Συντάκτης: Νίκος Τζιανίδης
Ήταν ο Τιτανικός της Ελλάδας: το ναυάγιο του οχηματαγωγού «Ηράκλειον» που συνέβη μια νύχτα που η θάλασσα λυσσομανούσε στο Μυρτώο Πέλαγος κι ο Θεός δεν άκουγε τις οιμωγές των ανθρώπων…
Σαν το νερό της βροχής, έχουν χυθεί στη θάλασσα, χρόνια 58 από τότε: 8 Δεκεμβρίου του 1966. Κι αν ο χρόνος έγινε για να κυλάει, οι μνήμες φτιάχτηκαν για να στέκουν αρυτίδωτες σαν βράχοι πάνω από τα κύματα των καιρών και να πονάνε όσους τους σήκωσαν με δάκρυ, πόνο, νοσταλγία και αγιάτρευτους καημούς.
Οι μνήμες από το ναυάγιο του οχηματαγωγού «Ηράκλειον» στέκουν εκεί: πιο πλατιές από τη βραχονησίδα Φαλκονέρα, πιο βαθιές από τα νερά του Μυρτώου Πελάγους που έστειλαν στον Κόσμο της σιωπής 200 τόσες ψυχές· κι οι μνήμες μένουν απέθαντες και πάντα ανταριασμένες μέχρι να κλείσουν τα μάτια και του τελευταίου που ακόμα θυμάται…
Σήμερα θα ξεφυλλίσουμε τα αντίτυπα της εφημερίδας «ΕΘΝΟΣ» που τυπώθηκαν με ημερομηνία 8 και 9 Δεκεμβρίου του 1966 και θα γυρίσουμε τον χρόνο εκεί: στην τραγωδία, τη χειρότερη ναυτική μέχρι τότε, που έκανε ολόκληρη την Ελλάδα να δακρύσει και να σκύψει με δέος πάνω από την Κρήτη…
Εβυθίσθη, πιθανώς αύτανδρον
Πρωτοσέλιδος τίτλος στο «ΕΘΝΟΣ» (να σημειώσουμε ότι εκείνη την εποχή οι εφημερίδες τυπώνονταν λίγο πριν αρχίσει να χαράζει και συνεπώς προλάβαιναν τα γεγονότα που συνέβαιναν μέσα στην προηγούμενη νύχτα, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες) της 8ης Δεκεμβρίου του ’66: Εβυθίσθη, πιθανώς αύτανδρον, το φέρρυ μπώτ «Ηράκλειον». Ο υπέρτιτλος τρομάζει: Ανοικτά της νησίδος Φαλκονέρας – Με 262 ανθρώπινες ψυχές.
Και περνάμε στο ρεπορτάζ που δημοσιεύεται στην πρώτη σελίδα: «Το Φέρρυ Μπώτ «Ηράκλειον», το οποίον τας πρώτας πρωινάς ώρας είχεν εκπέμψει σήμα κινδύνου ανοικτά της νησίδος Φαλκονέρας εβυθίσθη την 2.10 π.μ. αύτανδρον». Από εδώ και μετά κρατάμε τον σημερινό τρόπο γραφής και την ορθογραφία της εποχής μας.
