Η ατμόσφαιρα στην αίθουσα του δικαστηρίου ήταν ηλεκτρισμένη. Ο Αλέξης Κούγιας στεκόταν όρθιος, τα χέρια του ακουμπούσαν βαριά στο ξύλινο έδρανο της υπεράσπισης. Το βλέμμα του σάρωνε την αίθουσα με αυτοπεποίθηση, ενώ η φωνή του, σταθερή και κοφτή, διαπερνούσε την ησυχία. Ήταν ένας γνώριμος ήχος για τους παρευρισκόμενους: το ηχόχρωμα του άνδρα που ήξερε να υπερασπίζεται με σθένος τους πελάτες του, είτε επρόκειτο για αμφιλεγόμενους κατηγορούμενους είτε για οικογένειες θυμάτων. Κάθε του λέξη ήταν μια καλοζυγισμένη πρόταση, μια νομική σκακιστική κίνηση, μια προσπάθεια να ανατρέψει το φαινομενικά αναπόφευκτο. Ήταν ο ποινικολόγος που δεν δίσταζε να συγκρουστεί, που χρησιμοποιούσε την ευφυΐα και την εμπειρία του σαν όπλο, που δεν άφηνε τίποτα στην τύχη.
Από τα πρώτα του βήματα στη νομική, ο Αλέξης Κούγιας έδειξε πως ήταν φτιαγμένος για τα δύσκολα. Το 1976, σε ηλικία μόλις 25 ετών, ανέλαβε την υπεράσπιση του Βαγγέλη Ρωχάμη, ενός διαβόητου κακοποιού της εποχής. Η τόλμη του αυτή τον έκανε αμέσως γνωστό στον νομικό κόσμο και τα ΜΜΕ, σηματοδοτώντας την αρχή μιας καριέρας που έμελλε να χαραχτεί βαθιά στην ελληνική δικαστική ιστορία. Στη δίκη αυτή, κατάφερε να μειώσει την ποινή του πελάτη του, παρότι τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν συντριπτικά. Χρησιμοποίησε κάθε διαθέσιμο νομικό εργαλείο, αλλά και την ικανότητά του να επηρεάζει το ακροατήριο, πείθοντας το δικαστήριο ότι ο Ρωχάμης είχε πέσει θύμα υπερβολικής ποινικής αυστηρότητας.

Μετά την υπόθεση Ρωχάμη, ο Κούγιας ενεπλάκη σε όλο και πιο ηχηρές δίκες. Το 1995, στη δίκη των «Σατανιστών της Παλλήνης», υπερασπίστηκε τη Δήμητρα Μαργέτη, η οποία κατηγορούνταν για συμμετοχή σε τελετουργικές δολοφονίες. Ανέπτυξε τη στρατηγική του βασισμένος στην ψυχολογική επιρροή που είχαν οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι πάνω της, παρουσιάζοντάς την ως ένα νεαρό κορίτσι που είχε παρασυρθεί από την επιβλητική προσωπικότητα του αρχηγού της ομάδας. Στη διάρκεια της δίκης, όταν ένας εκ των μαρτύρων κατηγορίας επιχείρησε να περιγράψει τη Μαργέτη ως εξίσου υπεύθυνη με τους υπόλοιπους, ο Κούγιας παρενέβη δυναμικά, αποδομώντας τις μαρτυρίες με χειρουργική ακρίβεια. Η πελάτισσά του γλίτωσε τα ισόβια, κάτι που δεν συνέβη για τους συγκατηγορούμενούς της.

