Βροχή» έπεφταν κάποτε οι προτάσεις στον Αλέκο Αλεξανδράκη για επαγγελματική συνεργασία. Κι αν αυτό ήταν απολύτως αναμενόμενο σε ό,τι αφορά στο σινεμά ή στο θέατρο εξαιτίας του ταλέντου του, δεν ισχύει το ίδιο και με το τραγούδι και τις φωνητικές «ικανότητές» του.
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και ο Αλέκος Αλεξανδράκης κάνει τα πρώτα του βήματα στην υποκριτική. Το ντεμπούτο του στο σανίδι πραγματοποιήθηκε στις 9 Ιουλίου 1949, αναγκάζοντας τον έγκριτο κριτικό της εποχής, Αιμίλιο Χουρμούζιο, να γράψει στην εφημερίδα «Καθημερινή»: «Παρουσιάστε όπλα. Επιτέλους ένας εραστής στο ελληνικό θέατρο»! Και φυσικά δεν ήταν ο μόνος που είχε αυτήν την άποψη, καθώς αντίστοιχες σκέψεις έκανε και ο Φιλοποίμην Φίνος, ο οποίος είδε στο πρόσωπό του έναν πραγματικό «ζεν πρεμιέ» και του έδωσε την ευκαιρία στην μεγάλη οθόνη με την ταινία «Δύο κόσμοι», σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου.
Δύο χρόνια αργότερα ακολουθεί διπλή παρουσία στα φιλμ «Μια νύχτα στον παράδεισο» και «Εκείνες που δεν πρέπει ν’ αγαπούν», με τις οποίες σταδιακά καθιερώνεται ως ένας από τους ωραίους του ελληνικού κινηματογράφου.
Ωστόσο με το δεύτερο από τα παραπάνω έργα δημιουργείται και μια… παρεξήγηση η οποία τον συντρόφευσε για πολύ καιρό, με τις προτάσεις για δουλειά να πέφτουν η μία πίσω από την άλλη, μα για τους λάθος λόγους!
Τι είχε συμβεί;
Στο «Εκείνες που δεν πρέπει να αγαπούν», του Αλέκου Σακελλάριου, ο Αλέκος Αλεξανδράκης υποδύεται τον Παύλο, έναν νεαρό μουσικό που θέλει να κάνει καριέρα τραγουδιστή. Λόγω οικονομικής στενότητας, συγκατοικεί με δυο φίλους του αλλά και με μια νεαρή κοπέλα, την Καίτη, με την οποία είναι και ερωτευμένος. Για να τα βγάλει πέρα, αναγκάζεται παράλληλα με τις σπουδές του να εργαστεί και σε κάποιο κοσμικό κέντρο με λαϊκό πρόγραμμα…
Ως εδώ όλα καλά, με την διαφορά ότι αφού το φιλμ αφορά την ζωή ενός τραγουδιστή, μοιραία θα υπάρξουν σκηνές στις οποίες ο πρωταγωνιστής θα τραγουδήσει. Όπως, δηλαδή, ακριβώς συμβαίνει και στην ταινία, με τον Αλεξανδράκη και τους Περικλή Χριστοφορίδη, Κούλη Στολίγκα και τον τότε πρωτοεμφανιζόμενο Γιάννη Γκιωνάκη να τραγουδούν το πασίγνωστο «Άσ’ τα τα μαλλάκια σου» των Μιχάλη Σουγιούλ και Αλέκου Σακελλάριου.
Στα δικά μας μάτια είναι πλέον κάτι παραπάνω από εμφανές ότι σε αυτό το στιγμιότυπο δεν τραγουδά ο ίδιος. Στην πραγματικότητα την φωνή του ντουμπλάρει ο σημαντικός ερμηνευτής της εποχής, Φώτης Πολυμέρης! Για τα δεδομένα του 1951, όμως, φαίνεται ότι τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
Πολλοί ήταν εκείνοι που πείστηκαν ότι ακούγεται η φωνή του Αλεξανδράκη και αυτό δεν ισχύει μόνο για τους απλούς θεατές, αλλά ακόμη και για επαγγελματίες της διασκέδασης. Όπως έχει αποκαλύψει ο ίδιος ο ηθοποιός, μετά την προβολή της ταινίας, το τηλέφωνό του δεν σταμάτησε να χτυπάει. Κάθε φορά αυτός πίστευε ότι ήταν κάποιος παραγωγός ή σκηνοθέτης που θα του πρότεινε να λάβει μέρος σε ταινία.
Αντί αυτού, όμως, επρόκειτο για ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων! Θεωρώντας ότι έχει… φωνάρα, του ζητούσαν να τον βάλουν στο πρόγραμμα του μαγαζιού, ποντάροντας προφανώς και στην αναγνωρισιμότητα που άρχισε να κερδίζει χάρη στην δημοφιλία που αποκτούσε ως ηθοποιός! Κάποιος άλλος στην θέση του ενδεχομένως να αποφάσιζε να κάνει έστω μια… αρπαχτή, αλλά ο Αλεξανδράκης παρέμενε ανένδοτος, αν και τα χρήματα μπορεί να ήταν και πέντε ή δέκα φορές περισσότερα από αυτά που κέρδιζε ως ηθοποιός!
«Μα είμαι φάλτσος! Γεννήθηκα φάλτσος» συνήθιζε να λέει, αρνούμενος να ενδώσει στις δελεαστικές προτάσεις για εμφανίσεις σε νυχτερινά μαγαζιά, που έρχονταν όχι μόνο από Αθήνα και επαρχία, αλλά και από το εξωτερικό (όπου υπήρχε έντονο ελληνικό στοιχείο), μέχρι και το πολύ μακρινό Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής! Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο Έλληνας ηθοποιός δεν σταμάτησε να λέει «όχι», ενώ και στην μετέπειτα πορεία του στην υποκριτική απέφυγε να ανοίξει το στόμα του για οτιδήποτε άλλο εκτός από το να πει τις ατάκες που προέβλεπε το σενάριο.