«Η πληροφορία αυτή δόθηκε από το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, όταν το οχηματαγωγό «Χανιά», το οποίο έφτασε στο στίγμα που είχε δώσει το «Ηράκλειον», δεν βρήκε τίποτα, αν και ερεύνησε την περιοχή επί πολλή ώρα με τους προβολείς του. Την 8η πρωινή το τραγικό γεγονός επιβεβαιώθηκε από το υπουργείο Ναυτιλίας. Στο σκάφος επέβαιναν 206 ταξιδιώτες και 56 άτομα ως πλήρωμα. Επίσης στις 9:20 το πρωί, στο υπουργείο Ναυτιλίας, ελήφθη σήμα του αεροσκάφους που έφθασε στην περιοχή της Φαλκονέρας, το οποίο από κοινού με το επιβατικό «Χανιά» και ένα φιλανδικό ερευνά το χώρο του ατυχήματος. Το σήμα αναφέρει ότι παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες, ουδέν ίχνος του ναυαγίου ευρέθη, μέχρι στιγμής. Οι έρευνες συνεχίζονται, ενώ παράλληλα έχουν ειδοποιηθεί να σπεύσουν προς τη Φαλκονέρα και άλλα τρία σκάφη. Υπάρχουν, εντούτοις, ελπίδες μέλη του πληρώματος και επιβάτες να έπεσαν στη θάλασσα λίγο πριν από το ναυάγιο και να κατευθύνθηκαν προς τη βραχονησίδα Φαλκονέρα. Εφόσον τελικά έχει χαθεί το σκάφος, θα πρόκειται περί μιας εκ των μεγαλύτερων μεταπολεμικών ναυτικών τραγωδιών στις ελληνικές θάλασσες. Είχε προηγηθεί η τραγωδία του «Xειμάρρα» στον Ευβοϊκό και της κορβέτας «Σπερχειός» στο Αιγαίο. Στη Φαλκονέρα, όπως είναι γνωστό, είχε προσαράξει και το επιβατικό «Αδρίας» χωρίς όμως πολλά ανθρώπινα θύματα. Το «Ηράκλειον» είχε εκπέμψει την 03:30 πρωινή το σήμα κινδύνου και ανέφερε ότι αντιμετωπίζει κίνδυνο αμέσου βυθίσεως, λόγω ρηγμάτων που είχε υποστεί από τη θαλασσοταραχή».
Απωλέσθη πάσα ελπίς…
Αυτά ήταν τα πρώτα ρεπορτάζ που πάγωσαν την Ελλάδα με το που ξημέρωσε δυο μέρες μετά του Αγίου Νικολάου, του προστάτη των ναυτικών. Το 1966, τηλεοπτικά κανάλια δεν υπήρχαν, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί (κρατικοί μόνο) περίμεναν από τις εφημερίδες τις ειδήσεις και οι πολίτες στέκονταν με το κεφάλι γερμένο μπροστά στα περίπτερα για να διαβάσουν τα έκτακτα παραρτήματα των εφημερίδων και τα ρεπορτάζα απί την περιοχή της τραγωδίας. Και την επόμενη ημέρα, στις 9 Δεκεμβρίου, οι λεπτομέρειες συνταράσουν.
Πρώτη σελίδα και βασικός τίτλος δύο οκτάστηλων αράδων με κεφαλαία στοιχεία: ΑΠΩΛΕΣΘΗ ΠΑΣΑ ΕΛΠΙΣ – ΥΠΑΡΧΕΙ ΒΑΡΕΙΑ ΕΥΘΥΝΗ;
Ο υπέρτιτλος ξεκαθαρίζει: 46 Διεσώθησαν, 224 Αγνοούνται – Πιθανόν, όμως, τα θύματα να είναι περισσότερα.
Στη μέση της σελίδας, με την υπογραφή του Σταύρου Ψυχάρη (δημοσιογράφου, μετέπειτα εκδότη και διευθυντή της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ» και αργότερα ιδιοκτήτη του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη) διαβάζουμε την πολιτική προέκταση της τραγωδίας: «Ευθύνες ζήτησε η Βουλή για το τραγικό ναυάγιο που συγκλονίζει την Ελλάδα. Ενώ εκφραζόταν θλίψη και οδύνη από την πολιτική ηγεσία της χώρας διατυπωνόταν συγχρόνως-εμφαντικά το ερώτημα: «Τις πταίει;». Και το ερώτημα για τις τυχόν ευθύνες για το συγκλονιστικό ναυάγιο του «Ηρακλείου» έλαβε μορφή σαφέστατη όταν μετά τις ομιλίες των πολιτικών αρχηγών η Βουλή εξέδωσε το κάτωθι ψήφισμα: “Η Εθνική Αντιπροσωπεία εν βαθειά οδύνη και συγκινήσει ήκουσε τας ανακοινώσεις διά το ναυάγιον… Ολόκληρος ο ελληνικός Λαός πενθεί δια την θαλάσσιαν τραγωδίαν… Και η Εθνική Αντιπροσωπεία συμμετέχει εις το γενικόν πένθος… Οι αντιπρόσωποι του Έθνους ζητούν την άμεσον και αυστηράν διοικητικήν και δικαστικήν διερεύνησιν των συνθηκών υπό τας οποίας έλαβε χώραν το τραγικόν θαλάσσιον δυστύχημα και τον καταλογισμόν ευθυνών εις τους τυχόν υπευθύνους και έτι πλέον καλούν την κυβέρνησιν να συμπαρασταθεί ηθικώς και υλικώς εις τας απορφανισθείσας οικογενείας των τραγικών θυμάτων του ναυαγίου”.
