Αύγουστο ήρθε στη ζωή και Αύγουστο έφυγε για το μεγάλο ταξίδι (29 Αυγούστου 1934 – 8 Αυγούστου 2004). Για όσους δίνουν σημασία σε αυτά ή πιστεύουν στις συμπτώσεις, είναι μία λεπτομέρεια άξια αναφοράς. Και η αλήθεια είναι ότι στη ζωή του Δημήτρη Παπαμιχαήλ, οι συμπτώσεις δεν ήταν και λίγες. Και δεν μάθαμε ποτέ, αν ο ίδιος πίστευε σε αυτές. Εξάλλου, ήταν ένας άνθρωπος με πείσμα, που όταν έβαζε έναν στόχο, τον πετύχαινε. Είτε εύκολα, είτε δύσκολα.
Ήταν Αύγουστος του 1934, όταν ήρθε στον κόσμο το τρίτο παιδί του Γιάννη Παπαμιχαήλ, το πρώτο με τη δεύτερη σύζυγό του Ελένη. Ο Δημήτρης είχε δυο μεγαλύτερα αδέλφια, τον Στέλιο και τη Μαρία από τον πρώτο γάμο του πατέρα του και τον μικρότερο Νίκο από τον δεύτερο. Τα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολα και φτωχικά. Έτσι και η οικογένεια Παπαμιχαήλ τα έβγαζε δύσκολα.
Ο Γιάννης και η Ελένη Παπαμιχαήλ διηύθυναν ένα καφενείο στο Χατζηκυριάκειο, όπου ο Δημήτρης από μικρός βοηθούσε τους γονείς του. Μάλιστα, όταν έγινε μεγάλος και τρανός, οι πελάτες του μικρού καφενέ, θυμούνταν με συγκίνηση το μικρό αγόρι, που τους σέρβιρε τον καφέ. Στο καφενείο εκείνο το μικρό αγόρι έκανε τα όνειρα για το μέλλον του.
Ο βομβαρδισμός του Πειραιά τον στιγμάτισε για πάντα
Το 1941 και σε ηλικία 7 χρόνων, ο Δημήτρης έζησε τον βομβαρδισμό του Πειραιά. Ένα γεγονός, που στιγμάτισε τα παιδικά του χρόνια, αλλά και αργότερα την ενήλικη ζωή του. Μάλιστα, όπως ο ίδιος είχε εξομολογηθεί, το πρώτο του όνειρο ως παιδί, ήταν να γίνει πιλότος και να βομβαρδίσει τους Γερμανούς, όπως έκαναν κι εκείνοι. Ο πόλεμος δυσκόλευε την κατάσταση και οι γονείς του, τον έστειλαν στο Κρανίδι τον τόπο καταγωγής τους, όπου έζησε για δύο χρόνια, μέχρι να τελειώσει ο Πόλεμος.
«Γεννήθηκα στον Πειραιά. Η δική μου γενιά είναι η γενιά του πολέμου. Μεγαλώσαμε σε δύσκολες συνθήκες, μέσα σε καταστροφές και βομβαρδισμούς. Παρ’ όλες τις κακουχίες, όμως, όλα τότε ήταν διαφορετικά. Υπήρχε η επικοινωνία της γειτονιάς κι οι αυλές των σπιτιών ήταν πάντα γεμάτες. Οι άνθρωποι ζούσαν όλοι μαζί και ήταν όμορφα» είχε εξομολογηθεί σε μία από τις συνεντεύξεις του ο Παπαμιχαήλ, περιγράφοντας τα φτωχικά μεν, ευτυχισμένα δε, παιδικά του χρόνια στον Πειραιά.
Όταν επέστρεψε από το Κρανίδι, βοηθούσε τους γονείς του στο καφενείο, κάνοντας τα δικά του σχέδια για το μέλλον του. Και σε αυτά δεν περιλαμβάνονταν τα σχέδια των γονιών του για εκείνον. Στα γυμνασιακά χρόνια άρχισαν να του μπαίνουν οι ιδέες του θεάτρου. Άλλωστε, κάποιοι ρόλοι στο σχολείο, δεν ήθελαν και πολύ για να του «φυτέψουν» το σπόρο. Έτσι, στην εφηβεία του ήξερε καλά τι ήθελε να κάνει: να γίνει ηθοποιός.
