Η νηστεία της Σαρακοστής και της Μεγάλης Εβδομάδας και τα παραδοσιακά έθιμα της Μεγάλης Παρασκευής
Η νηστεία της Σαρακοστής και της Μεγάλης Εβδομάδας είναι ζωντανή ανάμνηση του τροφοσυλλεκτικού παρελθόντος μας –του πλέον μακρόσυρτου (διάρκειας εκατομμυρίων ετών) και καθοριστικού της πορείας μας προς τον εξανθρωπισμό–, και σπουδαία ευκαιρία για να ασκηθούμε και να αναστοχαστούμε επάνω στις σύγχρονες διατροφικές αντιλήψεις με βάση την εμπειρία της παραδοσιακής γαστρονομίας. Καθώς αισθανόμαστε με διάχυτη ψυχική ευφορία τη συνάντηση της άνοιξης με το Θείο Πάθος, κοιτάζουμε το λιτό αλλά ειλικρινές τραπέζι μας, και πιάνουμε το νήμα της ανθρωπιάς μας από την αρχή.
Η νηστεία δεν είναι μόνο δογματικό, θεολογικό θέμα, αλλά κανόνας ενός μετρημένου τρόπου ζωής, ο οποίος ισορροπεί στην κόψη ηθικών αρχών, της λιτότητας, της ταπεινότητας, της αγάπης, των μοιρασμάτων, της εγκράτειας. Πατάει στέρεα επάνω στην εντοπιότητα, γιατί τα νηστίσιμα τρόφιμα καταναλώνονται, κυρίως, ζωντανά και φρέσκα, όπως μας τα προσφέρει η φύση όσο πιο εγγύτερα γίνεται στο τραπέζι μας. Η νηστεία είναι άσκηση ηθικής απέναντι στην τροφή, που πάει να πει απέναντι στη ζωή.
Η ζωή είναι, κυρίως, αδιάκοπη προσπάθεια για την εξασφάλιση του φαγητού. Όσο πιο δύσκολα κερδίζεις τα προς ζην, λέει ο παπα-Γιάννης, ο ιερέας της Ολύμπου στο βόρειο άκρο της Καρπάθου, τόσο πιο πολύ τα εκτιμάς. Και τώρα, που στο τραπέζι μας βρίσκονται μόνο ψωμί, ελιές, ωμά χόρτα, χλωρά κουκιά, αγκινάρες, ατόφιοι βολβοί, δοξολογούμε τη χάρη των στοιχειωδών. Στο μεταξύ, οι γυναίκες με τις παραδοσιακές φορεσιές τους στολίζουν στην αυλή της Κοίμησης τον Επιτάφιο, δοξάζοντας, ουσιαστικά, τη ζωή.
Όλη η αρχιτεκτονική του βίου και του πολιτισμού στην Όλυμπο θεμελιώνεται στη σκληρή ζωή. Κι όσο πιο δύσκολος και κοπιώδης είναι ο αγώνας για τη ζωή, τόσο μεγαλύτερος είναι ο σεβασμός στον θάνατο. Ο θάνατος δεν σηματοδοτεί απώλεια, αλλά παρουσία· αδιάκοπη, αιώνια θρονιασμένη στη μνήμη που μετακυλά προς το μέλλον. Όλα είναι αληθινά, και τα «πουλία» του Επιταφίου –τα λουλούδια και τα μυριστικά που ανάστησαν στις αυλές τους γι’ αυτή την περίσταση– αλλά και τα δάκρυα, συχνά και οι οιμωγές, για τον νεκρό Χριστό, αλλά και για τους δικούς τους ανθρώπους που πέθαναν τον προηγούμενο χρόνο και οι φωτογραφίες τους στολίζουν το ολάνθιστο φέρετρο.
