© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση ενός λογιστή, στον οποίο η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) επέβαλε πρόστιμα συνολικού ύψους άνω των 2,2 εκατ. ευρώ, ισχυριζόμενη ότι συνήργησε στη διάπραξη του αδικήματος της λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων μεγάλης συνολικής αξίας από εταιρεία ενός επιχειρηματία πελάτη του.
Η συνέργεια στο αδίκημα αυτό είχε να κάνει, σύμφωνα με την αρμόδια ΔΟΥ, με την υποβολή ανακριβών δηλώσεων ΦΠΑ, στις οποίες αναγράφονταν υψηλά ποσά εισροών χωρίς καν να αντικρίζονται με αντίστοιχα φορολογικά στοιχεία. Στον εν λόγω λογιστή, ο οποίος προσέφυγε στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ), αλλά απορρίφθηκε η υπόθεσή του, επιβλήθηκαν συνολικά τα ίδια πρόστιμα που επιβλήθηκαν και στην ελεγχόμενη επιχείρηση.
Αδικήματα και κυρώσεις
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (ΚΦΔ ή ν. 4987/2022):
- Ως αδικήματα «μεγάλης φοροδιαφυγής» -που εκτός από τα διοικητικά πρόστιμα επισύρουν και ποινικές κυρώσεις- θεωρούνται τα ακόλουθα (άρθρο 66 του ΚΦΔ):
α) Η απόκρυψη φορολογητέας ύλης που έχει ως συνέπεια να μην καταβληθεί στο Δημόσιο ποσό φόρου άνω των 100.000 ευρώ ανά φορολογικό έτος.
β) Η απόκρυψη φορολογητέας ύλης που έχει ως συνέπεια να μην αποδοθεί στο Δημόσιο ποσό ΦΠΑ μεγαλύτερο των 50.000 ευρώ ανά φορολογικό έτος. - Στις περιπτώσεις που οι φοροελεγκτικές υπηρεσίες της ΑΑΔΕ διαπιστώνουν, κατόπιν διενέργειας φορολογικών ελέγχων, ότι δεν υποβλήθηκαν οι προβλεπόμενες φορολογικές δηλώσεις ή ότι υποβλήθηκαν ανακριβείς φορολογικές δηλώσεις και εξαιτίας αυτών των παραβάσεων οι φόροι που δεν αποδόθηκαν στο Δημόσιο υπερβαίνουν σε ποσά τα όρια της παραγράφου 1, τα συνολικά ποσά φόρων, τόκων και προστίμων που καλούνται να πληρώσουν οι παραβάτες υπόχρεοι επιχειρηματίες ή ελεύθεροι επαγγελματίες είναι υπέρογκα. Κι αυτό διότι, εκτός του ότι καλούνται να καταβάλουν τους διαφυγόντες φόρους προσαυξημένους με τόκους εκπρόθεσμης καταβολής υπολογιζόμενους με ποσοστά 0,73% ανά μήνα εκπρόθεσμης καταβολής, τιμωρούνται επιπλέον και με τα ακόλουθα πρόστιμα (βάσει των άρθρων 58 και 58Α του ΚΦΔ): |
α) Σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης, πρόστιμο ίσο με το 50% του φόρου που δεν καταβλήθηκε εξαιτίας της μη υποβολής δήλωσης.
β) Σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς δήλωσης, πρόστιμα κυμαινόμενα από 10% έως και 50% επί της διαφοράς μεταξύ του φόρου που προέκυψε από την υποβολή της δήλωσης και του φόρου που διαπιστώθηκε ότι δεν καταβλήθηκε εξαιτίας της ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης. Ειδικότερα, τα πρόστιμα στην περίπτωση αυτή διαμορφώνονται ως εξής:
10% επί του ποσού της διαφοράς, εάν η διαφορά αυτή ανέρχεται σε ποσοστό από 5% έως 20% του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση,
25% επί του ποσού της διαφοράς, εάν η διαφορά αυτή υπερβαίνει το 20% και ανέρχεται έως και το 50% του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση,
50% επί του ποσού της διαφοράς, εάν η διαφορά αυτή υπερβαίνει σε ποσοστό το 50% του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση.
