Mε τις μνήμες από την εν ψυχρώ δολοφονία του πρωθυπουργού, Θεόδωρου Δηλιγιάννη, να είναι ακόμη νωπές, στο Κοινοβούλιο επικρατεί πανικός όταν ένας οξύς θόρυβος που προέρχεται από ρίψη δυναμίτιδα διακόπτει την συνεδρίαση…
Ο θάνατος του Δηλιγιάννη στις 31 Μαΐου 1905 είχε σοκάρει την ελληνική κοινωνία της εποχής, ενώ το περιστατικό στην Βουλή (που τότε στεγαζόταν εκεί που τώρα βρίσκεται το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο) συνέβη στις 7 Ιουνίου 1907, λίγα λεπτά μετά τις 2 τα ξημερώματα κι ενώ ήταν σε εξέλιξη συζήτηση για τον προϋπολογισμό της κυβέρνησης του Γεωργίου Θεοτόκη.
Με την ώρα να είναι προχωρημένη, την έκρηξη ακολούθησαν σκηνές απείρου κάλλους, με τον βουλευτή του Εθνικού Κόμματος, Τριανταφυλλάκος, να αναφωνεί προς τον διάδοχο του Δηλιγιάννη στην αρχηγεία, Μαυρομιχάλη, «κύριε πρόεδρε, βόμβα έπεσε», ενώ συνηγόρησε και ο συνάδελφός του, Λεώπουλος, ο οποίος φώναξε: «Προς Θεού! Μπόμπα»! Τα περισσότερα μέλη του Κοινοβουλίου άρχισαν πανικόβλητα να τρέχουν προς την έξοδο, ενώ δόθηκε εντολή να κλείσουν οι έξοδοι των λαϊκών θεωρείων αφού έγινε αντιληπτό ότι από εκεί εκτοξεύθηκε η «μπόμπα»!
Τότε δύο κλητήρες μα την βοήθεια των πιο θαρραλέων βουλευτών, Λαζάνη και Στάης έφτασαν μέχρι τον 3ο όροφο όπου αντίκρισαν έναν φτωχικά ντυμένο τύπο τον οποίο και συνέλαβαν χωρίς εκείνος να προβάλει οποιαδήποτε αντίσταση. Όπως αποδείχθηκε, ο δράστης ήταν ένας 43χρονος άνεργος Πατρινός που ονομαζόταν Ανδρέας Παπαμικρόπουλος.
Αρχικά αρνήθηκε σφόδρα ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με το περιστατικό. Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι τελικά η δυναμίτιδα που έπεσε στην Βουλή δεν είχε καν φιτίλι, ενώ από τον τρόπο που συμπεριφερόταν και μιλούσε ο δράστης έγινε αμέσως αντιληπτό ότι μάλλον αντιμετώπιζε κάποια ψυχολογικά προβλήματα και στην ουσία μάλλον επρόκειτο για κάποιον άκακο άνθρωπο.
Βέβαια τόσο οι εφημερίδες της εποχής όσο και οι αρχές (η ας πούμε «αντιτρομοκρατική») οργίασαν τις επόμενες ημέρες κάνοντας λόγο για οργανωμένα σχέδια, πιθανούς συνεργούς και άλλα τέτοια, την ίδια ώρα που ο Παπαμικρόπουλος συνέχιζε να αρνείται τα πάντα. «Έχω έλθει από την Πάτρα κι εδώ με φιλοξενεί ο επιθεωρητής της ‘’Αμοιβαίας’’ Ανδρέας Αντωνόπουλος που ή γυναίκα του με είχε δάσκαλο. Είμαι φτωχός και καμιά φορά κοιμάμαι στα έδρανα της Βουλής» υποστήριζε και η αλήθεια είναι πως το παρουσιαστικό του ήταν ανάλογο.
Ωστόσο χάρη στην πληροφορία για την φιλία του η αστυνομία κατόρθωσε να αποσπάσει την ομολογία του. Μετά από ιδέα που είχε ο Λυκουρέζος, ο Ανδρέας Αντωνόπουλος οδηγήθηκε στο ίδιο κελί, δήθεν επειδή φιλοξενούσε τον «τρομοκράτη». Κοιτάζοντας τον Παπαμικρόπουλο, του είπε: «Τι έκαμες μωρέ; Αυτή είνε η ευγνωμοσύνη σου; Αχ, άθλιε, μας πήρες εις τον λαιμόν σου», όπως γράφηκε στον Τύπο. Μετά από αυτήν την εξέλιξη ο Πατρινός ομολόγησε την πράξη του, υποστηρίζοντας πάντως ότι δεν είχε καμία ανθρωποκτόνο πρόθεση και λέγοντας ότι επίτηδες δεν έβαλε φιτίλι. Ο μοναδικός στόχος του δεν ήταν να αφαιρέσει κάποια ανθρώπινη ζωή αλλά να δώσει ένα μάθημα στους βουλευτές που τους θεωρούσε υπαίτιους για “την κακοδαιμονίαν του λαού και την άνισον φορολογίαν“, όπως ισχυρίστηκε.
