Γράφει Δημήτρης Παγαδάκης
Κυριακή 28 Ιουλίου. Στο μικρό παρεκκλήσι της Μεταμόρφωσης στη Χώρα της Πάτμου η παλιά καμπάνα σήμαινε πένθιμα. Με τον μονότονο λυπητερό ήχο της αποχαιρετούσε τον για δεκαετίες πρωινό καλοκαιρινό προσκυνητή του νησιώτικου ναΐσκου.
Ο Μισέλ ντε Γκρες είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στα 85 του χρόνια σε νοσοκομείο της Αθήνας. Δεν θα επισκεπτόταν ποτέ ξανά αυτό τον απλό λατρευτικό χώρο της Ορθοδοξίας με τις ξεθωριασμένες αγιογραφίες και το ανθεκτικό στους αιώνες ξύλινο τέμπλο. Το σημείο όπου κατανυκτικά άδειαζε το μυαλό του αφήνοντας τη γαλήνη να γεμίσει το κενό. Εκεί όπου η ηρεμία του τοπίου τον αποσπούσε από τα ανεξερεύνητα μονοπάτια του παρελθόντος τα λησμονημένα γεγονότα και τις ξεχασμένες φιγούρες από τα επίσημα βιβλία της Ιστορίας. Η ησυχία του λιτού περιβάλλοντος τον αποτραβούσε από τα άγνωστα οικογενειακά μυστικά και τα πετράδια των στεμμάτων αυτοκρατόρων, μαχαραγιάδων, σουλτάνων και βασιλιάδων.
Το άπλωμα του πρωινού φωτός τον παρέσυρε σε στοχασμούς μακριά τις θαμμένες σαν σε όνειρο περιπέτειες εξεγερμένων επαναστατών και εκκεντρικών τυχοδιωκτών που περιπλανώνταν στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης. Χαρακτήρες που ζωγράφιζε σε πορτρέτα με λέξεις. Συγγραφικούς καμβάδες που πάνω τους άπλωνε με μεθοδική γλαφυρότητα το ανεξάρτητο πνεύμα, την ακόρεστη περιέργεια και την απέραντη ευρυμάθεια ενός παραγωγικού συγγραφέα. Εγραψε περισσότερα από τριάντα βιβλία. Μελέτες, δοκίμια, ιστορικά μυθιστορήματα, βιογραφίες, στα οποία αφηγούνταν συναρπαστικές ιστορίες με οξυδέρκεια, βαθιά γνώση και απαράμιλλο ταλέντο.
Ο συγγραφέας των best seller
Πάνε πάνω από 40 χρόνια από τότε που ο γαλλικός Τύπος τον εγκωμίαζε και ως «συγγραφέα των ταξιδιωτικών best seller». Δεν υπήρχε τότε επιβάτης αεροπλάνου, τρένου, λεωφορείου, βαποριού που να μην κουβαλούσε μαζί του το περίφημο μυθιστόρημα «Νύχτα στο Σεράι», το όποιο είχε πουλήσει πάνω από 2,5 εκατομμύρια αντίτυπα. Παρότι έμενε από τα 20 του κιόλας χρόνια επί έξι και πλέον δεκαετίες στην Ελλάδα, με πατρογονικές ρίζες στον τόπο και την καρδιά του αγκιστρωμένη στον εγχώριο πολιτισμό, έγραφε όπως ακριβώς σκεπτόταν, στη μητρική του γλώσσα, τα γαλλικά. Υπήρξε άλλωστε πολύγλωσσος από τα πρώτα του βήματα στον κόσμο. Μιλούσε αγγλικά με την νταντά του και γαλλικά με τη μητέρα του διαμένοντας σε έπαυλη του Παρισιού. Μιλούσε τα ιδιάζοντα ισπανικά του αποικιοκρατούμενου υπό γαλλική κηδεμονία Μαρόκου, καθώς έζησε σε απέραντα οικογενειακά κτήματα κοντά στην Ταγγέρη.
