“Η γειτόνισσα”. Διήγημα του Ιωάννη Κοσμάτου

181

Το φορτηγό πάσχιζε να νικήσει την ανηφόρα και βόγκαγε. Σκόρπιζε μαύρο καπνό από τις εξατμίσεις του. Στην καρότσα του όρθιοι τρεις εργάτες του Δήμου με σκούρες μπλε φόρμες κρατιόνταν γερά από ό,τι έβρισκαν για να μη βρεθούν στο χωμάτινο δρόμο με τα δεκάδες νεροφαγώματα. «Μη μας καθυστερείτε. Είμαστε ξεθεωμένοι σήμερα. Να ξέρετε. Κάθε λεπτό καθυστέρησης κοστίζει στον Δήμο».

Μας είχαν ενημερώσει εγγράφως με σφραγίδα του ίδιου του Δημάρχου. Εάν θέλουμε πρόοδο πρέπει να βελτιωθούν οι υποδομές. Έτρεξα στους γονείς μου όπως και τα άλλα παιδιά της παρέας. Έσκασαν ένα χαμόγελο. Μας είπαν για την ευκαιρία που θα είχαμε για χώρους πάρκινγκ για λιγότερη λάσπη, για την ανάγκη να πάμε μπροστά και για ομορφιά που εμείς δε βλέπαμε. «Τι είναι μια ελιά, μια καρυδιά, ένας πλάτανος μπροστά στην ανάπτυξη. Παλιόξυλα, χρήσιμα μόνο για τη φωτιά». Το ίδιο μας έλεγαν όταν ορμούσαμε να αρπάξουμε από τα χέρια τους τα νεογέννητα γατάκια που πάλευαν για αέρα μέσα…Αλλά δεν θέλω να τα θυμάμαι.

Η ελιά μας έμοιαζε με ένα τεράστιο V αλλά σε αμβλεία γωνία. Δεν μπορώ να πω ποιος πλησίασε ποιον. Κτίσαμε δίπλα της ή η ίδια φύτρωσε κοντά μας για ανεξήγητο λόγο; Είχαμε κι άλλη γειτόνισσα. Την ογδοντάχρονη Ανδρονίκη με την οποία μας χώριζε ένας χαρτονένιος τοίχος. Καυχιόταν ότι με είχε θηλάσει. Αηδίαζα και που το σκεφτόμουν. Αναρωτήθηκα τι θα ένιωθε η μάνα μου που γεύτηκα το γάλα μιας άλλης. Αυτή όμως, δικαιωματικά, έγινε μέλος της οικογένειας. Όποτε ήθελε έμπαινε στο σπίτι ,άνοιγε την κατσαρόλα κι έβλεπε τι θα είχαμε ή δεν είχαμε στο μεσημεριανό τραπέζι. Αυτήν τη χάσαμε μια μέρα.

Σκάβαμε, ανόητα παιδιά, σκάβαμε να βρούμε μέχρι που έφταναν οι ρίζες της. Ποτέ δεν βρήκαμε την άκρη τους. Ευτυχώς σκεφτόμουν. Φαίνεται ότι ακόμη τρέχουν και θα συνεχίσουν να αναζητούν άγνωστο τι. Από αυτό το ρίζωμα η κρυμμένη ψυχή της ωθούσε την ενέργεια προς τα πάνω κι έτσι η σοφή και αληθινή της φύση άνθισε πάνω από τη γη. Είχαμε εξουθενώσει το κορμί της με τα παιγνίδια. Το σώμα της πληγώθηκε από τα καρφιά μας. Έμειναν εκεί για πάντα μέχρι που έγιναν ένα με τον φλοιό της. Δεν κοιτάξαμε ποτέ μέχρι που έφταναν τα κλαδιά της. Δεν μας ενδιέφερε ο ουρανός αλλά το χώμα και ό,τι βρισκόταν πάνω του. Κάναμε κύκλους γύρω γύρω για να τη ζαλίσουμε. Είχαμε την ελευθερία να την κάνουμε ό,τι θέλαμε. Γινόμασταν δυνατοί. Στο κλαρί που δεν έβλεπαν οι γονείς κρεμάσαμε την κούνια μας με το σανιδένιο κάθισμα. Δεν ήταν βολική γιατί τα παχιά κλαδιά της ήταν χαμηλά. Βολικός όμως ο κορμός της. Τον βρήκαμε και χρίσαμε καταφύγιο από το θυμό της μάνας που μας κυνήγαγε για να μας χειροτονήσει.

