«Η Κυψέλη ήτανε το alter ego του Κολωνακίου, δηλαδή είτε Κολωνάκι παίζατε, είτε Φωκίωνος παίζατε. Και καμιά φορά έβγαινε και η Φωκίωνος καλύτερη απ’ το Κολωνάκι […] Ήτανε πιο χάι-κλασάτη, ας το πούμε, η Φωκίωνος».
Τα παραπάνω λόγια αποτελούν μια προφορική μαρτυρία ενός κατοίκου της Κυψέλης στην Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης και αποτυπώνουν μέσα σε λίγες λέξεις την ιστορικότητα της αθηναϊκής συνοικίας, που κατάφερε να ανταγωνίζεται -και συχνά να κερδίζει- το Κολωνάκι, το σύμβολο της κοσμικής και αριστοκρατικής αφρόκρεμας της πρωτεύουσας.
- Του Θοδωρής Χονδρόγιαννος
- ΦωτογραφίεςΠηνελόπη Γερασίμου
Η Κυψέλη -που κατά μία άποψη πήρε το όνομά της από τον μεγάλο αριθμό μελισσιών που υπήρχαν κάποτε στα Τουρκοβούνια- αποτελεί μια σχετικά νέα αθηναϊκή συνοικία, αφού η αστική της ανάπτυξη ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Τότε χτίστηκαν οι πρώτες μονοκατοικίες, με τις ελάχιστες διώροφες πολυκατοικίες να έχουν έντονες επιρροές από το Μπάουχαους και την Αρ Ντεκό. Παρά το πρώτο κύμα οικοδόμησης, μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η Κυψέλη διατήρησε τον συνοικιακό χαρακτήρα της. Μάλιστα, τα σπίτια ήταν τόσο χαμηλά εκείνη την εποχή, που όποιος είχε την πολυτέλεια να ζει σε πρώτο όροφο, μπορούσε να απολαύσει τη θέα του Υμηττού και του Λυκαβηττού.
Σε μια μαρτυρία του, ένας κάτοικος της Κυψέλης περιγράφει τον βουκολικό χαρακτήρα της στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν η Δροσοπούλου δεν είχε ασφαλτοστρωθεί και οι μόνοι δρόμοι με άσφαλτο ήταν η Κυψέλης και η Σπετσών: «Η περιοχή δεν είχε καμία σχέση [τις αρχές του ’50] με αυτό που είναι τώρα. Καταρχάς, όλα τα σπίτια ήταν μονώροφα. Ή μονώροφα με υπόγεια, λόγω της κλίσης του εδάφους […] Υπήρχαν πολλά άκτιστα οικόπεδα, τεράστια, στα οποία παίζαμε βέβαια. Οι δρόμοι ήταν όλοι χωματόδρομοι και ψιλογκρεμοί. Υπήρχε πολύ πράσινο, πολλά δένδρα. Στον κήπο μου, είχαμε 29 πεύκα μεγάλα, χώρια αμυγδαλιές, ελιές, ροδακινιές […] Και βεβαίως, εκεί πέρα υπήρχαν 40 κότες, όταν ήμασταν μικρά υπήρχε η κατσίκα για το γάλα […] παίζαμε κιόλας με τα ζώα».
Μετά την Απελευθέρωση, η Κυψέλη, όπως και πολλές συνοικίες της μεταπολεμικής Αθήνας, δοκιμάστηκε από την ακραία φτώχεια: «Δεν είχα παπούτσια. Επειδή μεγάλωνα, όπως όλα τα παιδιά. Η μητέρα μου είχε μια δερμάτινη τσάντα, την οποία θα πήγαινε στον τσαγκάρη της γειτονιάς, που θα έκοβε το δέρμα από ’κει, για να μου κάνει παπούτσια», διαβάζουμε σε μια άλλη μαρτυρία. Η οικονομική ανέχεια έκανε τα παιδιά να σκαρφίζονται διάφορα παιχνίδια. Εκτός από το κρυφτό, το κυνηγητό, το «Στρατιωτάκια ακούνητα – αμίλητα-αγέλαστα» και το ποδόσφαιρο στους χωματόδρομους, τα παιδιά περίμεναν πώς και πώς το συνεργείο που κλάδευε τα δέντρα, για να πάρουν μετά τις βέργες και να φτιάξουν τόξα.