Το 2003, η υπόθεση του τραγικού δυστυχήματος στα Τέμπη, όπου έχασαν τη ζωή τους 21 μαθητές, βρέθηκε στο επίκεντρο της νομικής του πορείας. Ο Κούγιας ανέλαβε την υπεράσπιση του οδηγού του μοιραίου φορτηγού, Δημήτρη Ντόλα. Σε μια δίκη όπου η οργή της κοινωνίας ήταν εμφανής, επιχείρησε να αναδείξει πως η υπαιτιότητα δεν βάρυνε αποκλειστικά τον πελάτη του, αλλά και τις ελλείψεις στις υποδομές της εθνικής οδού. Παρότι η υπόθεση έκλεισε με καταδίκη του Ντόλα, η υπερασπιστική γραμμή του Κούγια έθεσε επί τάπητος θέματα ασφάλειας των οδικών μεταφορών.
Το 2005, ο Κούγιας ανέλαβε την υπεράσπιση του Αγγελέτου Κανά ενός εκ των κατηγορουμένων για συμμετοχή στην τρομοκρατική οργάνωση «Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας». Χρησιμοποίησε μια δικονομική στρατηγική που αμφισβητούσε τη νομιμότητα των αποδεικτικών στοιχείων και έφερε στο προσκήνιο αμφιλεγόμενες μεθόδους σύλληψης των κατηγορουμένων. Κατάφερε να αναδείξει τις αδυναμίες του κατηγορητηρίου, οδηγώντας σε ελαφρύτερες ποινές.
Το 2018, η υπόθεση της δολοφονίας της Ελένης Τοπαλούδη αποτέλεσε μία από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της καριέρας του. Ο Κούγιας εκπροσώπησε την οικογένεια της αδικοχαμένης φοιτήτριας, φέρνοντας στο φως ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για την κακοποίηση που υπέστη το θύμα. Η αγόρευσή του εκείνη την ημέρα έκανε τους παρευρισκόμενους να δακρύσουν, καθώς περιέγραψε με λεπτομέρειες τον πόνο της οικογένειας και το αδιανόητο της αποτρόπαιης πράξης. Επέμεινε στην ανάγκη αυστηρής τιμωρίας των δραστών, υποστηρίζοντας ότι δεν θα έπρεπε να υπάρξει κανένα ελαφρυντικό για το έγκλημα.
Η υπόθεση της Ρούλας Πισπιρίγκου το 2022 αποτέλεσε άλλη μια δίκη που προκάλεσε αναταραχή. Ο Κούγιας ανέλαβε την υπεράσπισή της, αμφισβητώντας την εγκυρότητα των ιατροδικαστικών πορισμάτων που την ενοχοποιούσαν. Παρά την κατακραυγή, εκείνος παρέμεινε σταθερός στη νομική του θέση, επιχειρώντας να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς την ενοχή της.

Επιπλέον, πολλές φορές στάθηκε στο επίκεντρο υποθέσεων που ξεπερνούσαν τα όρια της αίθουσας του δικαστηρίου. Η εμπλοκή του σε δίκες σχετικές με την ελληνική οικονομική κρίση, όπως η υπόθεση των δομημένων ομολόγων, ανέδειξε τη δεινότητά του στον χειρισμό περίπλοκων οικονομικών θεμάτων. Παράλληλα, η παρουσία του σε υποθέσεις που συντάραξαν το ελληνικό ποδόσφαιρο, όπως αυτή της εγκληματικής οργάνωσης στο χώρο του αθλητισμού, ενίσχυσε τη φήμη του ως αφοσιωμένου και ατρόμητου νομικού. Και κάτι ακόμα: Ο Αλέξης Κούγιας δεν ήταν μόνο ένας ικανός δικηγόρος, αλλά και ένας δεινός διαχειριστής της δημόσιας εικόνας του. Κατάφερε να εκμεταλλευτεί τη δημοσιότητα των πολύκροτων υποθέσεων που αναλάμβανε, μετατρέποντας κάθε του εμφάνιση στις δικαστικές αίθουσες σε γεγονός. Με την ευφυΐα και τον δυναμισμό του, κέρδισε την προσοχή των μεγαλύτερων δημοσιογράφων, καλλιεργώντας ισχυρούς δεσμούς μαζί τους. Οι πιο έμπειροι ρεπόρτερ γνώριζαν πως μια δήλωσή του μπορούσε να γίνει πρώτο θέμα, ενώ εκείνος ήξερε πώς να χρησιμοποιεί τα μέσα για να ενισχύσει τη θέση του σε κάθε υπόθεση. Είτε υπερασπιζόταν διαβόητους κατηγορούμενους είτε στεκόταν στο πλευρό των θυμάτων, πάντα έβρισκε τον τρόπο να ελέγχει τη δημόσια αφήγηση. Το όνομά του έγινε συνώνυμο της ποινικής δικηγορίας, όχι μόνο χάρη στις νομικές του ικανότητες, αλλά και λόγω της στρατηγικής του σχέσης με τα ΜΜΕ, που τον καθιέρωσαν ως τον πιο αναγνωρίσιμο και αμφιλεγόμενο ποινικολόγο της χώρας.
Ο θάνατός του στις 28 Φεβρουαρίου 2025 σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής για την ελληνική νομική σκηνή. Άφησε πίσω του μια παρακαταθήκη γεμάτη έντονες στιγμές, δικαστικές νίκες και αμφιλεγόμενες υποθέσεις. Είτε τον θαύμαζε κανείς είτε διαφωνούσε μαζί του, ένα πράγμα ήταν σίγουρο: ο Αλέξης Κούγιας ήταν ένας άνδρας που άφησε το αποτύπωμά του, ένας μαχητής των δικαστηρίων που δεν φοβήθηκε ποτέ να σταθεί απέναντι σε κανέναν.