Οι «μεταλλαγμένοι» λύκοι που περιφέρονται στην έρημο του Τσερνομπίλ έχουν αναπτύξει μια νέα υπερδύναμη που θα μπορούσε να αποβεί σωτήρια για τους ανθρώπους!
Μια ομάδα ερευνητών διαπίστωσε ότι ζώα στη ζώνη εκκένωσης του Τσερνομπίλ (CEZ) έχουν γενετικά τροποποιημένο ανοσοποιητικό σύστημα που δείχνει ανθεκτικότητα στον καρκίνο.
Τα ευρήματα αυτά έδωσαν στους ερευνητές την ελπίδα ότι τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την εξεύρεση θεραπειών για τους καρκινοπαθείς ασθενείς.
Υπενθυμίζεται πως μετά την έκρηξη στον σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 1986, οι πολίτες κλήθηκαν να εκκενώσουν το Τσερνομπίλ και τις γύρω περιοχές για να αποφύγουν τα ακραία επίπεδα ακτινοβολίας.
Η «εξαφάνιση» των ανθρώπων επέστρεψε στην άγρια ζωή να αναπτυχθεί στην CEZ, ακόμη κι αν εκεί καταγράφονται σε μετρήσεις έως και 11,28 millirem ακτινοβολίας – έξι φορές πάνω από το επιτρεπόμενο όριο.
Το 2014 η Cara Love – εξελικτική βιολόγος στο Πανεπιστήμιο Princeton – ξεκίνησε με μια ομάδα ερευνητών να διερευνά τον τρόπο με τον οποίο τα ζώα κατάφεραν να επιβιώσουν από την καρκινογόνο ακτινοβολία.
Η Love και η ομάδα της πήραν δείγματα αίματος από τους λύκους και τοποθέτησαν σε αυτούς κολάρα GPS με δοσίμετρα ακτινοβολίας για να λαμβάνουν μετρήσεις σε πραγματικό χρόνο για το πού βρίσκονταν τα επίπεδα έκθεσης τους σε ακτινοβολία.
«Λαμβάνουμε μετρήσεις σε πραγματικό χρόνο για το πού βρίσκονται και σε πόση [ακτινοβολία] εκτίθενται», δήλωσε η Love.
Οι ερευνητές εξέτασαν τις γενετικές διαφορές μεταξύ του DNA των μεταλλαγμένων λύκων στην ακτίνα 1.000 τετραγωνικών μιλίων της CEZ και εκείνων που βρίσκονταν εκτός αυτής.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, παρά τις δυνητικά θανατηφόρες δόσεις ακτινοβολίας στις οποίες εκτίθεντο καθημερινά, οι λύκοι εμφανίστηκαν εξαιρετικά ανθεκτικοί στις επιπτώσεις της.
Η ανάλυση έδειξε ότι ορισμένα από τα γονίδιά τους που συνδέονται με τον καρκίνο είχαν υποστεί μεταλλάξεις – γεγονός που υποδηλώνει ότι είχαν εξελιχθεί για να προστατεύονται από την ακτινοβολία.
Αυτό που ελπίζουν, τώρα, είναι πως η ανακάλυψη θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο στους ειδικούς για τον εντοπισμό μεταλλάξεων και στους ανθρώπους που μειώνουν τον κίνδυνο καρκίνου.
Η νέα έρευνα παρουσιάστηκε τον περασμένο μήνα στο ετήσιο συνέδριο της Εταιρείας Ολοκληρωτικής και Συγκριτικής Βιολογίας στο Σιάτλ της Ουάσινγκτον.