Γιατί οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άνδρες: Η επιστήμη απαντά
Παγκοσμίως, η διαφορά στην προσδοκώμενη επιβίωση ανάμεσα στα φύλα είναι ένα γεγονός που έχει προκαλέσει επιστημονικό ενδιαφέρον για δεκαετίες. Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), οι γυναίκες ζουν κατά μέσο όρο περισσότερο από τους άνδρες σχεδόν σε κάθε χώρα του κόσμου, με τη διαφορά να κυμαίνεται από 3 έως 7 χρόνια. Ποιοι είναι όμως οι βασικοί παράγοντες πίσω από αυτό το φαινόμενο; Η επιστημονική κοινότητα παραθέτει αρκετές εξηγήσεις.
Βιολογικοί παράγοντες
Η γενετική και οι ορμόνες παίζουν σημαντικό ρόλο στην διαφορά της μακροζωίας μεταξύ των δύο φύλων. Ειδικότερα, η έρευνα δείχνει ότι τα οιστρογόνα, τα οποία είναι κυρίως γυναικείες ορμόνες, μπορεί να προστατεύουν τις διαδικασίες καρδιακής λειτουργίας και να μειώνουν τη χοληστερόλη. Επιπροσθέτως, οι γυναίκες φέρουν δύο X χρωμοσώματα, το οποίο παρέχει μια είδους γενετική υπεροχή σε σύγκριση με το ένα X και ένα Y χρωσώματα των ανδρών, αυξάνοντας την πιθανότητα επιθανάτιες ασθένειες.
Παράγοντες τρόπου ζωής
Η συμπεριφορά και οι επιλογές τρόπου ζωής επίσης συντελούν σημαντικά. Στατιστικά, οι άνδρες είναι πιθανότερο να καταναλώνουν αλκοόλ και να καπνίζουν περισσότερο από τις γυναίκες, παράγοντες που συνδέονται με υψηλότερα ποσοστά καρδιακών παθήσεων, καρκίνου και αλλοιώσεων στους πνεύμονες. Επιπλέον, οι άνδρες τείνουν να αντιμετωπίζουν υψηλότερα επίπεδα στρες σε εργασιακό περιβάλλον και να αναλαμβάνουν ριψοκίνδυνες δραστηριότητες.
Διατροφικές συνήθειες
Μελέτες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες δίνουν συχνά μεγαλύτερη προσοχή στη διατροφή τους σε σύγκριση με τους άνδρες. Η προτίμηση σε φυτικές τροφές, όπως φρούτα και λαχανικά, αντί για επεξεργασμένα κρέατα και fast food, είναι ένας παράγοντας που βοηθά στη μείωση των παθήσεων που σχετίζονται με την καρδιά και άλλες χρόνιες ασθένειες.
Η διαφορά στην προσδοκώμενη επιβίωση ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες είναι αποτέλεσμα μιας συνδυασμού βιολογικών παραγόντων, τρόπου ζωής και περιβαλλοντικών επιρροών. Η επιστήμη συνεχίζει να ερευνά τις ανισότητες αυτές ώστε να κατανοήσει καλύτερα ένα πολύπλοκο φαινόμενο που ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις για τη δημόσια υγεία. Όσο περισσότερο κατανοούμε τις ρίζες αυτής της διαφοράς, τόσο περισσότερο μπορούμε να εστιάσουμε σε στοχευμένες παρεμβάσεις υγείας για κάθε φύλο.
Πηγές
– Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ)
– Ανασκοπήσεις στα περιοδικά Lancet και Journal of Human Genetics