Ειδικά στον ΦΠΑ, το πρόστιμο σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς δήλωσης ανέρχεται σε 50% επί της διαφοράς μεταξύ του φόρου που προέκυψε από την υποβολή της δήλωσης και του φόρου που διαπιστώθηκε ότι δεν καταβλήθηκε εξαιτίας της ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης. - Στις περιπτώσεις που διαπιστώνονται αδικήματα φοροδιαφυγής οφειλόμενα στην έκδοση πλαστών φορολογικών στοιχείων ή στην έκδοση ή τη λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων, και τα αδικήματα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να αποφευχθεί η καταβολή ποσών φόρων που υπερβαίνουν τα όρια της «μεγάλης φοροδιαφυφής» της παραπάνω παραγράφου 1, οι παραβάτες επιχειρηματίες επιβαρύνονται επίσης με υπέρογκα ποσά φόρων, τόκων και προστίμων. Εκτός του ότι καλούνται να πληρώσουν τους διαφυγόντες φόρους προσαυξημένους με τόκους εκπρόθεσμης καταβολής 0,73% ανά μήνα, θεωρείται ότι υπάγονται -κατά περίπτωση και με βάση τα πραγματικά περιστατικά- και στις διατάξεις για τη μη υποβολή ή την υποβολή ανακριβών φορολογικών δηλώσεων. Ως εκ τούτου, επιβαρύνονται και με τα πρόστιμα της προηγούμενης παραγράφου 2, κατά περίπτωση.
- Επιβάλλεται ποινή κάθειρξης από πέντε έως και δέκα έτη εάν το ποσό του φόρου που δεν καταβλήθηκε εξαιτίας της διαπραχθείσας φοροδιαφυγής υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις 100.000 ευρώ, εφόσον αφορά ΦΠΑ, ή τις 150.000 ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς. Εάν το ποσό του φόρου που δεν καταβλήθηκε είναι μεταξύ 100.000 και 150.000 ευρώ ή, ειδικά στον ΦΠΑ, μεταξύ 50.000 και 75.000 ευρώ, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών.
- Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Εάν τα πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραπάνω παραγράφων 1 και 4, ο δράστης τιμωρείται μόνο για τις πράξεις αυτές, σύμφωνα με τις εν λόγω παραγράφους, ως αυτουργός ή συμμέτοχος.
- Όλες οι παραπάνω κυρώσεις ισχύουν για τους αυτουργούς των αδικημάτων. Στα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες ως αυτουργοί θεωρούνται: α) Στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες, εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση αυτών. Εάν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω.
β) Στις ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρείες οι ομόρρυθμοι εταίροι και οι διαχειριστές αυτών ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση, είτε από οποιαδήποτε αιτία στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών.
γ) Στις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες οι διαχειριστές αυτών ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση, είτε από οποιαδήποτε αιτία στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών και, όταν αυτοί ελλείπουν ή απουσιάζουν, οι εταίροι αυτών.
δ) Στους συνεταιρισμούς και ενώσεις αυτών οι πρόεδροι, οι γραμματείς, οι ταμίες, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση, είτε από οποιαδήποτε αιτία στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών.
ε) Στις κοινοπραξίες, κοινωνίες, αστικές, συμμετοχικές ή αφανείς εταιρείες, ως αυτουργοί του εγκλήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται οι εκπρόσωποί τους, με βάση την ιδιωτική βούληση ή τον νόμο ή δικαστική απόφαση, και αν ελλείπουν αυτοί, τα μέλη τους. Όταν στα μέλη αυτών περιλαμβάνονται και νομικά πρόσωπα ή αλλοδαπές επιχειρήσεις ή αλλοδαποί οργανισμοί, εφαρμόζονται ανάλογα και οι λοιπές διατάξεις της παρούσας παραγράφου.
