Μια βόλτα στις παλιές εγκαταστάσεις της κάποτε ισχυρής βιομηχανίας της Πάτρας είναι αρκετή για να διαπιστώσει κανείς την σημερινή εγκατάλειψη.
Πέρα ίσως από την παλιά οινοποιία της ΒΕΣΟ (Βιομηχανία Ελαίων, Σαπώνων, Οίνων και Οινοπνευμάτων) και κάποιες άλλες μονάδες που μετατράπηκαν σε κέντρα διασκέδασης, παντού επικρατεί η ίδια εικόνα.
Ετοιμόρροπα κτίρια, σκουριασμένα μηχανήματα και στοιβαγμένοι μετανάστες που τη μέρα κρύβονται στις εγκαταστάσεις και το βράδυ προσπαθούν να μπουν κρυφά σε κάποιο πλοίο για Ιταλία.
Υπήρξε όμως και μια εποχή που η Πάτρα ήταν από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές πόλεις της Ελλάδας.
Το λιμάνι, που βλέπει στην Κεντρική Ευρώπη, η εμπορική δραστηριότητα που είχε αναπτυχθεί, καθώς και η μετακίνηση του κόσμου από τα χωριά της Αχαΐας στην Πάτρα που προσέφερε ένα φτηνό εργατικό δυναμικό για τους εργοδότες, συνέβαλαν ώστε να ανθήσει η βιομηχανική παραγωγή στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και κυρίως το ’60.
Δημιουργήθηκαν μεταποιητικές μονάδες, κυρίως στον ιματισμό, που έραβαν για μεγάλες εταιρείες με έδρα την Ευρώπη, αλλά και μονάδες με πρωτογενή παραγωγή.
Στα επόμενα χρόνια οι υπάρχουσες μονάδες εκσυγχρονίζονται και επεκτείνονται, ενώ μεγάλες εταιρείες επιλέγουν την Πάτρα για να ανοίξουν τα εργοστάσιά τους.
Η Πειραϊκή – Πατραϊκή, η χαρτοβιομηχανία Λαδόπουλου, η Ντρέσκο, η Barilla, η Pirelli, είναι μερικές από αυτές.
Η οικονομία της Πάτρας μετατρέπεται σε βιομηχανική. Δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, ανοίγουν σχολές του ΟΑΕΔ για εξειδίκευση των εργατών και στήνεται ένα ολόκληρο δίκτυο οικονομικής δραστηριότητας γύρω από τις βιομηχανίες.
Νεκρή στην ύπαιθρο, νεκρή και στην πόλη
Ο Δημήτρης Ξούλος, εργαζόμενος επί 37 χρόνια στη βιομηχανία όπλων (Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα) και συνδικαλιστής, θυμάται:
«Οι κεφαλαιούχοι εκείνης της περιόδου, τόσο της Ευρώπης όσο και οι ντόπιοι, είχαν τη δυνατότητα να έχουν γρήγορα και εύκολα χέρια σε ένα μεγάλο νομό που διέθετε και λιμάνι για την εξαγωγική διαδικασία.
»Ετσι επιλέχθηκε η Πάτρα και το Αίγιο. Αυτό επέφερε το εξής στον νομό, που το βρήκαμε μπροστά μας σήμερα: ο κόσμος έφυγε από τα χωριά του, ερήμωσε η ύπαιθρος ενός ολοκλήρου νομού και εγκαταλείφθηκε η όποια παραγωγική δυνατότητα και δραστηριότητα.
»Οι άνθρωποι εγκλωβίστηκαν στην πόλη, στα βιομηχανικά ωράρια και σε έναν άλλο τρόπο δουλειάς. Αυτό συνέβη γιατί έφευγες από το χωριό, ερχόσουν στην πόλη και έβρισκες αμέσως δουλειά σε μια από τις βιομηχανίες που άνοιγαν η μία μετά την άλλη τη δεκαετία του 1960. Η κατάσταση διατηρήθηκε για περίπου 20-25 χρόνια, δύο γενιές ανθρώπων.