Ακολούθως έμαθε τα καστιγιάνικα ισπανικά, αφότου μετακόμισε σε ανακτορικού τύπου μέγαρο στη Μάλαγα. Γνώριζε ακόμη ιταλικά, καθώς πήρε πτυχίο Πολιτικών Επιστημών από το Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Την ελληνική γλώσσα την πρωτόμαθε καθυστερημένα, όταν υπηρέτησε επί τέσσερα χρόνια τη στρατιωτική του θητεία στα Τεθωρακισμένα. Μαθήτευσε στη γνήσια λαϊκή χροιά του λεξιλογίου της στους ελληνικούς στρατώνες. Ωστόσο, το ερώτημα που ανέκαθεν πλανιόταν γύρω του συνοψιζόταν στο πώς προέκυψαν τόσοι διαφορετικοί, ευκατάστατοι δίχως άλλο, τόποι διαμονής και από πού προήλθε τέτοιος ποικίλος λεξιλογικός πλούτος. Γεγονός που προϋπόθετε αριστοκρατικές καταβολές και υψηλής ποιότητας παιδεία. Η απάντηση ερχόταν πάντα αφοπλιστική. Μα φυσικά επειδή υπήρξε ένας αυθεντικός γαλαζοαίματος. Μια μοναδική φιγούρα μεταξύ των ευρωπαϊκών βασιλικών ελίτ, συνδεδεμένος εξ αίματος με τις μεγαλύτερες μοναρχικές δυναστείες της ηπείρου.
Ενας γεννημένος πρίγκιπας, χωρίς κληρονομικό τίτλο ευγενείας όμως και δικαιώματα διαδοχής σε θρόνο. Ούτε καν με διαθέσιμο ονοματεπώνυμο.
Δίχως επίσης αξιώματα, στολές, παράσημα, ξίφη, επίσημες παρελάσεις, δημόσιες εκδηλώσεις, αυστηρά πρωτόκολλα. Τις ειδικές χάρες, την αδιάλειπτη υπηρετική περιποίηση και τα ιεραρχικά προνόμια τα αποποιήθηκε νωρίς στη ζωή του. Μπούχτισε από την κολακεία που ενθάρρυνε μια τεμπέλικη ματαιοδοξία. Επληξε με την περίτεχνα σερβιρισμένη ανία σε ασημένιες πιατέλες και χρυσά μαχαιροπίρουνα που άστραφταν κάτω από το φως εντυπωσιακών πολυελαίων κρεμασμένων σε πανύψηλες ζωγραφισμένες οροφές. Βαρέθηκε τις απαιτήσεις και τους περιορισμούς μιας ρεζέρβας, όπως ήταν και ο ίδιος, στο όχημα του βασιλικού θεσμού. Κουράστηκε από τις υποχρεώσεις ενός άχαρου εθιμοτυπικού καθήκοντος με περισσότερο τελετουργικό ρόλο παρά ουσιαστική επιρροή στην άσκηση εξουσίας. Στα 25 του απαρνήθηκε τα δικαιώματά του στον ελληνικό θρόνο και έγινε ένας αποστάτης της μοναρχίας. Απέκτησε την ιδιότητα του πολίτη που συστηνόταν ακομπλεξάριστα απλώς ως Μισέλ ντε Γκρες. Εγινε ένας μποέμ, κοσμοπολίτης διανοούμενος και περιηγητής. Ενα από τα ελάχιστα μέλη των εστεμμένων οικογενειών, και ο μοναδικός από τη δική του, που δούλεψε τόσο σκληρά και «βιοπορίστηκε» για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ως εργαζόμενος γραφιάς. Στην απόδρασή του από το παλάτι πήρε μαζί του την αίσθηση της ιστορίας και την ευθύνη κατανόησης των αναγκών των απλών ανθρώπων.
Μετά τη διαφυγή του προς ό,τι εννοούσε απόκτηση της ελευθερίας του με κάθε κόστος, πιο πολύ με επίγνωση παρά αστειευόμενος, περιέγραφε συχνά στα βιβλία του ότι οι βασιλικοί απόγονοι είναι λείψανα της Ιστορίας. Οχι όπως εκείνα της θρησκευτικής παράδοσης των αγίων και οσιομαρτύρων που διατηρούνται στις εκκλησιές -στα οποία οι πιστοί αποδίδουν προσκυνήματα σεβασμού και τιμής-, αλλά ως αδιάφορα απομεινάρια ενός μυθικού -όχι πάντα τόσο ένδοξου- παρελθόντος.