στ) Στις αλλοδαπές επιχειρήσεις γενικά και στους κάθε είδους αλλοδαπούς οργανισμούς, ως αυτουργοί του εγκλήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται οι διευθυντές ή αντιπρόσωποι ή πράκτορες που έχουν στην Ελλάδα.
ζ) Στα νομικά πρόσωπα, εκτός των ανωτέρω, ως αυτουργοί θεωρούνται οι εκπρόσωποι αυτών ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση αυτών. Αυτουργοί ή συμμέτοχοι των ανωτέρω εγκλημάτων θεωρούνται σε κάθε περίπτωση και όσοι ασκούν εν τοις πράγμασι τις εξουσίες και αρμοδιότητες που αντιστοιχούν στις παραπάνω ιδιότητες και θέσεις. - Ως άμεσοι συνεργοί στα παραπάνω αδικήματα θεωρούνται ο εν γνώσει υπογράφων ανακριβή φορολογική δήλωση ως πληρεξούσιος, καθώς και όποιος με οποιονδήποτε άλλον τρόπο εν γνώσει του συμπράττει ή προσφέρει άμεση συνδρομή στην τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων (άρθρο 60 του ΚΦΔ). Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να τιμωρηθεί ως άμεσος συνεργός στα παραπάνω αδικήματα και ο λογιστής που συνεργάζεται με τον παραβάτη επιχειρηματία, εφόσον αποδειχθεί ότι όντως συνήργησε στη διάπραξη των αδικημάτων. Τα πρόστιμα που μπορεί να επιβληθούν σε έναν λογιστή που θα αποδειχθεί ότι ήταν συνεργός στα παραπάνω αδικήματα είναι ίδια με τα πρόστιμα που επιβάλλονται στον άμεσο αυτουργό επιχειρηματία. Στην ουσία, στον λογιστή που θα αποδειχθεί συνεργός, το πιο πιθανό είναι να επιβληθούν τα πρόστιμα για υποβολή ανακριβών φορολογικών δηλώσεων τα οποία ανέρχονται, όπως προαναφέρθηκε, σε 10% έως 50% επί της διαφοράς μεταξύ φόρου που προέκυψε από την κάθε ανακριβή δήλωση και φόρου που έπρεπε κανονικά να καταβληθεί ή σε 50% επί της διαφοράς αυτής, εάν οι ανακριβείς δηλώσεις αφορούν τον ΦΠΑ. Τα πρόστιμα αυτά, όπως ήδη αναφέραμε, μπορεί να φθάσουν σε πολύ μεγάλα ύψη, εκατομμυρίων ευρώ, ιδίως εάν το αδίκημα της φοροδιαφυγής που διέπραξε ο επιχειρηματίας, μέσα από διάφορες εταιρείες που ίδρυσε για άνομους σκοπούς, ήταν η έκδοση και η λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων μεγάλης συνολικής αξίας, με σκοπό την αποφυγή πληρωμής ΦΠΑ μεγάλου ύψους ή και την παράνομη είσπραξη επιστροφών ΦΠΑ μεγάλου ύψους.
Το πρόστιμο των 2,2 εκατ. ευρώ σε έναν φοροτεχνικό
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των κυρώσεων που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών για φοροτεχνικούς που συνεργούν σε αδικήματα φοροδιαφυγής αποτελεί η περίπτωση ενός λογιστή, στον οποίο η αρμόδια ΔΟΥ επέβαλε πρόστιμα συνολικού ύψους άνω των 2,2 εκατομμυρίων ευρώ (2.245.856,39 ευρώ για την ακρίβεια), ισχυριζόμενη ότι συνήργησε στη διάπραξη του αδικήματος της λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων μεγάλης συνολικής αξίας από εταιρεία ενός επιχειρηματία πελάτη του.
