Σημαντικές είναι οι αναφορές του Διονύση Σαββόπουλου στην Αυτοβιογραφία του με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», στη σύζυγό του Άσπα Σαββοπούλου.
Ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης, εκτός από την αφιέρωση στη γυναίκα της ζωής του που κάνει στην αρχή του βιβλίου του, αναφέρεται στη γνωριμία, στον γάμο τους και στους δύο γιους τους, τον Κορνήλιο και τον Ρωμανό.
«Ήταν μια περίοδος ταλαιπωρίας, αλλά κάθε εμπόδιο σε καλό. Γιατί έτσι γνώρισα την γυναίκα που θα γινόταν η γυναίκα της ζωής μου. Ήταν μαθήτρια της τρίτης λυκείου τότε. Αμίλητη και κλειστή σαν όστρακο. Και τόσο όμορφη, που το βράδυ φωσφόριζε. Αλλά εγώ τότε τρέκλιζα ακόμη και μια με τους μπάφους, μια με τις απογοητεύσεις, δεν καταλάβαινα τον ρόλο που θα έπαιζε στη ζωή μου αυτό το πλάσμα.
Η μαθήτρια θα γινόταν η Ασπούλα, η γυναίκα μου εδώ και πενήντα επτά χρόνια, αλλά τότε, Άνοιξη του ‘67, εγώ ήμουν αλλού ντ’ αλλού, μου είχαν κολλήσει διάφορες έμμονες ιδέες. Αποφάσισα ότι ο κάλος στη φωνή δεν θα φύγει ποτέ. «Θα φύγω από τα τραγούδια», σκεφτόμουν, δεν με ενδιαφέρουν πια. Θα βγάλω ναυτικό να μπαρκάρω, να θαλασσοπνιγώ».
Περνούσε λίγος καιρός κι έξαφνα τρελαινόμουν αλλιώς. «Ναι! Να μπαρκάρω, να γνωρίσω καινούριους τόπους, μακρινές πόλεις, να γνωρίσω γυναίκες πολλές, να μάθω πολλές γλώσσες, να κάνω πολλά παιδιά, να έχω παιδιά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης» σημειώνει ο Διονύσης Σαββόπουλος στο βιβλίο του.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος συνεχίζει: «Τέτοια ονειρευόμουν και ξαφνικά ξυπνάω και είναι πάνω μου μια αρκούδα από τη Γορτυνία και με βαράει να ομολογήσω, διότι είμαστε στη χούντα πλέον και με έχουν τώρα στην ταράτσα στην Μπουμπουλίνας».
«(….) Την άλλη μέρα με βρήκε επιτέλους η Άσπα. Όλοι μου οι φίλοι και οι φιλενάδες είχαν εξαφανιστεί. Δικαιολογημένα, αλλά η Άσπα έφαγε τον κόσμο, να με βρει και τώρα άρχισε να έρχεται κάθε μέρα στην ουρά, να μου φέρνει φαγητό. Στην ουρά στέκονταν συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων: τσεμπέρια, μακριά φουστάνια, ταγάρια, σαν χήρες και ορφανά από τον Εμφύλιο, ενώ η δική μου έλαμπε. Χειλάκια μεταξωτά, ματάκια μωβ, μίνι φούστα. Δεκαεφτά χρονών κορίτσι ήταν. Μου έφερνε το καλύτερο φαγητό κάθε μέρα, από το ”Select” πήγαινε και το αγόραζε», επισημαίνει σε άλλο σημείο της Αυτοβιογραφία του.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος αναφέρεται και στη στιγμή που αποφάσισε ότι θα παντρευτεί την αγαπημένη του Άσπα. «(….) Και όπως όλοι παίρνουμε αποφάσεις μιας ζωής, μέσα σε μία νύχτα, έτσι κι εγώ μια νύχτα μέσα σ’ εκείνο το κελί, είπα στον εαυτό μου: ”Αφού μέσα σε αυτό τον ζόφο μπορείς και γράφεις τραγούδια, αυτή είναι η δουλειά σου. Γι’ αυτό είσαι φτιαγμένος και άσε τις απογοητεύσεις και τα ναυτικά φυλλάδια. Και αυτό το κορίτσι θα το παντρευτείς, γιατί το αγάπησες”. Έτσι έκανα και δεν το μετάνιωσα ποτέ! Ε, ίσως κάποιες φορές… Αλλά τις αποφάσεις μου δεν τις άλλαξα».