Τα είχε προβλέψει τα χαΐρια τους πολύ προτού τον καλέσει το 1971 ως ιδιώτη πλέον ο Σάχης της Περσίας στα ερείπια της αρχαίας Περσέπολης. Εκεί όπου ο αυτόκλητος κληρονόμος της Περσικής Αυτοκρατορίας διοργάνωσε τον μεγάλο εορτασμό των 2.500 χρόνων από τότε που την ίδρυσε ο Κύρος ο Μέγας. Ο Μισέλ ήταν αυτόπτης μάρτυρας μια δοξασμένης -υποτίθεται- επετείου που αποδείχθηκε μια υπερχλιδάτη, ξιπασμένη, χιμαιρική και ενοχλητικά καρακιτσάτη παράσταση. Οκτώ χρόνια μετά ο Σάχης Ρεζά Παχλεβί θα ανατρεπόταν από τον απολυταρχικό του θρόνο, η δυναστεία του θα γινόταν σκόνη και θρύψαλα από τους εξεγερμένους σιίτες κατοίκους της χώρας και ο ίδιος θα πέθαινε ταπεινωμένος στην εξορία. Παρ’ όλα αυτά, ως συγγραφέας διατήρησε με άγρυπνη φροντίδα τα βαθιά συναισθήματα που τον δέσμευαν με τους προγόνους του. Οταν τον ρωτούσαν για το γενεαλογικό του δένδρο, απαντούσε μάλλον με στερεοτυπική απλότητα: «Ο πατέρας μου ήταν Ελληνας, η μητέρα μου Γαλλίδα, ο παππούς μου Δανός, η γιαγιά μου Ρωσίδα, η άλλη μου γιαγιά από την πλευρά της μητέρας μου κατά το ήμισυ Ισπανίδα. Και όλοι τους ανήκαν στη βασιλική οικογένεια των χωρών τους».
Μια πιο μικροσκοπική προσέγγιση των πρώτου βαθμού συγγενών του θα ανίχνευε περισσότερους λεπτομερείς τόπους και ονόματα. Ο πατέρας του πρίγκιπας Χριστόφορος ήταν το στερνοπαίδι από τα επτά παιδιά και ο 5ος και τελευταίος γιος του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου του Α’, πρώην πρίγκιπα Γουλιέλμου της Δανίας και της βασίλισσας Ολγας, πρώην μεγάλης δούκισσας Ολγας Κωνσταντίνοβκα της Ρωσίας. Από τη μεριά της η μητέρα του Φραγκίσκη (Φρανσουάζ) της Ορλεάνης ήταν θυγατέρα του Ιωάννη, δούκα του Γκιζ, εκ του οίκου των Βουρβόνων-Ορλεάνης, με πιο εξέχον μέλος του τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Φίλιππο, και της Ισαβέλλας της Ορλεάνης. Κάπου εδώ φαινομενικά κλείνει η εκ πατρός και μητρός του γαλαζοαίματη προέλευσή του. Ελα όμως που όπως όταν ο έρωτας φουντώνει περιπλέκεται, έτσι και τα δίκτυα των πολύτεκνων εστεμμένων οικογενειών όσο επεκτείνονται αλληλοδιαπλέκονται;
Οι σχέσεις με τον Κάρολο
Ο Μισέλ ντε Γκρες υπήρξε ανιψιός των βασιλέων της Ελλάδας Κωνσταντίνου του Α’, Γεωργίου του Β’›και Παύλου του Α’, καθότι και οι τρεις ήταν αδέλφια του πατέρα του. Ηταν επίσης πρωτοξάδελφος του Φιλίππου, δούκα του Εδιμβούργου, συζύγου της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ της Αγγλίας. Οι πατεράδες αμφοτέρων, οι πρίγκιπες Ανδρέας και Χριστόφορος, ήταν επίσης αδέλφια. Επομένως εκ του κοινού «γαλάζιου» αίματος στις φλέβες τους ο διάσημος συγγραφέας ήταν και μπάρμπας του σημερινού βασιλιά Καρόλου, για την πρόσφατη ενθρόνιση του όποιου ο τέως Ελληνας πρίγκιπας επιφύλαξε μια ειρωνική ατάκα με το παροιμιώδες δηκτικό αλλά και αυτοσαρκαστικό χιούμορ του. Μιλώντας στο κανάλι FOX NEWS, είπε για το ηγεμονικό βάρος που αναλαμβάνει ο Αγγλος ανιψιός του: «Δεν τον ζηλεύω καθόλου, πραγματικά τον καημένο.
Προφανώς θα αφοσιωθεί στο καθήκον του, αλλά προσωπικά δεν θα μου άρεσε καθόλου αυτή η δουλειά». Επίσης, υπήρξε θείος, παρότι μόλις έναν χρόνο μεγαλύτερος, του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου Β’ της Ελλάδας και της βασίλισσας της Ισπανίας Σοφίας. Χώρια που μια αδελφή του πάππου του Γεώργιου -ο οποίος δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1913-η πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, έγινε βασίλισσα της Αγγλίας και αυτοκράτειρα των Ινδιών. Παρομοίως, μια πρώτη ξαδέλφη του, η πριγκίπισσα Ελένη, στέφθηκε βασίλισσα της Ρουμανίας. Ασε πια το συγγενολόι του με τους βασιλιάδες της Δανίας. Αντιλαμβάνεται κανείς το σχεδόν απέραντο σύμπαν του σογιού του και την μπερδεμένη μέχρι πλήρους σύγχυσης διασπορά του πλήθους των ευγενών τιτλούχων συγγενών του σε όλη την Ευρώπη.
