- Τι ήταν τελικά οι Αγανακτισμένοι και πώς στήθηκε το κίνημα που δεν ξαναγύρισε στην πλατεία
Τα μεσάνυχτα της Δευτέρας 20 Αυγούστου προς Τρίτη 21 του μηνός η Ελλάδα βγαίνει τυπικά από το πρόγραμμα εποπτείας που της είχε υποβληθεί από τους δανειστές της, τα λεγόμενα μνημόνια. Τα χρόνια που πέρασαν, σημαδεύτηκαν από μία πρωτόγνωρη οικονομική κρίση, που έπληξε σαν σε περίοδο πολέμου τον παραγωγικό ιστό της χώρας, τις εργασιακές σχέσεις και το εισόδημα των πολιτών, δημιουργώντας τεράστια χάσματα στην κοινωνία και αμέτρητες ιστορίες πόνου και καταστροφής.
Το τέρμα της επίσημης περιόδου των μνημονίων δεν ερμηνεύεται με τον ίδιο τρόπο από όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου ούτε αποτελεί σαφές προμήνυμα για μία επόμενη ημέρα οικονομικής ανάταξης και ανάπτυξης. Σίγουρα όμως αφήνει πίσω μία από τις πιο έντονες και διχαστικές εποχές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Γράφει ο ο Κωνσταντίνος Κάλτσας
Από τη στιγμή που ο Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωνε από το Καστελόριζο την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η πορεία της οικονομίας ακολούθησε ραγδαία επιδείνωση. Οι αντιδράσεις της κοινωνίας άρχισαν να διαφαίνονται με μεγάλες πορείες στην Αθήνα και άλλες πόλεις και έναν γενικότερο αναβρασμό να επικρατεί.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της αντίδρασης του κόσμου ήταν το κίνημα των Αγανακτισμένων. Χιλιάδες άνθρωποι χωρίς κάποιο κομματικό κάλεσμα άρχισαν να βγαίνουν στις πλατείες τον Μάιο του 2011, καθιστώντας το «καλοκαίρι των Αγανακτισμένων» την πρώτη μεταπολιτική λαϊκή εκδήλωση που δεν μπαίνει στα κλασικά αναλυτικά εργαλεία της πολιτικής θεωρίας.
Στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τι ήταν οι Αγανακτισμένοι, ποιος τους κινητοποίησε και γιατί εδώ και κάποια χρόνια δεν έχουμε αντίστοιχες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, μιλήσαμε με τον Καθηγητή και Διευθυντή του Εργαστηρίου Κοινωνικής Έρευνας στα ΜΜΕ του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργο Πλειό.
«Ήταν ένα κίνημα νέου τύπου»
«Κατ’ αρχήν αυτό το φαινόμενο των Αγανακτισμένων εντάσσεται στα κινήματα νέου τύπου τα οποία οργανώνονται κατά κύριο λόγο από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Διαφέρει από τα μονοθεματικά κινήματα, τα οποία ήταν της μόδας τις προηγούμενες δύο δεκαετίες. Απευθύνονται σε ένα μεγάλο και ετερογενές κοινό και στελεχώνονται αναλόγως» αναφέρει ο κ. Πλειός.
Όσον αφορά τα αίτια της ανάδυσης του φαινομένου αυτά θα πρέπει να τα ψάξει κάποιος στις λεγόμενες μνημονιακές πολιτικές. «Μην ξεχνάμε ότι το κίνημα των Αγανακτισμένων έγινε τον Μάιο του ’11. Επί έναν χρόνο, από τότε που άρχισαν να εφαρμόζονται μνημονιακές πολιτικές, υπάρχουν μεγάλες αντιδράσεις. Άρα σίγουρα υπήρχε καύσιμη ύλη, είχε προετοιμαστεί ο δρόμος για μία πολιτική κινητοποίηση και μάλιστα έντονη.
Η διαφορά από τις μέχρι τώρα πολιτικές, συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις είναι το γεγονός ότι αυτό το οποίο οργανώθηκε στην πλατεία Συντάγματος δεν είχε τα χαρακτηριστικά μόνο πολιτικής κινητοποίησης. Υπήρχαν συζητήσεις, μουσικές, τραγούδια, υπήρχε μία ατμόσφαιρα χαράς. Θα έλεγε κανείς ότι είχε ένα φεστιβαλικό, με την καλή έννοια του όρου, χαρακτήρα, όπου οι άνθρωποι εκτός από πολιτικές ιδέες, εκφράζουν και άλλες ανησυχίες.
Είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι μέλη αριστερών νεολαιών ήταν επιφυλακτικά στην αρχή απέναντι στο φαινόμενο και σταδιακά το προσέγγισαν. Και φαντάζομαι ο λόγος ήταν ότι δεν είχαν τον έλεγχο. Διότι οι πολιτικές οργανώσεις, όχι μόνο στην Αριστερά αλλά και παντού, επιδιώκουν τον έλεγχο ακριβώς για να επιτευχθεί ο σκοπός τον οποίο επιδιώκουν».