Οι γυναίκες –πολλές από τις οποίες επιμένουν να φορούν σε καθημερινές και σχόλες τις παραδοσιακές στολές που ράβουν και κεντούν οι ίδιες– καταφθάνουν κρατώντας κατανυκτικά τα ολάνθιστα πανέρια τους. Κάποιες, όσες έχασαν δικούς τους ανθρώπους τον περασμένο χρόνο έχουν ακουμπήσει μέσα στα λουλούδια τη φωτογραφία του νεκρού, που το βράδυ θα κηδεύσουν για δεύτερη φορά μαζί με τον Χριστό. Πλησιάζουν το γυμνό ακόμη κουβούκλιο και μπαίνουν στη διαδικασία του στολισμού του φτιάχνοντας μπουκέτα που οι άλλες έχουν ήδη αρχίσει να στερεώνουν με κλωστή. Στο τέλος, δένουν και τις φωτογραφίες ανάμεσα στα άνθη, και όταν σηκώσουν τον στολισμένο Επιτάφιο για να τον τοποθετήσουν στο κέντρο της περικαλλούς εκκλησιάς ξεσπά ένας συγκλονιστικός θρήνος, πραγματικός, που βγαίνει από τα βάθη της ψυχής τους. Άλλοι θρηνούν σιωπηλά, καρφιτσώνοντας επάνω στον Επιτάφιο, δίπλα στις φωτογραφίες, τα έμμετρα μοιρολόγια τους, γραμμένα με το χέρι τους.
Αυτή είναι από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της ακολουθίας του Επιταφίου που μπορεί να ζήσει κανείς την Μεγάλη Παρασκευή, την ώρα που στα σπίτια ετοιμάζεται το πιο λιτό, ίσως, γεύμα του χρόνου. Στο σπίτι μας στην Κάσο μαγειρεύουν πάντα φακές, αλλά πολύ διαφορετικά απ’ ότι τις κάνουν συνήθως. Νερόβραστες, αλάδωτες, μόνο με φρέσκο κρεμμυδάκι και καρότο. Και μόνο αυτή την ακριβή ημέρα βάζουν ξύδι ή πίνουν μια ατόφια κουταλιά, σε ανάμνηση του «όξος εποτίστεις» στον Σταυρό. Οι φακές ήταν συνηθισμένο φαγητό στο τραπέζι μας. Πολλές φορές σκέφτομαι πόσα πρόσωπα μπορεί να πάρει αυτό το ταπεινό όσπριο, που οι φακές της Εγκλουβής στη Λευκάδα απογειώνουν το μύθο του. Στο δικό μας νησί μαγειρεύονταν «φακόρυζο», αλλά στο μας τραπέζι έρχονταν με κριθαράκι. Όταν ήταν έτοιμες τις κατέβαζαν από τη φωτιά και έστεναν το τηγάνι για να τσιγαρίσουν στο ελαιόλαδο ψιλοκομμένο παλιό κρεμμύδι. Με αυτό τις άρτυζαν ή, αλλιώς, τις «τσίκνωναν», όπως χαρακτηριστικά έλεγαν.
Όλα ήταν φυσικά, ακόμη και το στεφάνι με τα πραγματικά αγκάθια που έπλεκαν με πόνο για να το περάσουν στο κεφάλι του Εσταυρωμένου την Μεγάλη Πέμπτη, αλλά και το «Μοιρολόι της Κεράς» που έλεγαν οι γυναίκες που ξενυχτούσαν τον Ιησού: «Σήμερο μαύρος ουρανός, σήμερο μαύρη μέρα, σήμερον εσταυρώσασι των πάντων Βασιλέα». Κι εμείς, οι έφηβοι, είχαμε ρόλο. Αυτή τη νύχτα επιτρεπόταν το κλέψιμο. Ήταν παράδοση να τρυγούμε νυχτιάτικα τους φτωχικούς κήπους του νησιού για να φέρουμε στις γυναίκες κάτι να φάνε στη διάρκεια της αγρύπνιας: μούσμουλα (που στην Κρήτη τα λένε «δέσπολα» και η γλυκόξινη γεύση τους ταιριάζει με τη χαρμολύπη των ημερών), χλωρά κουκιά και «γλυκίδια», ένα είδος λαθουριού το οποίο όταν ξεραινόταν το έκοβαν στον χερόμυλο και έκαναν το φάβα, και, φυσικά, ωμές αγκινάρες.