Τα πρώτα πλήγματα
Για την ιστορία, ο πρίγκιπας Χριστόφορος και η Φρανσουάζ της Ορλεάνης παντρεύτηκαν το1929 στο Παλέρμο. Για τον γαμπρό ήταν ο δεύτερος γάμος, καθώς η πρώτη σύζυγός του, η πλούσια Αμερικανίδα κληρονόμος Νόνι «Νάνσι» Λιντς, είχε πεθάνει από την επάρατη νόσο. Το νεόνυμφο ζευγάρι περιηγήθηκε στις βασιλικές αυλές της Γηραιάς Ηπείρου. Στα μπαρόκ σαλόνια των παλατιών τους διάφοροι άνακτες πρότειναν στον πρίγκιπα τους θρόνους της Πορτογαλίας, της Λιθουανίας και της Αλβανίας. Δεν δέχτηκε κανέναν. Εντέλει εγκαταστάθηκε με τη δεύτερη σύζυγό του σε ένα παλάτσο της Ρώμης. Εκεί, τον Ιανουάριο του 1939, αντίκρισε το πρώτο φως του κόσμου ο μοναχογιός τους, ο οποίος βαπτίστηκε Μιχαήλ, πρίγκιπας της Ελλάδας και της Δανίας. Η μοίρα του βρέφους δεν ήταν ευοίωνη.
Ο πατέρας του, ο κομψός, φαλακρός διοπτροφόρος Χριστόφορος, πέθανε στα 52 του την επόμενη χρονιά. Τον κήδεψαν με βουβή τελετή μια παγωμένη και μελαγχολική μέρα στα τέλη Ιανουαρίου του 1940 στην Αθήνα. Το ορφανό -ούτε ενός έτους μωρό- και η χήρα μάνα του μετακόμισαν στο Μαρόκο, στα σπίτια και τα κτήματα της γιαγιάς του Ισαβέλλας στο Λαράς κοντά στην Ταγγέρη και το Μααρίφ πλησίον της Καζαμπλάνκας. Από εκεί κατέφυγαν στην ουδέτερη Ισπανία του δικτάτορα στρατηγού Φράνκο. Ηδη ο φονικός Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν σε όλη την Ευρώπη. Επέστρεψαν μετά την απελευθέρωση από τους ναζί το 1948 στο Παρίσι.
Στα 14 του ο Μιχαήλ δέχεται ένα ακόμη συντριπτικό πλήγμα. Πεθαίνει πρόωρα στα 50 της χρόνια η μητέρα του. Αναλαμβάνει την κηδεμονία του ο θείος του Ερρίκος (Ανρί) ντ’ Ορλεάν. Αυτός τον στέλνει πίσω στο Μαρόκο στη γιαγιά του. Εκείνη δεν ξέρει τι να κάνει με ένα αγόρι που μπαίνει ορμητικά στην εφηβεία. Τον μεταβιβάζει στη ξαδέλφη του Μονίκ ντ’ Αρκούρτ και τον σύζυγό της κόμη Αλφρέντ Μπουλέιγ ντε λα Μερτ τον Νεότερο, που διατηρούν ένα κοντινό αγρόκτημα. Με τα πολλά, ο έφηβος επιστρέφει στο Παρίσι για να σπουδάσει σε ιδιωτικό σχολείο. Διαμένει στην έπαυλη μετά αχανούς κτήματος Manoir du Cœur Volant κοντά στις Βερσαλλίες, ιδιοκτησίας του θείου του. Εκεί, νεότατος, θα γευματίσει με τον Ρώσο πρίγκιπα Φέλιξ Γιουσούποφ, ο οποίος δολοφόνησε τον δαιμονικό ψευτοκαλόγερο Γκριγκόρι Ρασπούτιν. Θα δειπνήσει με τη θεία του, σύζυγο του πρίγκιπα Γεωργίου, αδελφού του πάτερα του, Μαρία Βοναπάρτη. Τη μικρανεψιά του Ναπολέοντα, στενή φίλη του Ζίγκμουντ Φρόιντ και από τους ιδρυτές της επιστήμης της Ψυχανάλυσης.
