Στο Ηνωμένο Βασίλειο, λίκνο του όρου «gentleman», οι «Λέσχες Κυρίων» υπήρξαν τα ησυχαστήρια του ανδρισμού και οι χώροι της αισθητικής αγωγής του. Και, ευτυχώς, συνεχίζουν να υπάρχουν…
Ο βασιλιάς Ιάκωβος Α΄ της Αγγλίας, που διαδέχτηκε την άτεκνη Ελισάβετ Α΄, θεωρείται από πολλούς ιστορικούς ο πιο μορφωμένος άνθρωπος που ανέβηκε ποτέ σε θρόνο. Αλλες πηγές πάλι αναφέρουν ότι κατά την επί 22 έτη βασιλεία του, από το 1603 μέχρι τον θάνατό του, υπήρξε ο «σοφότερος τρελός» της χριστιανοσύνης. Επειδή, όμως, και από σοφό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, αξίζει να σταθεί κάποιος στην ακόλουθη παροιμιώδη ρήση του: «Εγώ μπορώ να κάνω κάποιον λόρδο, αλλά μόνο ο Θεός μπορεί να κάνει κάποιον τζέντλεμαν». Είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι τοποθετεί το ζήτημα στον μεταφυσικό άξονα.Εξάλλου, είναι και ο μόνος που το κάνει, καθότι οι άλλοι «θεωρητικοί» αυτής της περιζήτητης και αξιοθαύμαστης ποιότητας που χαρακτηρίζει μερικούς άντρες την τοποθετούν μόνο εντός του φάσματος της ανθρώπινης κατάστασης. Ο Οσκαρ Ουάιλντ, για παράδειγμα, τη συνέδεσε κομψά με την αγάπη για τον άλλο, αλλά κατά έναν τρόπο και με την πατρική ιδιότητα, λέγοντας ότι «τζέντλεμαν είναι κάποιος ο οποίος δεν πληγώνει ποτέ τα συναισθήματα του άλλου χωρίς να έχει πρόθεση να το κάνει».
O περiφημος Αγγλος φιλόσοφος της εποχής του Διαφωτισμού Τζων Λοκ, ως πιο ορθολογιστής, είχε πει (σε πολύ ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά): «Η δημιουργία ενός τζέντλεμαν ξεκινά με την εκπαίδευσή του, όμως η προσωπική μελέτη του, οι καλές συναναστροφές και η ικανότητά του να στοχάζεται είναι αυτές που οφείλουν να τον οδηγούν στην ολοκλήρωση». Επειδή και οι τρεις προαναφερθείσες αυθεντίες τυχαίνει να μεγαλούργησαν στα βρετανικά νησιά, λίκνο της αξίας τού να είναι κάποιος τζέντλεμαν, η γνώμη τους δικαίως βαραίνει περισσότερο. Ωστόσο, ο ορισμός του τζέντλεμαν που προκύπτει από τη σοφία τους εξακολουθεί να είναι ανοιχτός λόγω τις ελλειπτικότητας των προσδιορισμών τους.
Αν διασχίσει, όμως, κάποιος τον Ατλαντικό και φτάσει έως τις ΗΠΑ, εκεί όπου ακόμα και η ίδια η καθαρή θεωρητικολογία δεν αντέχει να απομακρύνεται πολύ από την πράξη και όπου η ποπ κουλτούρα θεωρείται ισότιμη με την υψηλή καλλιέργεια του πνεύματος (αν όχι ανώτερή της), μπορεί να ανακαλύψει άλλες περιγραφές, οι οποίες μοιάζουν να αντέχουν περισσότερο στο σήμερα.
Ισως ο πλέον αφοπλιστικός ορισμός υπήρξε αυτός της αλλοτινής σταρ Lana Turner: «gentleman είναι απλά κάθε υπομονετικός λύκος».
Ενα καλό αμερικανιζέ παράδειγμα είναι η άποψη της μεγάλης σταρ του Χόλιγουντ Λάνα Τέρνερ, η οποία είδε άντρες να της παραδίδονται και απ’ ό,τι φαίνεται την κρίσιμη εκείνη στιγμή τούς παρατηρούσε με ενδιαφέρον, ώστε να αποκομίσει στο τέλος σπουδαία αποστάγματα σοφίας, όπως για παράδειγμα αυτό που συμπυκνώνεται στη φράση: «Τζέντλεμαν είναι απλά κάθε υπομονετικός λύκος». Παρασημοφόρηση με αγκάθι, θα παραπονιόταν κάποιος!