Πάντα στο Τόξο της Λύρας –στην Κρήτη, την Κάσο και την Κάρπαθο– οι τραγανές καρδιές των κηπευτικών (του μπρόκολου, του κουνουπιδιού, του γουλιού, του λάχανου) και οι νόστιμοι βολβοί (ραπανάκια, καρότα, ρέβες, ασκορδουλάκοι) ήταν ο πιο ταιριαστός μεζές για τη ρακή, αλλά τώρα στη νηστεία λαμβάνουν άλλο νόημα. Ιδιαιτέρως οι αγκινάρες, που η προτίμηση σε απεμπολισμένες από το καθημερινό διαιτολόγιο παλιές γεύσεις δεν μπορεί να κρυφτεί, γιατί όταν τις τρως ωμές μαυρίζουν τα δόντια και τα χείλια σου. Οι αγκινάρες αποζητούν λεμόνι και κάντιο θαλασσινό αλάτι του βράχου, αλλά τα δροσερά χόρτα –τα χλωρά κρεμμυδάκι, οι κορφές των παπούλων (που αλλού τις λένε «ασπρικουές»), το ήμερο και το άγριο σταμναγκάθι και τα κρίθαμα, που τώρα είναι οι εποχή τους, οι ασκορδουλάκοι τουρσί, αναζητούν το τελετουργικό ξίδι από κρασί, που διασκεδάζει ακόμη και την απουσία του ελαιόλαδου. Το ξίδι ζωντανεύει ακόμη και την πολύχρωμη, πρωτότυπη, αλάδωτη σαλάτα από τριμμένες καρδιές κηπευτικών και πιπεράτων βολβών, αλλά και τον πιο απλό μεζέ που είδαμε ποτέ, στην ηπειρωτική Ελλάδα αυτή τη φορά, το ωμό παλιό κρεμμύδι.
Αυτά ήταν κάποτε τα φυσικά «σνακ» της άνοιξης των παιδιών: τα κουκιά, τα γλυκίδια και τα χλωρά ρεβίθια. Αυτά τα τελευταία τα έχουμε ξεχάσει εντελώς, και θα τα θυμηθούμε μόνο αν περιδιαβάσουμε μια λαϊκή αγορά στην Κρήτη. Ολόκληρες οι άνυδρες ρεβιθιές πωλούνται πράσινες ακόμη, φορτωμένες με καρπούς. Τους ξεφλουδίζεις και γεύεσαι το δροσερό ρεβίθι. Αλλά ποιος είπε ότι το τραπέζι της νηστείας είναι μόνο ωμά χορτοφαγικό; Κανείς, όσο υπάρχουν τα σαλιγκάρια της στεριάς και της θάλασσας. Τα σαλιαγκάκια της Μήλου, τα μικροσκοπικά σαλιγκάρια, που εμφανίζονται αυτή την εποχή πάνω στα χόρτα, βρασμένα μόνο σε αλατισμένο νερό, είναι ένας εξαιρετικός μεζές.
Το ίδιο και οι «γυρευτοί» ανοιξιάτικοι, λιανοί χοχλιοί της Κρήτης. Και για όσους δεν ακολουθούν την απόλυτη νηστεία, υπάρχουν και οι κλασικοί κρητικοί χοχλιοί, οι μπουμπουριστοί, λαδωμένοι, αρωματισμένοι με ροσμαρί, και σβησμένοι με τελετουργικό ξίδι. Και βέβαια υπάρχουν και οι πεταλίδες που τρώγονται όπως ακριβώς, έχουν αποκολληθεί από το βράχο, χρησιμοποιώντας το όστρακο της μιας για να βγάλουν την άλλη. Εκτός από τη Μήλο, που τις μεγάλες τις βάζουν στη σχάρα, πάνω από τα αναμμένα κάρβουνα, για να βράσουν και να αποκολληθούν μέσα στα υγρά τους και στο χυμό του λεμονιού.
Ο Νίκος Γ. Μαστροπαύλος είναι δημοσιογράφος, δημιουργός της eudemonia.gr, ιστοσελίδας αφιερωμένης στον πολιτισμό των καθημερινών απολαύσεων στην Ελλάδα και στην Κύπρο.