Ο μποέμ αριστοκράτης
Ανάμεσα σε εκλεκτούς συνδαιτυμόνες ο μικρός πρίγκιπας διαμορφώνει βαθμιαία τον δικό του αυτόνομο χαρακτήρα. Χορεύει με άνεση βαλς φορώντας tuxedo στις δεξιώσεις που παραθέτουν οι Αγγλοι αριστοκράτες στα πληθωρικά αρχοντικά τους στη βρετανική εξοχή. Συμμετέχει κομψός στα υπαίθρια κοκτέιλ πάρτυ με φρενήρη ρούμπα τα οποία διοργανώνει η βασίλισσα της Ολλανδίας Τζουλιάνα. Παραβρίσκεται ευθυτενής ως καλεσμένος στις επίσημες εκδηλώσεις του γαλλικού διπλωματικού σώματος διασταυρούμενος αναπάντεχα με τον πανύψηλο Γάλλο πρόεδρο στρατηγό Ντε Γκολ και τον υπουργό Εξωτερικών Ζακ Μορίς Κουβ ντε Μιρβίλ. Συναναστρέφεται σε βραδινές ψυχαγωγικές συγκεντρώσεις σε σικ παριζιάνικα διαμερίσματα διανοούμενους όπως ο σκηνοθέτης Μαρσέλ Πανιόλ και ο Γαλλοαργεντινός ακαδημαϊκός, δημοσιογράφος και μυθιστοριογράφος Ζοζέφ Κεσέλ. Χάρη στον κόμη θείο του όλες οι πόρτες της ελίτ είναι ανοικτές. Είναι μόλις 20 χρόνων και το μέλλον ανοίγεται διάπλατα αισιόδοξο για τον νεαρό Μιχαήλ. Ή μήπως όχι;
Τότε, αποφασίζει να έρθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Η βασιλευόμενη δημοκρατία είναι πλέον συνταγματικά κατοχυρωμένη. Ο αιματηρός εμφύλιος πόλεμος στη χώρα έχει λήξει πριν από μία δεκαετία και η μοναρχική δυναστεία, της οποίας αναπόσπαστο μέλος υπήρξε προπολεμικά ο πατέρας του, βρίσκεται στον ελληνικό θρόνο. Διατηρεί την έγνοια μην τυχόν και δεν τον συμπαθήσουν ως παρείσακτο πρίγκιπα εκ του εξωτερικού οι Ελληνες. Εχει όμως την ακράδαντη πεποίθηση ότι καταφθάνει για να μάθει από πρώτο χέρι τι έχει απομείνει από την ελληνική αρχαιότητα.
Οπως θα εξομολογηθεί αργότερα, θα του πάρει πολύ καιρό μέχρι να ανακαλύψει ότι αυτό που έχει μείνει ανέγγιχτο από την αρχαιότητα είναι ο ελληνικός λαός. Φιλοξενείται εκείνα τα φεγγάρια στο ανάκτορο του Τατοΐου και κάπου αποσβολώνεται νιώθοντας από αμήχανος έως έκπληκτος από τους δουλικούς υπηρέτες, τους πειθήνιους αυλικούς, την υστερόβουλη καμαρίλα. Αλλιώς έχει μάθει στη δημοκρατική Γαλλία. Αρκεί να κάνει ένα νεύμα με τα δάκτυλα ώστε να του πραγματοποιήσουν αμέσως κάθε επιθυμία. Δεν «στραβώνει», αλλά δεν αισθάνεται και άνετα σε αυτή την πρώτη επανασύνδεση με τις ελληνικές του ρίζες.
Ο έρωτας και η άδεια γάμου
Εχει όμως μπει στη ζωή του και, κυρίως, στην καρδιά του, μία μόλις έναν χρόνο νεότερή του κοπέλα από τον κύκλο της επονομαζόμενης τότε «καλής αθηναϊκής κοινωνίας». Η Μαρίνα Καρέλλα, κόρη του βιομηχάνου Θοδωρή Καρέλλα και της η Ελλης Χαλικιοπούλου, ένα καλλιτεχνικά ανήσυχο και δημιουργικά πρωτοπόρο κορίτσι των πρώιμων 60s. Στα δεκαέξι της έχει ξεκινήσει να δουλεύει με τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη που έμενε στον πάνω όροφο του σπιτιού της οικογένειάς της. Συνεργάζεται μαζί του στα σκηνικά των παραστάσεων της «Νόρμα» και της «Μήδειας» με την Ελληνίδα σοπράνο Μαρία Κάλλας στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Καθώς έχει αποφοιτήσει από τη Σχόλη Βακαλό με δάσκαλο τον Παναγιώτη Τέτση, θέλει να σπουδάσει στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Από την κοινή τους παρέα ο Μιχαήλ προσφέρεται να της συστήσει τους Παριζιάνους καλλιτέχνες φίλους του, στους οποίους τηλεφωνεί να την εξυπηρετήσουν. Οταν το καλοκαίρι του 1962 εκείνη επιστρέφει πλέον από την Πόλη του Φωτός στην Αθήνα αυτός είναι φαντάρος. Τον καλεί για να τον ευχαριστήσει στο οικογενειακό της σπίτι. Εκεί όπου ο φιλότεχνος πατέρας της έχει συλλέξει και αναρτήσει στους τοίχους έργα του Κλοντ Μονέ, του Αρμάν Γκιγιομέν και άλλων ιμπρεσιονιστών ζωγράφων. Οι δύο νέοι, αντί να χαζέψουν τους πίνακες, φεύγουν ολοταχώς για ολιγοήμερες διακοπές στην Υδρα.