Κι όμως, είναι πολύ σημαντική γιατί φωτίζει το γεγονός ότι ένας τζέντλεμαν δεν είναι υποχρεωτικά «καλό παιδί». Ποιος, όμως, δικαιούται εντέλει τον χαρακτηρισμό;
Στην Αγγλία τουλάχιστον, και αποκλειστικά σε πρακτικό επίπεδο, μπορεί κάποιος να είναι βέβαιος, εφόσον διαπιστώσει ότι ο ελεγχόμενος είναι μέλος κάποιας «λέσχης κυρίων» ή «gentlemen’s club», όπως είναι ο αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται διεθνώς (αν και τα τελευταία χρόνια, επειδή ο όρος έχει υιοθετηθεί ως ευφημισμός για τα στριπτιτζάδικα, μερικοί προτιμούν να τις λένε social clubs). Πρόκειται, δηλαδή, για κλειστές, ιδιωτικές λέσχες στις οποίες έχουν δικαίωμα εισόδου μόνο όσοι είναι μέλη. Η χρυσή εποχή των gentlemen’s clubs ήταν η Μπελ Επόκ και η περίοδος που την ακολούθησε, μέχρι και τον Μεσοπόλεμο.
Αρχικά, δεκτά γίνονταν αποκλειστικά μέλη της αριστοκρατίας. Αργότερα, από τα τέλη του 19ου αιώνα, δέχονταν μέλη προερχόμενα ακόμα και από το ανώτερο στρώμα της μεσαίας τάξης, ακολουθώντας κυρίως τις διαδοχικές μεγάλες πολιτικές μεταρρυθμίσεις στην Αγγλία, που έδιναν δικαίωμα ψήφου σε εκατοντάδες χιλιάδες άντρες από τα κοινωνικά στρώματα που έπονταν εκείνου της αριστοκρατίας. Ηθελαν πλέον και αυτοί να γευτούν τα σύμβολα του στάτους και ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχουν ήταν να γίνουν δεκτοί ως μέλη σε μια λέσχη. Κατά προτίμηση σε εκείνη με τα μέλη της οποίας θα είχαν κάποιο κοινό σημείο: Από το ότι υπηρέτησαν στο ίδιο στρατιωτικό σώμα έως το ότι φοίτησαν στο ίδιο πανεπιστήμιο. Αλλά και πέρα από τέτοιους δεσμούς συντεχνιακού χαρακτήρα, δημιουργούνταν και λέσχες των οποίων τα μέλη είχαν απλώς ένα κοινό ενδιαφέρον. Π.χ. για να γίνει κάποιος μέλος του Τravellers club (που ιδρύθηκε το 1819), θα έπρεπε να έχει ταξιδέψει τουλάχιστον 500 χιλιόμετρα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση εκτός Λονδίνου. Ηταν τόσα πολλά τότε τα gentlemen’s clubs, που το Γουέστ Εντ του Λονδίνου, όπου συνήθως βρίσκονταν, λεγόταν clubland (η γη των λεσχών), ένα παρατσούκλι που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα.
Το τελευταίο άβατο
Κατά την εποχή της μεγάλης ακμής τους τα gentlemen’s clubs ήταν για τα μέλη τους δεύτερο σπίτι. Ή, πιο σωστά, το «αληθινά οικείο σπίτι τους». Εκεί όπου οι άντρες μπορούσαν επιτέλους να χαλαρώσουν, να απολαύσουν την αντροπαρέα τους, να ηρεμήσουν παίζοντας μπιλιάρδο, να γευματίσουν, να πάρουν έναν υπνάκο σε μια μεγάλη, αναπαυτική δερμάτινη πολυθρόνα, ή ακόμα και να διανυκτερεύσουν σε κάποιο από τα διαθέσιμα υπνοδωμάτια! Γι’ αυτό και ήταν διαρρυθμισμένα σαν σπίτια, με σαλόνια, καπνιστήρια, βιβλιοθήκη, τραπεζαρία, εντευκτήριο για συναντήσεις με προσκεκλημένους που δεν ήταν μέλη κ.λπ.