»Και έπειτα άρχισε η αποβιομηχάνιση που ολοκληρώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Τότε άρχισε η μετανάστευση των εταιρειών, κυρίως προς τις βαλκανικές χώρες όπου η εργασία ήταν πιο φθηνή.
»Ετσι με την ίδια μέθοδο που οι εταιρείες ήρθαν εδώ, με την ίδια μέθοδο έφυγαν. Εν συνεχεία, η εμπλοκή μας στην Ε.Ε. και στην ΟΝΕ, μαζί με τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις που αναλάβαμε ενώπιον αυτού του οργανισμού, επιτάχυνε τα πράγματα.
»Ταυτόχρονα, η βιομηχανική εργασία ήταν τόσο εντατική που ήταν αναγκαίο να εγκαταλειφθεί κάθε άλλη δραστηριότητα. Αναπτύχθηκαν τέτοιες εργασιακές σχέσεις που στερούσαν από τις οικογένειες τη δυνατότητα να συνεχίσουν να δουλεύουν παράλληλα στα χωράφια τους. Μετατρεπόσουν σε καθαρά βιομηχανικό εργάτη, μη μπορώντας να διατηρήσεις το δίπολο του αγροτοεργάτη. Γι’ αυτό όταν έκλεισαν τα εργοστάσια, η Αχαΐα βρέθηκε νεκρή στην ύπαιθρο, νεκρή και στην πόλη».
Η κατάρρευση σε αριθμούς
Σύμφωνα με τον Θανάση Κούστα, ειδικό σύμβουλο του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Αχαΐας, περίπου 80 μεγάλες επιχειρήσεις έκλεισαν ή μετανάστευσαν.
Το αποτέλεσμα ήταν να χαθούν 30.000 άμεσες θέσεις εργασίας. Αριθμός που φτάνει τις 50.000, αν συνυπολογιστούν και οι θέσεις που χάθηκαν από τις έμμεσες δραστηριότητες.
Μηχανουργοί, συντηρητές, μαγαζιά που ζούσαν από τους εργάτες, ένα ολόκληρο δίκτυο υπηρεσιών που είχε στηθεί για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της βιομηχανίας και ολόκληρη η πατρινή οικονομία που είχε στηριχτεί σε αυτήν, κατέρρευσαν μαζί της.
Ενα από τα βασικά αίτια, σύμφωνα με τον κύριο Κούστα, ήταν ότι οι ελληνικές μονάδες της εποχής δεν φρόντισαν να εκσυγχρονιστούν εγκαίρως τεχνολογικά.
Το αποτέλεσμα ήταν να αδυνατούν να ανταγωνιστούν τους ρυθμούς παραγωγής των αντίστοιχων ευρωπαϊκών.
Σε αυτό προστέθηκε και η έλλειψη σωστών υποδομών:
«Το λιμάνι της Πάτρας δεν έγινε ποτέ εμπορικό. Οταν μπήκαν στη μεταφορά τα κοντέινερ, το λιμάνι της Πάτρας δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες και έτσι προτιμήθηκε αυτό του Πειραιά. Ενα άλλο βασικό μειονέκτημα είναι και η έλλειψη σιδηροδρομικού δικτύου, καθώς και φυσικού αερίου. Αυτές οι ελλείψεις αυξάνουν το κόστος παραγωγής, καθιστώντας την Πάτρα μη ελκυστική για επενδύσεις».
Η ανεργία σήμερα στην Πάτρα είναι πάνω από το 30%, ενώ στους νέους ξεπερνάει το 60%.
Οι λίγες βιομηχανίες που είχαν μείνει όρθιες, οι οποίες δραστηριοποιούνταν κυρίως στον κλάδο της οικοδομής, όταν ξέσπασε η κρίση και σταμάτησε η οικοδομική δραστηριότητα έκλεισαν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του επιμελητηρίου, μέσα στο διάστημα 2011-2016 έκλεισαν περίπου 800 μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις.
Χιλιάδες εργαζόμενοι με την κρίση προστέθηκαν στους ήδη υπάρχοντες ανέργους από την αποβιομηχάνιση.