Κι από τότε– κοντά 60 χρόνια πριν- και μέχρι σήμερα, τίποτα δεν έχει αλλάξει μετά τις τραγωδίες: οι συγγενείς και φίλοι οδύρονται, οι δημοσιογράφοι- δήθεν- συμπάσχουν, η κοινή γνώμη- δήθεν- εξοργίζεται και οι πόλιτικοί της Αντιπολίτευσης βάλλουν κατά της Κυβέρνησης και οι μεν και οι δε- δήθεν- συντετριμμένοι… Κι’ αλλοίμονο σε εκείνους που «έφυγαν» και τρις αλλοίμονο σ’ αυτούς που έμειναν και κλαίνε…
Στο βασικό σχόλιο της εφημερίδας υπάρχει μια παράγραφος που θυμίζει μέρες του 2023 μετά την τραγωδία των Τεμπών και νύχτες του 2018 έπειτα από το Ολοκαύτωμα στο Μάτι: «Η χθεσινή τραγωδία ας προσφέρει και μίαν υπηρεσίαν: Οι 220 απολεσθέντες ας είναι η τελευταία προσφορά προς τον Μινώταυρον της απληστίας»… Πολιτική σπέκουλα με 200 τόσες ψυχές να θαλασσοδέρνονται και άλλες τόσες οικογένειες να στηθοχτυπιούνται…
Λάθη και παραλείψεις…
Και σε μονόστηλο, χαμηλά, στη μέση της 1ης σελίδας κάτι πιο ουσιαστικό από τα κροκοδείλια δάκρυα: Οι ΕΙΔΙΚΟΙ: Παραλείψεις εις τους όρους ασφαλείας του σκάφους- Ελαστικός ο έλεγχος.
Και στο ρεπορτάζ: «Στην κακή τοποθέτηση των αυτοκινήτων μέσα στο πλοίο, την ελλιπή κατασκευή του συστήματος ασφάλειας της μπουκαπόρτας και την έλλειψη συστήματος εκροής των εισερχομένων υδάτων, αποδίδουν ειδικοί την βύθιση του «Ηρακλείου». Επίσης κάνουν λόγο για ελαστικότητα των αρμόδιων υπηρεσιών ως προς τον καθορισμό των όρων που πρέπει να πληρούν τα δρομολογούμενα σκάφη και τον έλεγχο συνθέσεως των πληρωμάτων. Συγκεκριμένα τονίζουν: δεν θα έσπαζε η μπουκαπόρτα εάν είχε πλήρες σύστημα κλείστρων όπως προβλέπουν οι κανονισμοί για αυτές τις περιπτώσεις, όπως επίσης και αν τα οχήματα ήταν καλά προσδεδεμένα.
-Παρά το σπάσιμο της μπουκαπόρτας και την εισροή των υδάτων πάλι οι ζημιές θα ήταν περιορισμένες εάν υπήρχε σύστημα εκροής υδάτων…».
