η κυβέρνηση δήλωσε ότι 339 άνθρωποι πέθαναν τα τελευταία πέντε χρόνια κατά τον καθαρισμό υπονόμων και δεξαμενών.
Μια άλλη έκθεση της Εθνικής Επιτροπής για τους Safai Karamcharis (NCSK), ενός διορισμένου από την κυβέρνηση οργανισμού που επιβλέπει τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων στην αποχέτευση, αναφέρει ότι 928 εργαζόμενοι έχασαν τη ζωή τους μεταξύ 1993 και 2020 κατά αυτό τον τρόπο, με τις πολιτείες Ταμίλ Ναντού και Γκουτζαράτ να έχουν τα περισσότερα θύματα.
Ακόμα και αυτό όμως δεν δείχνει μία ξεκάθαρη εικόνα των εργαζόμενων, καθώς οι περισσότεροι προσλαμβάνονται με σύμβαση, γεγονός που διευκολύνει τις αρχές ή τους ανθρώπους που τους προσέλαβαν να μην αναλάβουν την ευθύνη.
«Κατά συνέπεια, οι θάνατοι αυτοί δεν λαμβάνονται ποτέ υπόψη από την κρατική διοίκηση κατά τη σύνταξη των στοιχείων των θανάτων από αποχετεύσεις και έτσι παραμένουν αδήλωτοι και δεν αποζημιώνονται», αναφέρει η έκθεση του NCSK.
Ο εθνικός συντονιστής της Safai Karmachari Andolan, Μπεζουάντα Γουίλσον, ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση δεν έχει καμία προθυμία να καταμετρήσει τον ακριβή αριθμό των χειρωνακτικών εργατών.
«Η κυβέρνηση έχει διορίσει αστυνομικούς να πηγαίνουν στις αποικίες και να καταμετρούν τον αριθμό των εργαζομένων, αλλά πολλοί άνθρωποι αποφεύγουν να αυτοπροσδιοριστούν ως χειρωνακτικοί εργάτες λόγω του στίγματος, με αποτέλεσμα να μην υπολογίζονται» εξηγεί..
Ωστόσο από την άλλη μεριά, ο Lal Singh Arya, εθνικός πρόεδρος του Μετώπου των Καθορισμένων Καστών του κυβερνώντος κόμματος Bharatiya Janata (BJP) διαψεύδει το γεγονός, λέγοντας ότι η κυβέρνηση καταβάλλει ειλικρινείς προσπάθειες για την εξάλειψη της πρακτικής.«Η κυβέρνηση έχει διαθέσει ξεχωριστό προϋπολογισμό για τις πολιτείες προκειμένου να αποκτήσουν νέα τεχνολογία για τον καθαρισμό των υπονόμων και έχει προβλέψει εναλλακτικές θέσεις εργασίας για τους εργαζόμενους», τονίζει.
Οι κυβερνήσεις έχουν δώσει έμφαση στη μηχανική απορρύπανση και στον προστατευτικό εξοπλισμό, και η εκστρατεία Swachh Bharat Abhiyan (Καθαρή Ινδική Εκστρατεία) του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι επανέφερε το θέμα στην επιφάνεια πριν από περίπου μια δεκαετία, με τους ακτιβιστές να επιμένουν ότι πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα.
Για παράδειγμα, πολλοί εργολάβοι και εταιρείες δεν παρέχουν εξοπλισμό ασφαλείας στους εργαζόμενους ή δεν διαθέτουν τον εξοπλισμό για τον μηχανοποιημένο καθαρισμό των υπονόμων, και οι υπόνομοι είναι τις περισσότερες φορές σχεδιασμένοι με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν μηχανήματα για τον καθαρισμό τους.
Οι ακτιβιστές παράλληλα τονίζουν, ότι αγωνίζονται για να λάβουν αποζημίωση μέλη των οικογενειών των νεκρών εργαζομένων.
«Έχω συναντήσει πολλές περιπτώσεις όπου τα μέλη της οικογένειας ενός εργάτη που πέθανε μέσα σε φρεάτιο δεν έλαβαν την οικονομική αποζημίωση που τους είχε υποσχεθεί», αναφέρει ακτιβιστής που διευθύνει μια μη κερδοσκοπική οργάνωση με την ονομασία Manav Garima (Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια).
Η Ρατνάμπεν είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις καθώς ο σύζυγός της πέθανε το 2008, αφού εισέπνευσε τοξικά αέρια μέσα σε υπόνομο, και δεκαπέντε χρόνια μετά, καταγγέλλει ότι δεν έχει λάβει βοήθεια.
«Όταν πέθανε ο σύζυγός μου, μου δόθηκαν μεγάλες υποσχέσεις, όπως χρήματα, μια κυβερνητική θέση εργασίας, ένα σπίτι και ένα καλό σχολείο για τα παιδιά μου. Αλλά έχω γεράσει περιμένοντας αυτά τα πράγματα» εξομολογείται η Ρατνάμπεν, η οποία πλέον εργάζεται ως ρακοσυλλέκτης.
Ο κ. Γουίλσον αναφέρει ότι ακόμη και αν οι εργαζόμενοι θέλουν να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους, το στίγμα και οι διακρίσεις λόγω κάστας τους εμποδίζουν να το πράξουν.
«Αυτό καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την κοινωνική τους αποκατάσταση, ακόμη και αν βρουν εναλλακτικούς τρόπους βιοπορισμού», καταλήγει.