Για τον Θέμη (Τσαγρή)
Κάποτε μια νύχτα θ’ ανοίξω
τα μεγάλα κλειδιά των τρένων
για να περάσουν οι παλιές μέρες.
Οι κλειδούχοι θα ‘χουν πεθάνει,
στις ράγες θα φυτρώνουν μαργαρίτες
απ’ τα παιδικά μας πρωινά.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα,
κουρασμένος από τους τόσους χειμώνες.
Τόσα τρένα
που δεν σταμάτησαν πουθενά,
τόσα λόγια
που δεν ειπώθηκαν,
οι σάλπιγγες βράχνιασαν,
τις θάψαμε στο χιόνι.
Που είμαι;
Γιατί δεν παίρνω απάντηση
στα γράμματά μου;
Κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν
απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες,
αλλά απ’ αυτό το πάθος μας
για κάτι πιο μακρινό.
Κι ο αγέρας που κλείνει
απότομα τις πόρτες
και μένουμε πάντοτε έξω
όπως απόψε
σε τούτο το ερημικό τοπίο
που παίζω την τυφλόμυγα
με τους νεκρούς μου φίλους.
Όλα τελειώνουν κάποτε.
Λοιπόν, αντίο!
Τα πιο ωραία ποιήματα
δε θα γραφτούν ποτέ..
Οι φίλοι του