Σας θυμίζει τίποτα το πιο πάνω ρεπορτάζ; «Εξπρές Σαμίνα» μήπως; Αμαξοστοιχία των Τεμπών; Γι’ αυτό, η Ελλάδα «…ποτέ δεν πεθαίνει»: δίνουν άλλοι τις ανάσες τους γι’ αυτήν κι’ ο κρατικός μηχανισμός απολαμβάνει τη ραστώνη με πλαδαρότητα και αδιαφορία που κρατάει από γενέσεως του Νεοελληνικού Κράτους…
Ένας ναυαγός διηγείται
Και κλείνουμε με κάποιες συγκλονιστικές αφηγήσεις που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» της 9ης Δεκεμβρίου του 1966.
Ο τίτλος: «… Κ’ έπειτα ένα κύμα τον πήρε κ’ επνίγηκε».
Το ρεπορτάζ: «Μια κόκκινη γραμμή, κάτω από τη λέξη τραγωδία είναι η αφήγηση του Ιορδάνη Ζιγγιρίδη. Όπως ο ίδιος έζησε το ναυάγιο, όπως ο ίδιος το θυμάται και δακρύζει- με τα μάτια του κόκκινα απ’ το πετρέλαιο- κανείς τολμηρός σεναριογράφος δεν θα μπορούσε ποτέ να το φανταστεί. Ο Ζιγγιρίδης, υποκελευστής στο «Πάνθηρ», πήρε τη μηνιαία άδειά του και ερχόταν στην Αθήνα για Χριστούγεννα. Πάνω στη γραμμή, που ενώνει νοερά την Κρήτη με τον Πειραιά, έζησε τη συγκλονιστικότερη περιπέτεια της ζωής του. Δέκα ώρες δίπλα ακριβώς στο θάνατο, στη μέση μιας θάλασσας που απειλούσε τη ζωή του, ανάμεσα σε πτώματα που επέπλεαν δεμένα στα σωσίβια τους. Συγκλονιστική η αφήγηση του, είναι, ίσως, το μεγαλύτερο ντοκουμέντο του δραματικού ναυαγίου.
»Χαρούμενος που έφευγα από την Κρήτη. Ε, όσο να ναι, μια μηνιαία άδεια δίπλα στους δικούς σου είναι κάτι που το ονειρεύεσαι συνέχεια. Ένας φίλος μου απ’ το καράβι, την ώρα που έφευγα, προσπάθησε να με κάνει να αλλάξω γνώμη. “Δεν μένεις Ιορδάνη να φύγουμε παρέα αύριο;” είπε. Δεν έβλεπα όμως την ώρα να γυρίσω. Και έτσι μπήκα στο “Ηράκλειον”. Ήμουν ψόφιος από την κούραση. Σκέφτηκα την αδερφή μου, τη μάνα μου, που θα με περίμεναν τα Χριστούγεννα στο σπίτι και κοιμήθηκα.
»Τώρα που το καλοθυμάμαι, ακούγα μεσ’ στον ύπνο μου έναν πνιχτό ρυθμικό θόρυβο που έμοιαζε με αργό μουντό χτύπο καρδιάς. Κάτι σαν να χτυπάγανε σφυρί πάνω σε αμόνι και το σφυρί αυτό να ‘τανε τυλιγμένο με πανί. Έπειτα, ξαφνικά, το χτύπημα έγινε τόσο μεγάλο, που ξύπνησα και πετάχτηκα όρθιος. Η βουή του με είχε συγκλονίσει. Περισσότερο ξύπνησα γιατί τα πόδια μου πατούσαν κάτι κρύο. Ήταν που το καράβι είχε γείρει και είχα πέσει και εγώ σαν να ‘μουν όρθιος στον τοίχο. Πετάχτηκα πάνω. Το σκοτάδι ήτανε πηχτό και δεν έβλεπα, αλλά ήξερα πως κάτι άσχημο είχε γίνει. Βρήκα την πόρτα, την άνοιξα και άρχισα να τρέχω με το σωσίβιο γαντζωμένο στα χέρια μου. Δεν υπήρχε για μένα τίποτα πιο πολύτιμο εκείνη την ώρα. Οι φωνές σμίγανε με το βουητό των κυμάτων και στο καράβι πάνω δεν μπορούσες να σταθείς. Είχε γείρει τόσο που αναγκαζόμουν να πηγαίνω συρτός, σχεδόν, για να φθάσω έξω.