Στο όρος Ερως του νησιού του Αργοσαρωνικού, με πανοραμική θέα, ανταλλάσσουν ρομαντικά όρκους αιώνιας αγάπης και αφοσίωσης. Σκοπεύουν να παντρευτούν. Δεν είναι και το ευκολότερο όμως. Οι άτεγκτοι των ανακτορικών αναχρονιστικών παραδόσεων και οι ροπαλοφόροι Ηρακλείς του στέμματος αντιδρούν φρικαρισμένοι στην ιδέα να νυμφευτεί ένας γαλαζοαίματος μια κοινή θνητή, απλή υπήκοο του βασιλείου. Την άδεια γι’›αυτόν τον «παράταιρο» γάμο μπορεί να τη δώσει υπό όρους και προϋποθέσεις σε μέλος της βασιλικής οικογένειας μόνο ο βασιλιάς ως ο αρχηγός του ελληνικού κράτους, εν προκειμένω ο ανιψιός του Κωνσταντίνος ο Β’. Ο μέλλων γαμπρός δεν το πολυσκέφτεται. Παραιτείται άμεσα από οποιαδήποτε αξίωση στον ελληνικό θρόνο και απαρνιέται συνειδητά κάθε κληρονομικό δικαίωμα διαδοχής σε αυτόν.
Το ζευγάρι παντρεύεται στο παλάτι της Αθήνας στις 7 Φεβρουαρίου 1965. Κουμπάρος ο βασιλεύς Κωνσταντίνος που τους αλλάζει τα στέφανα, ενώ το μυστήριο του γάμου τελεί ο ιερέας της Αυλής Ιερώνυμος Κοτσώνης, ο επί χούντας μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδας. Οι νεόνυμφοι επιλέγουν να ζήσουν σε μια εξοχική, για την εποχή, κατοικία, στα όρια Μαρουσιού και Κηφισιάς, επί της οδού Ευκαλύπτων, παραπλεύρως του Κτήματος Συγγρού. Εκεί οι δυο τους αφοσιώνονται στην Τέχνη που συναρπάζει τον καθένα. Η Μαρίνα ζωγραφίζει και ο σκέτα, άνευ τίτλου πλέον, Μιχαήλ γράφει. Εκδίδει τη μελέτη «Κρήτη, η χαμένη Ατλαντίδα» και το «Ιστορία, αδερφή μου, υπάρχει μέλλον;», το οποίο λαμβάνει Βραβείο Λογοτεχνίας στο Παρίσι.
Δικτατορία και αυτοεξορία
Τον Δεκέμβριο του 1967, μετά την αποτυχημένη απόπειρα αντιπραξικοπήματος του Κωνσταντίνου για την ανατροπή των χουντικών συνταγματαρχών, τους οποίους ο ίδιος είχε 9 μήνες πριν ορκίσει ως κυβέρνηση, ο βασιλιάς διαφεύγει στο εξωτερικό. Το μόνο μέλος της ελληνικής μοναρχικής οικογένειας που δεν ακολουθεί τον έκπτωτο πια άνακτα στην εξορία είναι ο τέως πρίγκιπας Μιχαήλ. Είναι πλέον απλός πολίτης. Πολιτογραφημένος Ελληνας που ακούει στο ονοματεπώνυμο Μισέλ ντε Γκρες, κάτι σύνηχο τέλος πάντων με το Μιχάλης Δεγκρές. Στα επόμενα τρία χρόνια θα γεννηθούν οι δύο κόρες του ζευγαριού. Η Αλεξάνδρα το 1968 και η Ολγα το 1971, οι οποίες με τους γάμους τους θα χαρίσουν αργότερα στους γονείς τους πέντε εγγόνια.