Φυσικά υπάρχει και μία παράδοση εξέγερσης, μία παράδοση εναντίωσης στην Ελλάδα. Όχι μόνο στην πολιτική αλλά και στον πολιτισμό και στις συνήθειες. Θα έλεγα ότι αυτοί είναι οι τρεις συστατικοί παράγοντες: η αντίδραση στα μνημόνια, η κουλτούρα της αντίστασης και κυρίως ο φεστιβαλικός χαρακτήρας αλλά και ο μη κομματικός χαρακτήρας της εκδήλωσης.
Παρατηρήθηκε να έχουμε το φαινόμενο των λεγόμενων δύο πλατειών: «Την πάνω πλατεία η οποία υιοθετούσε μία άλλη συμπεριφορά και η αντίδρασή της θα έλεγα ότι ήταν κατ’ εξοχήν ηθική. Με χειρονομίες, εκφράσεις, τοποθετήσεις λεκτικές και μη λεκτικές που δεν συνάδουν για παράδειγμα με την παράδοση της Αριστεράς. Ήταν περισσότερο εξωστρεφείς, ήθελαν να φανούν στα κανάλια. Μην ξεχνάτε ότι οι κάμερες ήταν στημένες ακριβώς στο πάνω μέρος της πλατείας. Ενώ στο κάτω μέρος οι άνθρωποι ήταν περισσότερο εσωστρεφείς. Έχτιζαν ιδέες, ενώ οι πάνω έχτιζαν εικόνες για τα Μέσα επικοινωνίας.
Στην κάτω πλατεία υπήρχαν ομάδες που ανήκαν στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, άνθρωποι οι οποίοι ανήκαν στον χώρο των παραδοσιακών κομμάτων της Αριστεράς και οι παραδοσιακοί ανένταχτοι. Στο πάνω μέρος του Συντάγματος υπήρχε ένας κόσμος ο οποίος είχε ευαισθησία περισσότερο για τα εθνικά θέματα. Αυτό λοιπόν που χαρακτήριζε συνολικά την πλατεία ήταν μία άρνηση, μία προσπάθεια να σηκώσει κάποιος το ανάστημά του και να πει όχι σε ό,τι τον ενοχλούσε».
Ένα βασικό ερώτημα είναι αν οι Αγανακτισμένοι κινητοποιήθηκαν από κάποιους -κόμματα, οργανώσεις- ή ήταν μία αυθόρμητη εκδήλωση.
«Το μέσο με το οποίο κινητοποιήθηκαν οι άνθρωποι ήταν το Facebook. Οργάνωσε τον κόσμο και ο κόσμος το χρησιμοποιούσε. Ανέβαζε ανακοινώσεις στο διαδίκτυο. Με αυτό τον τρόπο πολιτικοποιήθηκε και το Facebook. Πολύς κόσμος στράφηκε στα πολιτικά περιεχόμενα του Facebook. Μην ξεχνάμε ότι ήταν το Μέσο από το οποίο πάρα πολλοί παίκτες, δηλαδή οι αρχές, τα ΜΜΕ, τα πολιτικά κόμματα έπαιρναν πληροφορίες για το τι ακριβώς συνέβαινε στην πλατεία και προσπαθούσαν να κάνουν τις δικές τους εκτιμήσεις ή να δημιουργήσουν τη δική τους αντιμετώπιση».
Στην περίπτωση των Αγανακτισμένων κανείς δεν διεκδίκησε τις δάφνες της μεγαλύτερης κινητοποίησης τα τελευταία είκοσι χρόνια. Σύμφωνα με όσα αποσπασματικά γράφτηκαν στα blogs και στον Τύπο, δύο Θεσσαλονικείς, που κόπιαραν το κίνημα των Ισπανών «Indigniados», έφτιαξαν στο Facebook τη σελίδα «Αγανακτισμένοι στον Λευκό Πύργο». Ακολούθησε το κάλεσμα «Αγανακτισμένοι στο Σύνταγμα, 25 Μαΐου» που έφτιαξαν δύο ή τρεις 17χρονοι ή 18χρονοι.
«Οργανώσεις μικρότερες ή μεγαλύτερες, οι οποίες χρησιμοποίησαν συστηματικά το Facebook, προσέλκυσαν κάποιο κόσμο. Σε ένα βαθμό ήταν οργανωμένο και σε ένα βαθμό ήταν αυθόρμητο. Στην πολιτική τίποτα δεν είναι απολύτως οργανωμένο ή απολύτως αυθόρμητο. Έχω βρεθεί μπροστά σε σκηνή όπου κάποιοι νέοι οργάνωσης της Αριστεράς πωλούσαν εφημερίδες και οι άνθρωποι της διοργάνωσης τους είπαν ευγενικά, αλλά πιεστικά να μην το κάνουν διότι δεν ήθελαν κομματικοποίηση της εκδήλωσης.
Αυτό που μπορώ να πω κατηγορηματικά είναι τούτο: στελέχη μεγάλης πολιτικής νεολαίας της αριστεράς εξεπλάγησαν από το ξεκίνημα και τις διαστάσεις που πήρε το φαινόμενο. Και σας το λέω διότι έχω φοιτητές-στελέχη οι οποίοι με ρωτούσαν: “Δάσκαλε τι γίνεται εδώ;” Και θυμάμαι ότι τους είπα χαρακτηριστικά ότι αυτό είναι ένα κοινωνικό “πείραμα” που συμβαίνει και έτσι θα πρέπει να το παρατηρήσουν, να το κατανοήσουν και μετά ας κάνουν ό,τι νομίζουν.