Πλέον λίγα εργοστάσια, όπως η «Αθηναϊκή Ζυθοποιία» και η «Τιτάν», έχουν απομείνει στη βιομηχανική ζώνη καθώς και κάποιες μικρότερες βιοτεχνίες.
Οι κάτοικοι της Πάτρας ζουν στο «Κούγκι»
«Σήμερα η πόλη είναι βυθισμένη στην κατάθλιψη της ανεργίας. Ο πληθυσμός είναι συσσωρευμένος στο αστικό κέντρο που λέγεται Πάτρα και χτυπημένος από τα μνημόνια», τονίζει ο Δημήτρης Ξούλος.
«Η όποια οικονομία της Πάτρας στηρίζεται σε υπηρεσίες και στις κρατικοδίαιτες ακόμη ιδιωτικές εταιρείες, με την έννοια ότι οι δουλειές που ζητούν είναι από το κράτος. Στην ουσία είναι μια κρατική οικονομία, η οικονομία της πόλης. Υπάρχει ένα κάποιο εισόδημα στην πόλη μας λόγω των φοιτητών και του στρατού, οπότε εξισορροπείται λίγο η κατάσταση, όμως η ανεργία παραμένει ανεργία.
»Ενα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού ζει στην ακραία φτώχεια. Πολλοί είναι υπερχρεωμένοι και ζουν με το άγχος πότε θα τους χτυπήσουν το κουδούνι για να τους βγάλουν το σπίτι σε πλειστηριασμό. Υποκρινόμαστε ότι ζούμε, γιατί όταν σε αυτήν την κατάσταση έχεις μια οικογένεια και μόνο ένα μισθό υποκρίνεσαι ότι ζεις. Στην ουσία ζεις μόνο για να καλύψεις τις υποχρεώσεις σου. Κόσμος εκπαιδευμένος και καταρτισμένος είναι άνεργος, γιατί έφυγαν ή έκλεισαν οι βιομηχανίες.
»Ενα μικρό ποσοστό επιστρέφει πίσω στην ύπαιθρο. Αλλά δεν υπάρχουν υποδομές και γνώσεις. Χρειάζεται να διοριστούν γεωπόνοι, να εκπαιδευτούν οι άνθρωποι, χρειάζονται χρήματα, μηχανήματα κτλ. Η ύπαιθρος είναι εγκαταλελειμμένη. Είναι δύσκολη η επιστροφή.
»Πολλοί το σκέφτονται, αλλά δεν έχουν ούτε τα εισιτήρια για τα χωριά τους. Οπότε πώς θα πάνε εκεί; Θέλει ένα κεφάλαιο κίνησης και οι περισσότεροι χρωστάνε ήδη. Οι κάτοικοι της Πάτρας ζουν στο “Κούγκι”… Ετοιμάζονται για τον χορό του Ζαλόγγου».
Απο το δημοσιογραφικο τουτο πονημα λείπουν βέβαια κάποια επιπλέον στοιχεία για να έχει μεγαλύτερη πληρότητα. Προσθέτω λοιπόν : Πού πήγε η μεγάλη και κάποτε ανθηρή βιομηχανία του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης κλπ. … Και παραέξω , τι απέγινε η γιγάντια βιομηχανία του Detroit. Απο σπασμένα παράθυρα μπορείς να δεις σκουριασμένα εγκαταλειμμένα και αραχνιασμένα μηχανήματα εκει που κάποτε χιλιάδες εργαζόμενοι έβρισκαν διέξοδο ζωής. Η απάντηση είναι ίδια παντού και είναι τόσο απλή και τόσο δύσκολη ταυτόχρονα για να την προσεγγίσεις. Αν θα το ψάξεις θα βρείς λοιπόν πως περάσαμε απο την οικονομία της παραγωγής στην αποβιομηχάνιση ξαι την οικονομία της φούσκας. Τα ερωτήματα είναι ίδια και ίδιες οι απαντήσεις στην σημερινή οικονομική πραγματικότητα του πλανήτη.