Η συνέργεια στο αδίκημα αυτό είχε να κάνει, σύμφωνα με την αρμόδια ΔΟΥ, με την υποβολή ανακριβών δηλώσεων Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), στις οποίες αναγράφονταν υψηλά ποσά εισροών, χωρίς καν να αντικρίζονται με αντίστοιχα φορολογικά στοιχεία.
Το πόρισμα Ειδικότερα, σύμφωνα με το πόρισμα του φορολογικού ελέγχου της αρμόδιας ΔΟΥ, ο συγκεκριμένος λογιστής υπέβαλλε τις δηλώσεις ΦΠΑ της επίμαχης εταιρείας χωρίς να λαμβάνει γνώση των βιβλίων και στοιχείων, ενώ υπέβαλλε δηλώσεις ακόμα και για μήνες κατά τους οποίους αυτή δεν διέθετε επαγγελματική εγκατάσταση. Επίσης, σύμφωνα με το πόρισμα των ελεγκτών, ο λογιστής συμπλήρωνε τις δηλώσεις με υπέρογκα ποσά εισροών για τα οποία δεν υπάρχουν παραστατικά, καθώς:
α) έχοντας στην κατοχή του, μεταξύ άλλων, τους κωδικούς TAXISnet της ελεγχόμενης εταιρείας, με τους οποίους υπέβαλλε τις δηλώσεις ΦΠΑ, θα μπορούσε να εξακριβώσει την ταυτότητα των προμηθευτών της εταιρείας και να διαπιστώσει πως τα νούμερα που υποτίθεται του έδινε η τελευταία για την υποβολή των δηλώσεων ΦΠΑ ήταν τουλάχιστον ανακριβή,
β) όφειλε ως υπόχρεο πρόσωπο του άρθρου 5 του νόμου 4557/2018 να ενημερώσει αμελλητί, με δική του πρωτοβουλία, την Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, καθώς γνώριζε ή τουλάχιστον είχε σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι χρηματικά ποσά, ανεξαρτήτως του ύψους τους, συνιστούν έσοδα από εγκληματικές δραστηριότητες (περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του νόμου 4557/2018),
γ) ουσιαστικά μετείχε ενεργά στη σύσταση και συνέχιση της δραστηριότητας της υπό έλεγχο εταιρείας και υπέβαλλε εν γνώσει του ανακριβώς τις δηλώσεις ΦΠΑ και με τις ενέργειες αυτές βοήθησε και συνέπραξε με άλλα πρόσωπα στην τέλεση εγκλημάτων φοροδιαφυγής, όντας άμεσος συνεργός κατ’ άρθρο 67, παρ. 3 του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών.
Το άρθρο 60 του ΚΦΔ Όπως προκύπτει με βάση τα προαναφερθέντα, τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στον εν λόγω λογιστή αντιστοιχούν στο 50% των ποσών ΦΠΑ που απέφυγε να καταβάλει ο επιχειρηματίας εξαιτίας της υποβολής των ανακριβών δηλώσεων και του αδικήματος της λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων. Δηλαδή, στον λογιστή επιβλήθηκαν, βάσει του άρθρου 60 του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών, τα ίδια πρόστιμα υποβολής ανακριβών δηλώσεων ΦΠΑ που επιβλήθηκαν και στον επιχειρηματία.
Ο λογιστής προσέφυγε στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, υποστηρίζοντας ότι εκείνος απλώς μετέφερε στις δηλώσεις τα νούμερα που του ανέφερε τηλεφωνικά ο επιχειρηματίας και ως εκ τούτου η υποβολή των ανακριβών δηλώσεων δεν έγινε εν γνώσει του, καθόσον μάλιστα ο επιχειρηματίας τον διαβεβαίωνε ότι όλα όσα του αναφέρει είναι αληθή και νόμιμα. Ζήτησε, δε, να διαγραφούν τα πρόστιμα. Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, ωστόσο, απέρριψε την προσφυγή λαμβάνοντας υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που συνόδευαν το πόρισμα του φορολογικού ελέγχου και εν τέλει δεν διέγραψε τα πρόστιμα.