Τότε που δεν υπήρχαν Χριστουγεννιάτικα Δένδρα στα Μαρκάτα

127
Χάρτινη φάτνη . Αγγλία, δεκαετία 1950. ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ

Χριστούγεννα, η μάνα έβγαλε απ’ το στρώμα λιγάκι μαλλί το έξανε, βρήκε το μικρό σπιτάκι έμοιαζε με σπηλιά, αυτό που είχε φτιάξει για εμάς τα παιδιά από τάβλες κασέλας πετρελαίου του Ελληνικού μονοπωλίου shell, ο θείος μας ο μελισσοκόμος, αυτός που ήταν άρρωστος με φυματίωση. Ήταν αυτός που μας είχαν απαγορεύσει να εγγίζουμε οτιδήποτε άγγιζε αυτός για να μην κολλήσουμε χτικιό.

Η μάνα απίθωσε μέσα το ξασμένο μαλλί το έχτισε σα φωλιά, βρήκε μια παλιά καρτ-ποστάλ που είχαν στείλει οι μπαρμπάδες απ την Αμερική όπου ήταν ζωγραφισμένο το νεογέννητο μωρό το οποίο ζεσταινόταν από τα χνότα των ζώων και μας έφτιαξε εμάς των παιδιών την φάτνη.

Χάρτινη φάτνη . Αγγλία, δεκαετία 1950. ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ

Μας σήκωσε χαράματα απ το κρεβάτι, φύσηξε το κούτσουρο που είχε φυλάξει στη χόβολη ν’ ανάψει φλόγα, άναψαν τα ξύλα ζέστανε νερό στην φωτιά και μας έλουσε με σαπούνι πράσινο, μας μετέδωσε την αγάπη της, την στοργή της, την πίστη της, μας έστειλε στην εκκλησία να κάνουμε χρυσό δόντι.

Εμείς τα παιδιά χαρούμενα γυρίσαμε απ την εκκλησία Χριστούγεννα, σήμερα κάτι καλό θα μαγειρεύουν στο σπίτι, αν είχαμε αλεύρι θα μας έκανε τηγανίτες, ή αν είχαμε καλαμπόκι μια ζεστή κουρκούτι «πουλέντα», αν δεν υπήρχε τίποτε άλλο κάνα κουνέλι θα έσφαζε ο πατέρας, έτσι να καταλάβουμε του Χριστού τη γέννηση…

Μετά σαν βράδιαζε μερικά κάρβουνα σε έναν κουβά στη μέση του δωματίου να ζεσταίνουμε τα χέρια μας και να λέμε παραμύθια, προπαντό μας άρεσε το του Κρίστιαν Άντερσον (Η μικρούλα με τα σπίρτα) αν είχαμε καλαμπόκι θα το ψέναμε πάνω σε τενεκεδένιο καπάκι, και κάθε φορά που ο κάθε κόκκος άνθιζε σε μια σάρκα κάτασπρη σα μπαμπάκι φωνάζαμε από χαρά, και το χώναμε γρήγορα στο στόμα μας.

Σαν έμπαινε η νύχτα το ημίφως του λύχνου και η μυρωδιά από καμένο φυτίλι μας έπνιγε, η μάνα έτρεχε να ανάψει το καντήλι αυτό που θα μας κρατούσε συντροφιά όλη τη νύχτα, έτρεχε να ζεστάνει νερό να το βάλει στις μπουκάλες να ζεστάνουμε τα πόδια μας στην παγωμένη νύχτα, αυτή που ερχόταν γεμάτη όνειρα πολύχρωμα, φανταστικά, όνειρα που έπλαθαν τα αθώα παιδικά μυαλά, όνειρα που τρεμόσβηναν σαν την φλόγα του καντηλιού από τον αέρα που έμπαινε από την χαραμάδα της πόρτας, με το ακομπανιαμέντο της σταγόνας βροχής που έπεφτε από τα κεραμίδια στην εμαγιέ άσπρη λεκάνη που οι σταγόνες χόρευαν σε ένα νυχτερινό αιώνιο πλατς, πλατς, κι όμως ήταν μια χριστουγεννιάτικη νύχτα, γεμάτη αγάπη, θαλπωρή και φτώχεια, μα και πίστη ότι απόψε θα μας ζέσταιναν οι αναπνοές των ζώων… αυτών που ήταν γύρω απ’ την φάτνη…

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

 

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Προσθέστε το δικό σας σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Captcha verification failed!
CAPTCHA user score failed. Please contact us!