Χάρη και στην έντονη οικοδομική δραστηριότητα, τα οικονομικά των κατοίκων της Κυψέλης βελτιώθηκαν με τα χρόνια και η περιοχή ξεκίνησε να γίνεται μια αριστοκρατική συνοικία, με τις νέες πολυκατοικίες -πλούσιες και ευρύχωρες- να προορίζονται κυρίως για την αστική τάξη. Είναι η εποχή που η Κυψέλη γίνεται η εναλλακτική στο Κολωνάκι, έχοντας μάλιστα το πλεονέκτημα της εγγύτητας με το Πεδίον του Άρεως, το μεγαλύτερο πάρκο της Αθήνας. Το χαρακτηριστικό των πολυκατοικιών της Κυψέλης τη δεκαετία του ’50 και του ’60 είναι ότι φιλοξενούν πολλά μαγαζιά στο ισόγειο, κάτι που έδωσε την ευκαιρία να δημιουργηθεί στην Κυψέλη μια σημαντική εμπορική αγορά. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές οδοί -όπως η Πατησίων, η Κυψέλης και η Φωκίωνος Νέγρη-, αλλά και πλατείες -όπως η Κυψέλης και η Αμερικής- παρέμειναν για δεκαετίες σημαντικά εμπορικά κέντρα.
Παράλληλα με την οικονομική ανάπτυξη, η Κυψέλη γνώρισε μια έντονη κοσμική ζωή, που επικεντρώνονταν γύρω από τη Φωκίωνος Νέγρη και την Πατησίων. Την ώρα που Έλληνες σταρ -όπως η Αρλέτα και ο Μανώλης Χιώτης- σύχναζαν στην Κυψέλη, η συνοικία έγινε δημοφιλής για την ξένη μουσική που έπαιζαν τα μαγαζιά, στα οποία σύχναζαν οι νέοι προσπαθώντας να φέρουν το πρώτο κύμα ανανέωσης στην ελληνική κοινωνία. Στη συνοικία άνοιξαν πολλοί κινηματογράφοι, μπιλιαρδάδικα και στέκια που έγιναν αργότερα σήμα κατατεθέν για την Αθήνα, όπως το Select, ο κινηματογράφος Στέλλα και η Δημοτική Αγορά Κυψέλης. Σε μια μαρτυρία του, ένας κάτοικος της περιοχής λέει πως «το Ριάλτο [στην οδό Κυψέλης] ήταν το καλύτερο κινηματοθέατρο των Βαλκανίων, έτσι το λέγανε τότε. Των Βαλκανίων ήταν όντως, επειδή δεν υπήρχε άλλο. Όλοι οι άλλοι κινηματογράφοι ήταν με χαλίκι κάτω. Αυτό ήταν πλακόστρωτο, με μάρμαρα, με θεωρεία, δηλαδή υπήρχαν τα τραπεζάκια, οι καρέκλες. Κάθε δύο καρέκλες υπήρχε τραπεζάκι που έβαζες το ποτό σου».
Παρόλο τον κοσμικό αέρα που απολάμβανε η Κυψέλη για δεκαετίες, η αντιπαροχή και η έντονη αστικοποίηση έβαλαν τέλος στον συνοικιακό χαρακτήρα της. Αυτό, σε συνδυασμό με την έντονη ατμοσφαιρική ρύπανση και την υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα, που έκανε τη ζωή σε κάποια στενά αφόρητη, ανάγκασε πολλούς κατοίκους της Κυψέλης να την εγκαταλείψουν, αρχής γενομένης από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Μέχρι το 2000, η συνοικία επρόκειτο να χάσει την παλιά της αίγλη και να καταλήξει μια από τις πιο βρώμικες περιοχές της πρωτεύουσας.
Ωστόσο, σήμερα η Κυψέλη φαίνεται να ζωντανεύει εκ νέου, δείχνοντας ότι δεν έχει χάσει οριστικά την ιστορικότητά της. Μέρος αυτής της ζωντάνιας βρίσκεται στα υπόγεια της συνοικίας, που είναι πολλά, χάρη στο ανηφορικό έδαφός της. Σε αυτά τα υπόγεια, φωτογραφίσαμε παλιούς και νέους κατοίκους της περιοχής να ζουν, να δουλεύουν και να δημιουργούν, δίνοντας άλλη μία ευκαιρία στην Κυψέλη να γίνει η συνοικία που ήταν, όταν εκεί έπιναν το ποτό τους η Σοφία Βέμπο και ο Frank Sinatra.
Δείτε περισσότερες φωτογραφίες από τα υπόγει της Κυψέλης παρακάτω.