»Όταν ετοιμάστηκα να πηδήξω άρχισαν να έρχονται κι άλλοι. Πέρασα το σωσίβιο, το έδεσα και βούτηξα. Παναγιά μου, το νερό ήταν παγωμένο και το κύμα ψηλό σαν βουνό. Ούτε που σκέφτηκα ότι θα σωθώ. Άρχισα να χτυπάω το κύμα με τα χέρια μου γιατί το ‘βλεπα σαν εχθρό εκείνη την ώρα. Δίπλα μου είδα τον δίοπο Καλογιάννη, συμμαθητή και φίλο από τον «Πάνθηρα». Είχε πιαστεί από μια πόρτα τού βαποριού και έπλεε “Κούνα τα χέρια σου Καλογιάννη, θα βουλιάξεις” φώναξα. Ούρλιαξα περισσότερο για να ακουστώ πάνω από τον άνεμο. Ο Καλογιάννης δεν μίλησε. Ήρθε ένα κύμα και αναποδογύρισε την πόρτα. Κολύμπησα κοντά του, έπιασα το κεφάλι του από τα μαλλιά και τον γύρισα κανονικά. “Κούνα τα χέρια σου, θα παγώσεις. Κατάλαβες;” φώναξα πάλι. “Εντάξει” είπε. Δεν μπορούσα να δω. Το πετρέλαιο έμπαινε στα μάτια μου, στα αυτιά μου και στο λαρύγγι μου. Νόμιζα ότι καιγόμουν. Ήταν πολύ περίεργο αυτό που ένιωθα. Παγώνα από τη θάλασσα και καιγόμουν από το πετρέλαιο. Έβηχα συνεχώς.
»Ο Καλογιάννης γύρισε από κάτω ξανά. Τον έφερα στην πρώτη του θέση και φαινόταν χαμένος. “Κούνα τα χέρια σου διάβολε” φώναξα με όση δύναμη είχα. Ετοιμάστηκε να πει κάτι. Και εκείνη τη στιγμή ήρθε ένα κύμα μεγάλο και τον πήρε και πνίγηκε. Φώναξα “Καλογιάννη Καλογιάννη” μ’ άκουσα μόνο φωνές από το πλοίο και τίποτα άλλο. Γαντζώθηκα στην πόρτα και άρχισα να κουνάω χέρια και πόδια για να μην παγώσω. Ήταν ατελείωτες οι ώρες. Έκλεισα τα μάτια και έπειτα είπα: “Τι κάνεις; Θα κοιμηθείς και χάθηκες”. Άνοιξα τα μάτια μου ξανά και τα μάτια μου τσούζανε από το πετρέλαιο. Νόμιζα ότι είχα τυφλωθεί. “Τώρα” είπα, θα πάω στη μάνα μου τυφλός και αυτή θα κλαίει από τη στεναχώρια της. Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι σώθηκα. Το σκοτάδι και η θάλασσα και η φουρτούνα είναι φοβερό πράγμα. Φοβερό! Νιώθεις όπως όταν βλέπεις ένα κακό όνειρο που δεν μπορεί κανείς να σε βοηθήσει.
Το μοιραίο ψυγείο
»Μακριά έπλεε το ψυγείο (σ.τ.σ. ένα αυτοκίνητο-ψυγείο προκάλεσε το ρήγμα στο πλοίο). Ε, αυτό το ψυγείο σφυροκόπαγε τη μπουκαπόρτα και ήταν η αιτία του κακού. Τ’ άκουγα που το φώναζαν οι άλλοι και τώρα που άρχιζα να το ξεχωρίζω, στο πρώτο φως της μέρας, είπα: “Για κοίτα, ρε, κι αυτό το ψυγείο, το περιμέναμε μια ώρα να φορτωθεί. Κι αυτό το ψυγείο θα μας πνίξει όλους και θα φτάσει πλέοντας στον Πειραιά”.