Γινόταν το σκάφος μας με δύο καδρόνια καρφωμένα για κουπιά. Δεν είχαμε δυσκολία να τον μετατρέψουμε σε αεροπλάνο, κλείνοντας τον με κόντρα πλακέ ολόγυρα. Ό,τι η φαντασία είχε ανάγκη. Το Σάββατο όταν μας έπιανε ο επιχειρηματικός οίστρος άλλαζε σε μπακάλικο, γέμιζε μπουκαλάκια, αδειανές κονσέρβες, χάρτινα κιβώτια. Συνεργαζόταν και υπάκουε.

Σχολική τάξη δεν έγινε ποτέ. Κανένας δεν ήθελε να τη ζει και στα παιγνίδια του. Στις ρίζες σκάψαμε με σκεπάρνι και φυτέψαμε έναν μπρούτζινο μύλο του καφέ, ένα καρβουνοσίδερο, ένα εμαγιέ μπρίκι. Θυσίασα για χάρη της Αρχαιολογίας και το ατσάλινο μαχαίρι με το κόκκινο αυλάκι στη λάμα και τη δερμάτινη θήκη, δώρο εξ Αμερικής. Βασανίσαμε το μυαλό μας να βρούμε τα πιο πολύτιμα. Θέλαμε να κρύψουμε ένα θησαυρό για να μας εκτιμήσουν οι επόμενες γενιές, να δούνε σε τι πολυτέλεια ζούσαμε. Αυτή θα ήταν η δική μας διαθήκη. Μια ελιά κι ένας θησαυρός.

Μας γαλούχησε. Μας σκέπασε με τον ίσκιο της. Συγκρατούσε την καταρρακτώδη βροχή για να μη σπρώξει τα χώματα πάνω στο παράπηγμα μας. Σε αυτή στρέφαμε το βλέμμα μας όταν μέσα στο σπίτι δεν αντέχαμε να κοιτάξουμε. Δεν έκανε ποτέ καρπό. Όλες οι ελιές κάρπιζαν. Τι ελιά ήταν αυτή να μην έχει καρπό. Εκεί πιάσαμε με τη χούφτα μας τα πρώτα μας τζιτζίκια που είχαν σκαρφαλώσει να τραγουδήσουν. Δεν ξεχώριζαν από τον γκρι φλοιό της. Τραγουδούσαν και προδίδονταν. Τα πρόδιδε ο ήχος τους αν και σταματούσαν όταν πλησιάζαμε. Ήταν κατάδική μας χωρίς δωρητή. Χωρίς να χρειάζεται να πούμε ένα ευχαριστώ, να έχουμε υποχρεώσεις ή κανόνες συμμόρφωσης.

Εκεί θάψαμε το σκυλί μας την Έλλη μόλις πέντε χρονών. Οι αμέτρητες ρίζες θα την αγκάλιαζαν σαν μπράτσα και ποτέ δε θα κρύωνε. Έκρυβε καλά τη μισογκρεμισμένη εκκλησιά, τη Ζωοδόχο πηγή κι αυτά που συνέβαιναν στην αυλή της στο βαθύ σκοτάδι. Τότε ξεμυτούσαν σκιές από τα στενά, έσκαβαν και έθαβαν όσο πιο βαθιά μπορούσαν τα εξώγαμα έμβρυα. Έπρεπε να προφυλαχτεί με κάθε κόστος η τιμή τής οικογένειας, ακόμη και με ανθρωποθυσίες. Ρούφηξε η ελιά τα υγρά τα θανατικά των άμοιρων παιδιών . Έφριξε μάλλον και δεν κάρπισε ποτέ.