Ο γάμος και το πρώτο παιδί
Ο Διονύσης Σαββόπουλος μιλά για τον γάμο του και την απόφαση να ονομάσουν τον πρώτο τους γιο, Κορνήλιο.
«(….) Ήρθα πολύ κοντά με την Άσπα. Την ήθελα. Παντρευτήκαμε στην Αθήνα στις 28 Οκτωβρίου – την μέρα του ΟΧΙ εμείς είπαμε το ΝΑΙ. Όλοι πηγαίνανε και παντρεύονταν τότε. Ήταν δύσκολοι καιροί, ήθελες να έχεις έναν άνθρωπο δίπλα σου. Γι’ αυτό μετά, στη μεταπολίτευση, πέφτανε βροχή τα διαζύγια. Έβλεπες τα παιδάκια στη Δεξαμενή το ένα Σαββατοκύριακο με τον έναν γονιό, το άλλο με τον άλλο. Πού να το φανταζόμασταν με την Άσπα ότι θα φτάναμε πενήντα εφτά χρόνια μαζί μέχρι σήμερα. Μικρά παιδιά ήμασταν. Ούτε είκοσι τριών δεν ήμουν ακόμη κι εκείνη δεκαεφτά. Παντρευτήκαμε και πετούσαμε », αφηγείται.
«(…) Στις 27 Δεκεμβρίου γεννήθηκε το πρώτο μας παιδί, ο Κορνήλιος. Δεν το έβγαλα από το μυαλό μου το όνομα, που μου λέγανε: «Πώς το είπες έτσι το παιδί; Θα έχει προβλήματα στο σχολείο, θα τον κοροϊδεύουν». Κανένα πρόβλημα δεν είχε το παιδί. Του δώσαμε το όνομα του πεθερού μου. Ο πατέρας μου είχε δώσει ήδη το δικό του στο πρώτο εγγόνι από τον μεγάλο μου αδελφό.
Κορνήλιος λοιπόν. Ωραίο όνομα, μικρασιατικό. Όλοι στο μαγαζί μου φέρνανε τα δωράκια τους για το παιδί. Όλοι μου δίνανε συγχαρητήρια- «να σου ζήσει το μωρό»-, ένιωθα περήφανος, είκοσι τεσσάρων ετών πατέρας ήμουν.
Γιορτάσαμε την καλύτερη Πρωτοχρονιά μετά από τόσα έτη περιπετειώδους βίου. Πιάσαμε ένα δυαράκι απέναντι από το Ναυτικό Νοσοκομείο, στολίσαμε δέντρο με άστρο στην κορφή, μπήκε το ’69 και είχαμε επιτέλους φωλιά, κάποια χρήματα και αρκετή επιτυχία. Παίζαμε κάθε μέρα, Γενάρη, Φλεβάρη, Μάρτη, ώσπου φτάσαμε Κυριακή των Βαΐων και κάναμε διάλειμμα για την Μεγάλη Εβδομάδα.
Ανεβήκαμε με την Άσπα και το μωρό στο αεροπλάνο και πετάξαμε στη Θεσσαλονίκη να δούμε τους δικούς μου, που είχα να τους δω τόσον καιρό. Μας δέχτηκαν με χαρές και πανηγύρια. Αισθανόμουν λίγο σαν άσωτος υιός που όμως επιστρέφει επιτυχημένος και άνετος. Κατάλαβα τους γονείς μου, κατάλαβα τους φόβους τους. Ούτε καν στη φυλακή δεν είχε τολμήσει να έρθει να με δει κανείς τους, γιατί μόλις με μπουντρούμιασε η Χούντα, κάλεσαν τον μεγάλο μου αδερφό στην Ασφάλεια στη Θεσσαλονίκη.
Φοβήθηκαν όλοι τους μην μπλέξουν εξαιτίας μου, μην τον απολύσουν -τεχνικός στον ΟΤΕ ήταν ο αδερφός μου-και αποφάσισαν να κρατήσουν αποστάσεις από μένα. Μ’ αγαπούσαν οι καημένοι, πως δε μ’ αγαπούσαν, αλλά είχαν περάσει πολλά στη ζωή τους, όπως όλη εκείνη η γενιά. Κλείστηκαν, κι ύστερα πια δυσκολευόντουσαν να ανοίξουν. Μα τώρα έβλεπαν να έρχεται γελαστό το μωρό στην αγκαλιά του μικρότερου γιου τους και την μικρή μαμά νύφη στο πλάι του -δεκαεννιά χρονών ήταν η Άσπα-, δεν πίστευαν στα μάτια τους, γελούσαν οι συχωρεμένοι».