Μοιραία οδηγήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου κι εκεί κατά την διάρκεια της απολογίας του μπόρεσε να αναλύσει το σκεπτικό του, το οποίο βρήκε τότε πολλούς υποστηρικτές και είναι μάλλον βέβαιο ότι κάτι ανάλογο θα συνέβαινε και στις μέρες μας:
«Εγώ αγόρασα τα δύο μασούρια δυναμίτιδας και τα απαραίτητα φιτίλια, προ δεκαπενθημέρου. Το ένα το εκτόξευσα στους βουλευτές και το δεύτερο το ετοίμαζα για να αυτοκτονήσω αμέσως μετά την πράξη μου. Έγραψα δε, και σχετική του τέλους μου επιστολή, προς την μητέρα μου. Επίσης, πολλές ημέρες πριν την πράξη μου, απέστειλα προειδοποιητική επιστολή προς την Βουλή, στην οποία τους ανακοίνωνα την πρόθεσή μου αυτή. Δεν ήθελα να τους σκοτώσω αλλιώς, θα χρησιμοποιούσα περισσότερα φυσίγγια. Να τους φοβίσω και να τους αφυπνίσω ήθελα, διότι εκτός της προσωπικής μου οικτρής οικονομικής καταστάσεως, στην οποία με έχουν οδηγήσει οι πράξεις και οι παραλήψεις τους· δεύτερο πουκάμισο δεν έχω να βάλω και ικετεύω καθημερινά τους ανθρώπους για τα απολύτως απαραίτητα.
Η δική μου όμως δυστυχία ήταν η μικροτέρα, έναντι των δεινών της πολιτείας μας, για τα οποία σας θεωρώ απολύτως υπευθύνους. Η εκμηδένιση της αξιοπρέπειας της χώρας, η υπερχρέωσή της, η κατάπτωση του ηθικού της γοήτρου, ο συνεχής και παράνομος πλουτισμός των ηγητόρων της, η πλήρης αναισθησία των υπουργών και των βουλευτών στις συνεχείς εκκλήσεις των πολιτών για διαφάνεια στην διαχείριση των οικονομικών της, η κακοδιαχείριση των πόρων της και άλλα τινά, οδήγησαν την ψυχική μου εξέγερση. Και όχι. Συνεργούς, δεν έχω. Μόνος μου εσκέφθην, εζύγισα τα πράγματα και απεφάσισα τον εξαναγκασμό σε μεταμέλεια όλων αυτών, με την χρήση βίας».
Παρά τις αιτιάσεις του αλλά και το γεγονός ότι ήταν ξεκάθαρο ότι αντιμετώπιζε σημαντικά προσωπικά ψυχολογικά θέματα, το δικαστήριο σχεδόν εξάντλησε την αυστηρότητά του και επέβαλε σε έναν εμφανώς ταλαιπωρημένο άνθρωπο που αγωνιούσε να τα βγάλει πέρα με τις δυσκολίες της ζωής 8ετή φυλάκιση. Παρά το αίτημα για ψυχιατρική γνωμάτευση, η έδρα αποφάσισε διαφορετικά, ενώ η ποινή χαρακτηρίστηκε από τους περισσότερους «αδικαιολόγητη».
Λίγο καιρό αργότερα, ο «βομβιστής της Βουλής» όπως έμεινε στην ιστορία, παραχώρησε συνέντευξη στην εφημερίδα «Ακρόπολις», η οποία με σημερινούς όρους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και… προκήρυξη της τρομοκρατικής ενέργειας.
«Έζησα μέσα σ’ αυτή την κοινωνία από τον καιρό που με γέννησε η μάνα μου και είδα τα χάλια της, είδα την κακία και την ξετσιπωσιά της. Τίποτε δεν με ευχαριστεί, πουθενά δεν ευρίσκων άσυλον, από πουθενά δεν ελπίζω βοήθεια δι’ αυτό το έθνος. Είμαι από εκείνους τους ανθρώπους, οι οποίοι λογαριάζουν ολογώτερο τη ζωή. Τη ζωή την περιφρονώ, όπως περιφρονώ και εκείνους που αντιπροσωπεύουν το σημερινόν φαύλο καθεστώς. Παντού ατιμία, παντού εκμετάλλευσις.
Ο κόσμος πάσχει, δυσφορεί, διαμαρτύρεται, αλλά είνε άνανδρος, γιατί ανέχεται να πάσχη αυτός και να ευτυχούν μερικά κοπρόσκυλα που ανάθεμά με, αν ξέρουν τίποτε άλλο παρά να ρουφήξουν πιο πολύ αίμα από τον ραγιά αυτό λαό. Αυτό το Κράτος είναι ο μεγαλύτερος εγκληματίας απ’ όσους φάνηκαν εις τα ρωμαίικα χρόνια. Αν και από την εποχή που έκαμα την απόπειρα είμαι διαρκώς κλεισμένος μέσα σε αυτή τη φυλακή, εντούτοις είμαι βαθύτατα πεπεισμένος ότι το 99% της κοινής γνώμης επεκρότησε το τόλμημά μου. Προ δέκα ετών άρχισε ο κόσμος να διαμαρτύρεται μεταναστεύων. Εγώ αυτό το ονομάζω ‘’ασυνείδητον επανάστασιν’’. Δεν είναι λαός αυτός. Τόσα που τραβάει κι όμως δεν είναι ικανά να τον ξυπνήσουν».