Αν υπήρξε κάποια οργανωμένη προσπάθεια από κάποιο φορέα θα ήταν από μικρά κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής κυρίως Αριστεράς, τα οποία βρήκαν ένα δημόσιο βήμα, μια άλλη περιοχή της δημόσιας σφαίρας, που προσφέρουν τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μέχρι τότε δεν την είχαν. Μέχρι τότε το μόνο βήμα ήταν τα παραδοσιακά Μέσα από τα οποία ήταν αποκλεισμένες οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Θεωρώ ότι όλες οι περιφερειακές φωνές βρίσκουν έναν δημόσιο χώρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Θυμάστε το Occupy America ή το Occupy Ταξίμ. Φαίνεται ότι τα μέσα έπαιξαν αυτόν τον ρόλο και οι άνθρωποι τα χρησιμοποίησαν συστηματικά σε χώρες όπου η παραδοσιακή δημόσια σφαίρα και το πολιτικό σύστημα δεν επιτρέπουν τις εναλλακτικές φωνές ή ακόμη και τις καταπιέζουν.
Και εκεί κάποια στιγμή γίνεται μία ρωγμή. Δείτε για παράδειγμα την περίπτωση της Ταξίμ, όπου τα μεγάλα Μέσα επικοινωνίας προέβαλαν τη στιγμή των μεγάλων γεγονότων ντοκυμαντέρ με πιγκουίνους. Κάτι ανάλογο έκαναν και τα Μέσα στην Ελλάδα.
Από την αρχή του ’10 έχουμε μια δραματική αλλαγή στον χώρο των ΜΜΕ. Η ανεργία που ζουν οι δημοσιογράφοι και η ανάγκη να εναντιωθούν οδήγησε πολλούς στο να δημιουργήσουν τα λεγόμενα εναλλακτικά Μέσα επικοινωνίας. Αυτό οδήγησε την ελληνική δημοσιογραφία να γίνει περισσότερο πολιτική.
Μην ξεχνάμε ότι έβγαινε από τη δεκαετία του Κωστοπουλισμού στην Ελλάδα, του lifestyle.
Αυτό συνετέλεσε ακριβώς στο να ασχοληθούν πολύ με το φαινόμενο των Αγανακτισμένων και να του δώσουν μεγαλύτερη διάσταση. Το πιο σημαντικό κομμάτι των Αγανακτισμένων δεν βρισκόταν στην πλατεία. Βρισκόταν στα Μέσα επικοινωνίας».
Μετά από χρόνια κρίσης οι αντιδράσεις βρίσκονται σε ύφεση, κάτι που φαίνεται παράδοξο αν σκεφτεί κανείς την οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές της χώρας.
«Αυτό που εννοούσαμε κρίση έχει υποχωρήσει. Αυτό που λέμε κρίση έχει κανονικοποιηθεί. Δεν έχουμε τη διαρκή επιδείνωση που είχαμε στο παρελθόν. Τώρα υπάρχει μια σταθεροποίηση της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης και βελτίωση ορισμένων δεικτών.
Δεν υπάρχει αυτή η αίσθηση της ελεύθερης πτώσης που υπήρχε στο παρελθόν. Υπάρχει ένα φρένο, μία ανακοπή αυτής της διαδικασίας. Αυτό εκλαμβάνεται από πολλές πλευρές ως υπέρβαση της κρίσης. Στην πραγματικότητα δεν είναι υπέρβαση, αλλά κανονικοποίηση της κρίσης.
Αυτή τη στιγμή αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα ως κακή ή λιγότερο κακή, ή ως λιγότερο ή περισσότερο καλή, αλλά όχι όμως ως κρίση. Δεν υπάρχει δηλαδή αυτή η αίσθηση της μεγάλης ιστορικής αλλαγής. Αυτό οδηγεί, όπως πάντα οδηγούσε, τους ανθρώπους να ασχοληθούν με τη δική τους κανονική, καθημερινή ζωή.
Αυτό είναι μια περίεργη ιστορική κατάσταση, νομίζω ότι ζουν όλοι με έναν περίεργο τρόπο και ο καθένας ρίχνει το βάρος του εκεί όπου νομίζει ότι είναι πιο σημαντικό για τη δική του κατάσταση. Θεωρώ ότι δεν έχουμε βγει από την κρίση στην πραγματικότητα. Άλλωστε η λέξη κρίση είναι συνώνυμη της παγκοσμιοποίησης και της αγοράς, της όλης αστάθειας στην οποία ζει ο κόσμος και η χώρα μας ειδικά την παρούσα χρονική περίοδο. Δείτε τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή για παράδειγμα με την Τουρκία, με τη Μέση Ανατολή. Ενδεχομένως μπαίνουμε σε μία άλλη περίοδο κατά την οποία θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε νέες όψεις της κρίσης».