»Έπειτα πέρασε ένα αεροπλάνο. Έριξε φωτοβολίδα και είπα: “Άντε Ιορδανή, σώθηκες, σε λίγο θα ‘ρθουν να σε πάρουν”. Τα δάχτυλά μου είχαν ματώσει και δεν μπόραγα για να κρατήσω την πόρτα αλλά έπρεπε. Και κρατήθηκα δέκα ολόκληρες ώρες. Ξημέρωσε για καλά. Οι ώρες πέρναγαν χωρίς να τις καταλάβω. Κρύωνα το ίδιο, έβηχα το ίδιο, έκαιγα. Και δεν έβλεπα τίποτα μπροστά μου. Τίποτα. Μόνο σωσίβια που έπλεαν αριστερά και δεξιά μου. “Είσαι ζωντανός;” τους φώναζα και έπειτα τα σήκωνα και έβλεπα πτώματα. Ήμουν κοκαλιασμένος και έκλαιγα. Για τον Καλογιάννη, για μένα, για τα σωσίβια που δεν είχαν ανθρώπους ζωντανούς…
»Και έπειτα, ρε φίλε, ήρθε το βαπόρι και με μάζεψε μέσα απ’ το κύμα. Και ξέρεις δεν ήθελα να αφήσω την πόρτα που βάσταγα. Και μου φωνάζανε ανέβα και δεν άκουγα. Και έπειτα, φίλε, μ’ ανέβασαν επάνω και μου δώσανε ρούχα να φορέσω και γιατρικά. Πόναγα στη μέση μου-εκείνη η άτιμη σανίδα που με χτύπησε. Μου δώσανε καυτό τσάι και φαΐ. Και να ξέρεις, φίλε, ήτανε το ωραιότερο που φαΐ και ας μην το μαγείρεψε η μάνα μου. Ο Ζυγγιρίδης (Ζογκρίδη τον έχει μετατρέψει εδώ ο δαίμων του τυπογραφείου) σφίγγει την αδερφή του που κλαίει με λυγμούς, στο στήθος του, της χαϊδεύει τα μαλλιά και τα κατακόκκινα ματωμένα μάτια του δακρύζουν. Βιάζεται να βγει από το «Μίνως» (σ.τ.σ. πλοίο που περισυνέλλεξε ναυαγούς) βιάζεται να κατρακυλήσει στη σκάλα γιατί κάτω, μέσα στο πλήθος που χειρονομεί, φωνάζει, κλαίει παρακαλεί, ικετεύει, βρίσκεται η μάνα του. Και τον περιμένει…». Η γλαφυρή και συγκινητική περιγραφή έχει υπογραφή: Νίκος Μαστοράκης!
Πνίγηκε το όνειρο στη Φαλκονέρα
Και κάποιες ΜΙΚΡΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ, μεγάλου πόνου, καταγεγραμμένες: «Γλύτωσα σαν από θαύμα γιατί δεν ξέρω να κολυμπάω. Ούτε κι εγώ ξέρω τι με κράτησε στη ζωή». Το είπε ένας από τους ευτυχισμένους επιβάτες που γύρισαν στον Πειραιά.
*** «Έχασα εβδομήντα απ’ τους ανθρώπους μου. Δεν μου φθάνει αυτό; Τι άλλο να σας πω;». Το παράπονο κρεμόταν στα χείλη του ύπαρχου του «Ηράκλειον», καθώς έβγαινε κουτσαίνοντας προς τη σωτηρία…
*** «Οι ζωντανοί κέρδισαν το μεγαλύτερο λαχείο, είπε ο τέως υπουργός κ. Βαρδινογιάννης (σ.τ.σ. Παύλος Βαρδινογιάννης, υπουργός της Κυβέρνησης Παπανδρέου), που κατέβηκε από φινλανδικό πλοίο. Ο ύπαρχος αυτού του καραβιού, συμπλήρωσε, είναι ο πιο γενναίος άνθρωπος που γνώρισα. Έπεσε στα κύματα, για να σώσει κάποιον που πνιγόταν· και τον έσωσε!