Η Μαρίνα και ο Μιχαήλ στην εκκίνηση της διεθνούς καταξίωσής τους, εκείνη ως διάσημη εικαστικός και γλύπτρια κι εκείνος ως αναγνωρισμένος συγγραφέας, θα μετακομίσουν στην αρχή της Μεταπολίτευσης από την Ελλάδα στο Παρίσι. Θα εγκατασταθούν στη γαλλική πρωτεύουσα δουλεύοντας ανελλιπώς και κτίζοντας αμφότεροι πετραδάκι-πετραδάκι το δημιουργικό τους κύρος.
Το παριζιάνικο διαμέρισμά τους στη Rue de Poitiers, στο εύπορο 7ο Διαμέρισμα, κοντά στην προκυμαία του Ορσέ στον Σηκουάνα, θα γίνει τόπος συναντήσεων των στενών φίλων τους καλλιτεχνών και διανοουμένων. Ανάμεσά τους οι εικαστικοί Νίκι ντε Σεντ Φαλ με τον σύζυγό της Ζαν Τινγκελί, ο εκδότης Ολιβιέ Ορμπάν, ο εξπρεσιονιστής ζωγράφος και ποιητής Οσκαρ Κοκόσκα, ο συγγραφέας Φρεντερίκ Μιτεράν, ανιψιός του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Μιτεράν.
Επειτα από έξι χρόνια διαμονής στο Παρίσι το ζευγάρι μετοικεί στη Νέα Υόρκη. Μένει επί 13 χρόνια στο Μανχάταν, με την καριέρα εκάστου στο είδος της τέχνης που υπηρετεί να εκτινάσσεται. Στην αμερικανική μεγαλούπολη των 80s οι δυο τους συναναστρέφονται με τον Αντι Γουόρχολ, τον Μικ Τζάγκερ, τον Αλέξανδρο Ιόλα, τον Βίλεμ ντε Κούνινγκ, τον Ζαν Μισέλ Μπασκιά, ο οποίος εκείνα τα χρόνια είναι βοηθός της Μαρίνας, τον φωτογράφο Ρόμπερτ Μάπλθορπ. Ενα φιλοτεχνημένο ασπρόμαυρο πορτρέτο του τελευταίου που αποτυπώνει την Καρέλλα κοσμεί μέχρι σήμερα το στούντιό της στην Πάτμο. Παράλληλα, οι δυο τους ταξιδεύουν στον κόσμο παραμένοντας ευαίσθητοι και αλληλέγγυοι ανθρωπιστές.
Ο Μισέλ βιώνει μια τραγική εμπειρία όταν ένα 6χρονο κοριτσάκι με καταγωγή από το Πουέρτο Ρίκο και την Κούβα ονόματι Ελίζα -του οποίου την εκπαίδευση έχει αναλάβει ο ίδιος- δολοφονείται άγρια από τη ναρκομανή μητέρα του και τον εραστή της. Η αποτρόπαια ανθρωποκτονία ενός αθώου θύματος γίνεται σοκαριστικό πρωτοσέλιδο και αυτομάτως αιτία για να θεσπιστεί «Ο Νόμος της Ελίζας» που επανακαθορίζει τις ευθύνες του κράτους και των κοινωνικών υπηρεσιών σε ό,τι αφορά την προστασία των παιδιών.
Συγκλονισμένος ο συγγραφέας, αναζητά μαζί με τη συντετριμμένη σύζυγό του κάποιον τρόπο ώστε να αναλάβουν δράση υπέρ των κακοποιημένων ή παραμελημένων παιδιών. Συστήνουν και χρηματοδοτούν το μη κερδοσκοπικό σωματείο ELIZA με σκοπό την πρόληψη, αντιμετώπιση θεραπεία και αποκατάσταση της κακοποίησης των παιδιών. Πρωτοστατούν στη δημιουργία της έδρας του στην οδό Ερμού, στην Αθήνα, καθώς και ενός ξενώνα στο Μαρούσι για κακοποιημένα Ελληνόπουλα. Εδώ, στη χώρα όπου το ζευγάρι θα επιστρέψει, καθώς είναι ο τόπος όπου έχουν τις ρίζες τους και έχει διαμορφώσει την κουλτούρα τους.