Οι εργάτες με τα τσιγάρα κολλημένα στα χείλη πήδηξαν από το φορτηγό. «Ελάτε να τελειώνουμε και μετά βουρ για μπάνιο». Δεν την ήξεραν καλά. Με κρεμασμένα μούτρα κουβάλησαν στους ώμους ακονισμένα τσεκούρια. Η ελιά μας. Η γειτόνισσα που μας μεγάλωσε κινδύνευε. Τους αρπάξαμε από το παντελόνι, σκούξαμε , κλάψαμε . Προχωρούσαν με μας γαντζωμένους πάνω τους. «Φύγετε, διαόλοι. Πάρτε τα από εδώ» φώναζαν στους γονείς που στεκόταν στην πόρτα αγριεμένοι που εμποδίζαμε την πρόοδο. Έπιασαν τις βέργες και ξαμολήθηκαν καταπάνω μας.

Σκορπίσαμε.

Με το πρώτο χτύπημα ένα σμάρι σπουργίτια αλαφιασμένα πετάχτηκαν από τα κλαδιά της. Οι εργάτες ίδρωναν ξανά και ξανά. Δεν άντεξαν πάνω από μια ώρα. Ο κορμός της αντιστεκόταν λες και ήταν τσιμεντένιος. «Δεν θέλει να πέσει η αναθεματισμένη». Τα έβαζε με το ατσάλι. Την άφησαν για την επόμενη μέρα. Την έσκαψαν βαθιά από την μια πλευρά μέχρι τους τελευταίους μυς που την κρατούσαν όρθια. Οι εργάτες έβγαλαν τα μουσκεμένα μπλουζάκια και τραβήχτηκαν πίσω δύο- τρία μέτρα. Για να απολαύσουν τη νίκη τους, όπως οι στρατιώτες απέναντι από τον σταυρωμένο Χριστό. Την πλησίασε ο ένας και με μια κλωτσιά την έριξε στο χώμα ανάμεσα στα πριονίδια της.

Την επομένη φάνηκαν πάλι. Την κομμάτιασαν σε μικρά κούτσουρα, για να μη μείνει τίποτα να τη θυμίζει. Βρήκαν και τον θησαυρό μας. Μετανιώσαμε που δεν τον είχαμε θάψει βαθύτερα. Ένας εργάτης κλώτσησε τα ασπρισμένα κόκκαλα της Έλλης μακριά. Έτρεξα, τα σήκωσα, έβγαλα το πουκάμισό μου και τα τύλιξα. Ο νεώτερος ξέχωσε το Αμερικάνικο μαχαίρι. Το έβγαλε από τη θήκη, σκούπισε την αυλακωμένη λάμα στο παντελόνι του, το χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά και το εξαφάνισε στην πάνινη τσάντα του.

Υπήρξε η πρώτη απώλεια στη ζωή μας. Δεν θα ήταν η μοναδική. Ανακαλύψαμε ότι δεν είχαμε εμείς τον έλεγχο. Περάσαμε στο επόμενο σκαλοπάτι της ζωής.

Καθίσαμε πάνω στο χώμα, αυτό που την κρατούσε στη ζωή. Μας έλειπε. Θυμήθηκα τα λόγια της Ανδρονίκης μετά από κάποια κηδεία. Οι ψυχές των ανθρώπων τριγυρίζουν στον τόπο που έζησαν για σαράντα μέρες. Μας άφησαν εκεί μέχρι τα μεσάνυχτα. Πριν κλείσουν τις πόρτες μάς έσυραν στα σπίτια κι έκλεισαν τα φώτα.

Ιωάννης Κοσμάτος
4/3/2025

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Προσθέστε το δικό σας σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Captcha verification failed!
CAPTCHA user score failed. Please contact us!