Να σημειώσουμε ότι τα ρεπορτάζ στο «ΕΘΝΟΣ» για το τραγικό ναυάγιο υπέγραφαν και οι: Σπύρος Καρατζαφέρης, Κώστας Χαρδαβέλλας, Ανδρέας Δεληγιάννης, Κώστας Κέκκης και άλλοι.
*** Ήταν το όνειρό της να παέι στην Αυστραλία να δει τον γιό της και μια διαφορετική ζωή. Της μιλούσαν για πολλά φώτα, τις μεγάλες πόλεις, τ’ αυτοκίνητα και μπήκε με αγωνία στο πλοίο. Θα ‘ρχόταν στον Πειραιά κι έπειτα θα ‘παιρνε το καράβι για τη Μελβούρνη. Η Μαρία Λατσωτάκη απ’ τα Χανιά, ταξίδευε με όλη της την οικογένεια· τη Λι, τη γυναίκα του γιού της, που είχε έρθει για να την πάρει, τον Αντώνη, τον δεύτεο γιό της και τα δυο εγγόνια της 5 και 3 χρονών. Το όνειρο πνίγηκε μέσα στην αγριεμένη θάλασσα της Φαλκονέρας…
Για την Ιστορία: το οχηματαγωγό «Ηράκλειον» είχε καθελκυστεί το 1949 και ανήκε από το 1964 στην Aegean Steam Navigation Co συμφερόντων των Αδελφών Τυπάλδου. Την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου του 1966 στις 19:30, το «Ηράκλειον» απέπλευσε από το λιμάνι της Σούδας των Χανίων με μισή ώρα καθυστέρηση, μεταφέροντας 206 επιβάτες, 70 μέλη του πληρώματος και 17 φορτηγά πεος τον Πειραιά. Στις 02:00 της Πέμπτης 8 Δεκεμβρίου και ενώ το πλοίο έπλεε 6 μίλια βορειοανατολικά της βραχονησίδας Φαλκονέρας, ένα αυτοκίνητο φορτηγό-ψυγείο 5 τόνων φορτωμένο πορτοκάλια, απασφαλίστηκε και προσέκρουσε στην πλευρική μπουκαπόρτα, ο πλευρικός καταπέλτης άνοιξε, το φορτηγό-ψυγείο έπεσε στη θάλασσα που κατέκλυσε τον χώρο των οχημάτων. Τα υπόλοιπα είναι μια ακόμα τραγωδία…
Κι από τότε έχουν περάσει νύχτες πολλές στο ασύνορο έρεβος της ελληνικής πραγματικότητας. Και τα τραγικά δυστυχήματα, που χαράζουν, σαν στομωμένο μαχαίρι, τον τόπο και σκοτώνουν ανθρώπους, πολλά: Σύγκρουση τραίνων στα Τέμπη: 57 νεκροί· ναυάγιο του «Εξπρές Σαμίνα»: 81 νεκροί· τροχαίο στα Τέμπη: 21 μαθητές νεκροί· πυρκαγιά στο Μάτι: 104 νεκροί! Και πλημμύρες στη Μάνδρα με 24 νεκρούς και φωτιές στην Ηλεία με 84 νεκρούς και, και, και…
Και πίσω από όλα αυτά, παραλείψεις και ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού, μοιραία λάθη υπευθύνων, αδιαφορία και προκλητική αναλγησία. Κι ένας λαός με ναρκωμένη αντίληψη και κρίση που βυθίζεται ολοένα και πιο πολύ σε σκοτεινά βάραθρα… Τ’ είχες Ελλάδα; Τ’ είχα πάντα…