Ετσι, χάρη στην ετήσια συνδρομή τους η λέσχη δημιουργούσε και συντηρούσε για τα μέλη της ένα περιβάλλον πριγκιπικής χλιδής, το οποίο δεν θα μπορούσαν ποτέ να απολαύσουν αν βασίζονταν μόνο στους δικούς τους πόρους. Ασημένια σερβίτσια, κρυστάλλινα ποτήρια, αστραφτερά υπεραιωνόβια δρύινα πατώματα, βαριές βελούδινες κουρτίνες, που είναι το ομορφότερο ηχομονωτικό υλικό, και φυσικά λευκές κολλαριστές πετσέτες για το δείπνο, με προσεγμένη κουμπότρυπα στη μία γωνία τους, για να στερεώνονται στο κουμπί του πουκαμίσου και να μη φεύγουν.
Διάφορες μαρτυρίες από την εποχή της Μπελ Επόκ λένε ότι ένας ανύμφευτος νέος δεν είχε λόγο να λείπει από τη λέσχη του κατά το διάστημα από τις δέκα το πρωί μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα. Ηταν βέβαιο ότι όποιος τον αναζητούσε θα τον έβρισκε εκεί. Αντιθέτως, κατά το διάστημα από τη μία μετά τα μεσάνυχτα μέχρι τις δέκα το πρωί, η τύχη του νέου συνήθως αγνοείτο κάπου εντός του ανέκαθεν πλουσιοπάροχου σε απολαύσεις Λονδίνου. Ωστόσο, το μεγαλύτερο όφελος από τον «θεσμό» το απολάμβαναν τα έγγαμα μέλη, για τα οποία η λέσχη τους ήταν η κοινωνικά εγκεκριμένη και αποδεκτή θύρα απόδρασης από τον γάμο.
Τα gentlemen’s clubs πέτυχαν να είναι αυτό που είναι διότι εξαρχής αποτελούσαν «ζώνη κατάπαυσης του κοινωνικού πυρός
Από τη στιγμή που η οικογενειακή εστία γινόταν το απολυταρχικό φέουδο της συζύγου, η μόνη πιθανότητα για τον σύζυγο να βρει ένα ησυχαστήριο ήταν να πάει στη λέσχη του –στον μόνο επίγειο παράδεισο όπου μπορούσε να ηρεμεί χωρίς να ακούει τις φωνές (της).
Η λειτουργία ενός gentlemen’s club ως ασφαλούς «καταφυγίου σιωπών», όσο κι αν φαντάζει «λοξή» ή υπερβολική, είναι μάλλον η πιο θεμελιώδης από όλες. Σίγουρα είναι και η πιο άφθαρτη, αν αναλογιστεί κανείς την τεράστια διαμάχη που έχει ξεσπάσει εδώ και αρκετά χρόνια (ας πούμε από τη φεμινιστική επανάσταση που ακολούθησε τη σεξουαλική επανάσταση του ’60 και έπειτα) για το αν θα έπρεπε να γίνονται δεκτές ή όχι οι γυναίκες ως μέλη των λεσχών. Τα gentlemen’s clubs πέτυχαν να είναι αυτό που είναι διότι εξαρχής αποτελούσαν «ζώνη κατάπαυσης του κοινωνικού πυρός».
Οι άντρες δεν ήταν υποχρεωμένοι να παίζουν τον ρόλο του «μπαστουνόρθιου» άτρωτου υπερανθρώπου που επέβαλλαν οι προκαταλήψεις για την κοινωνική και οικογενειακή λειτουργία της διαφοράς των φύλων, αλλά και το θεσμοθετημένο πρωτόκολλο των καλών τρόπων. Συγχρόνως, όμως, χωρίς τους κανόνες καλής συμπεριφοράς, που είναι το πιο ασφαλές και δοκιμασμένο εργαλείο υποστήριξης της ανέφελης κοινωνικής επαφής, οι άντρες μέσα στις λέσχες θα έπρεπε να ανακαλύπτουν από μόνοι τους τον σωστό τρόπο επικοινωνίας μεταξύ τους.
Και αυτή η «ψυχική εξάσκηση» ήταν που έκανε τους μοναχικούς λύκους «υπομονετικούς» –όπως θα έλεγε και η Λάνα Τέρνερ.
Και πράγματι, στα gentlemen’s clubs οι άντρες αφήνονταν κυρίως στα μεταξύ τους πειράγματα και στο ασύδοτο κουτσομπολιό, τα οποία όμως δεν ξεβράζονταν ποτέ εκτός του φάσματος της αξιοπρέπειας, επειδή λειτουργούσε το «προσωπικό εσωτερικό φρένο του εγώ».
Αυτό, δηλαδή, που κάνει έναν άντρα να ξεχωρίζει επειδή είναι τζέντλεμαν.