Στην Πάτμο
Πάνε περισσότερα από 40 χρόνια από τότε που το ζευγάρι αγόρασε και ανακαίνισε το σπίτι του στη σκιά του μοναστηριού στο Νησί της Αποκάλυψης, την Πάτμο. Εκεί όπου επέστρεφε μετά την πρωινή θερινή τελετουργία του στοχασμού του στο κοντινό παρεκκλήσι ο Μισέλ. Παρέδιδε τα κλειδιά στη Μαρία, τη μαγείρισσα του σπιτιού του, η οποία καθάριζε και φρόντιζε το ξωκλήσι, μέχρι να της τα ξαναζητήσει την επόμενη μέρα. Πίστευε ότι η ποιμαντορική δύναμη της Ελληνικής Εκκλησίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πατρίδα. Και έως ότου να γυρίσει το άλλο πρωί στον τόπο του διαλογισμού του, καθόταν κάτω από ένα πεύκο σε ένα σπιτικό τραπέζι με φρέσκα σύκα, καφέ και κουλουράκια από το τοπικό φουρνάρικο. Για να ασχοληθεί με το είδος του ιστορικού μυθιστορήματος που κάθε φορά έγραφε με φρέσκια μεσογειακή πνοή. Για τους ντόπιους νησιώτες ήταν ένας ευγενικός, προσιτός και κοινωνικός άνθρωπος με τρανταχτό γέλιο, κάποιες φορές πολυλογάς, αλλά όχι φλύαρος.
Για τον κύκλο των φίλων του ήταν σίγουρα ένας πολυταξιδεμένος κοσμοπολίτης και ενορατικός παρατηρητής. Η περιγραφή του, όμως, δεν χωρούσε σε συμβατικά μονοπάτια, καθώς η ενασχόλησή του με το αχανές ιστορικό πεδίο δεν καλουπωνόταν σε μια αισθητικά γραμμική αφήγηση της προσωπικότητάς του. Θαύμαζαν ωστόσο τον ισχυρό δεσμό συνοχής με τη σύζυγό του έπειτα από 60 χρόνια συμβίωσης. Ηταν γι’› αυτούς δύο όντα τόσο ελεύθερα που συνδέονταν άρρηκτα με την από κοινού απόλυτη ενέργεια αφοσίωσης στη ζωή και προσήλωσης στην τέχνη τους.
Αδιευκρίνιστο πάντως τι αναλογιζόταν σιωπηλά ο συγγραφέας εκείνα τα πρωινά, διαβαίνοντας την ένατη δεκαετία της ζωής του στον τελευταίο επίγειο παράδεισό του στο νησί της Δωδεκανήσου. Μπορεί τα πολύβουα παζάρια του Λιβάνου, του Χαλεπιού, της Κωνσταντινούπολης, τα οποία επανειλημμένα περπάτησε. Ισως πάλι τις μεσογειακές ακτές από την Ταγγέρη ως το Μονακό και από εκεί ως τα Κύθηρα τις οποίες διέπλευσε. Ενδεχομένως τα νοσταλγικά παιδικά του χρόνια στη σκόνη της παραπλήσιας Σαχάρας ή στις μεξικάνικες χασιέντες της Οαχάκα στους πρόποδες της Σιέρα Μάδρε, όπου έμεινε στα νιάτα του. Ποιος ξέρει, ίσως ο νους του να έτρεχε στα στρατόπεδα των τανκ στη Μακεδονία όπου υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. Πιθανόν πάλι να αναλογιζόταν τις πολλαπλές επισκέψεις του στην κεντρική Ινδία των ιερών ναών, ποταμών και αγελάδων, των εργόχειρων πολύχρωμων υφαντών από παραδοσιακούς αργαλειούς. Είναι όμως μάλλον βέβαιο ότι συμφωνούσε με την επισήμανση του Σαρτρ ότι τις ιστορίες δεν τις διηγείται η πραγματικότητα, αλλά η γλώσσα των ανθρώπων και η μνήμη.
Μόνο που η δική του μνήμη φαίνεται να απείχε από τους βασιλικούς θυρεούς και τα μοναρχικά παλάτια στα οποία έζησε, φιλοξενήθηκε, διασκέδασε και περιπλανήθηκε. Αριστο ως υλικό για μυθοπλασίες αλλά όχι για προσωπικές εξιστορήσεις. Είχε, άλλωστε, διαλέξει τον δικό του δρόμο για να πορευτεί σε μια γεμάτη εμπειρίες ζωή. Χωρίς να παρεκκλίνει από τη δύσβατη ρητορική ατραπό του αγαπημένου του Γάλλου προγόνου Λουδοβίκου Φιλίππου. Εκείνου του πρώην τυχοδιώκτη, «αστού-πολίτη βασιλιά» και αντισυμβατικού μονάρχη που διακήρυσσε ότι «μπορώ να διαλέγω τους φίλους μου, αλλά όχι το σόι μου».