Οι γονείς του από την άλλη, ήθελαν να σπουδάσει υφαντουργία στην Αγγλία, καθώς είχε κερδίσει μία υποτροφία. Πριν από αυτό, η μητέρα του η κυρά-Λένη, όπως την αποκαλούσε ο μεγάλος ηθοποιός, τον προόριζε για αρχιμανδρίτη, όπως ο ήταν ο αδελφός της. Αλλά ο μεγάλος γιος της δεν της έκανε το χατίρι. Αν και χρόνια αργότερα, ο Παπαμιχαήλ υποδύθηκε στον κινηματογράφο τον Παπαφλέσσα, τον ηρωικό Αρχιμανδρίτη της Ελληνικής Επανάστασης. Ορίστε, ακόμη μία σύμπτωση.
Η πρώτη συνάντηση με την Αλίκη Βουγιουκλάκη
Το 1952 δίνει κρυφά εξετάσεις στο Εθνικό θέατρο, όπου καταφέρνει και μπαίνει στη Σχολή. Ανακοινώνει, λοιπόν, στους γονείς του ότι δεν πρόκειται να σπουδάσει υφαντουργία, «πετάει» την υποτροφία και ξεκινάει δειλά, δειλά, αλλά με μπόλικο πείσμα (και άφθονο ταλέντο, όπως αποδείχθηκε σύντομα) το μακρινό του ταξίδι στον κόσμο της Υποκριτικής.
Όπως συνέβη και με άλλους ηθοποιούς, έτσι και ο Παπαμιχαήλ στην αρχή βρέθηκε αντιμέτωπος με την έντονη αντίδραση του πατέρα του, όταν έμαθε για το Εθνικό θέατρο. Αλλά στη συνέχεια, έκανε πίσω και συμφώνησε με την επιλογή του να γίνει ηθοποιός. Τα οικονομικά της οικογένειας εξακολουθούσαν να ήταν δύσκολα και ο Δημήτρης πήγαινε κάθε μέρα στην Αθήνα από τον Πειραιά με τα πόδια.
Εκεί, στο φουαγιέ του Εθνικού περιμένοντας τη σειρά για τις εισαγωγικές εξετάσεις, ένα μελαχρινό κορίτσι τον πλησίασε και τον ρώτησε από πού είναι. «Από τον Πειραιά», απάντησε εκείνος. «Από τον Πειραιά» τον ρώτησε εκείνη με ένα υποτιμητικό ύφος. «Γιατί δεσποινίς, δεν σας αρέσει; Εσύ πού μένεις;» ρώτησε ο Δημήτρης την μελαχρινή κοπέλα, για να πάρει την απάντηση: «Κοντά στον Άγιο Παύλο». Και τότε εκείνος δεν έχασε την ευκαιρία για να της επιστρέψει τη δική του πληρωμένη απάντηση: «Α, κοντά στα τρένα».
Το μελαχρινό κορίτσι, που αυθάδησε για τον αγαπημένο του Πειραιά, ήταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη και την ιστορία την είχε διηγηθεί ο ίδιος ο Παπαμιχαήλ πολλά χρόνια μετά στο θρυλικό «Το καλλιτεχνικό καφενείο» του Κώστα Φέρρη. Καταλαβαίνει, λοιπόν, κανείς ότι ανάμεσα στα δύο νεαρά παιδιά και συμφοιτητές στο Εθνικό, γεννήθηκε από την πρώτη στιγμή μία αμοιβαία αντιπάθεια. Και κράτησε για κάμποσο καιρό, μέχρι που εξελίχθηκε σε έναν μεγάλο έρωτα, που επισφραγίστηκε με γάμο, το 1965. Και το 1969 ήρθε στον κόσμο ο καρπός του μεγάλου έρωτά τους, Γιάννης.
Η σχέση του με τη Δέσπω Διαμαντίδου
Μέχρι, όμως, να γίνουν ζευγάρι οι συγκρούσεις τους ήταν αρκετές και η αντιπάθεια του ενός προς τον άλλον, δεν κρυβόταν. Και η αλήθεια είναι ότι και οι δυο τους δεν προσπάθησαν πολύ, για να κρύψουν τα όσα ένιωθαν. Πριν την Αλίκη, όμως, στη ζωή του έπαιξε σημαντικό ρόλο μία σπουδαία κυρία του θεάτρου.
Όταν ακόμη φοιτούσε στη Σχολή, γνώρισε τη Δέσπω Διαμαντίδου. Εκείνη ήταν ήδη μία καταξιωμένη ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Μία γυναίκα με μία ιδιαίτερη γοητεία και μόρφωση, πράγμα όχι και τόσο συχνό για την Μεταπολεμική Ελλάδα. Μάλιστα, η Διαμαντίδου μιλούσε πέντε ξένες γλώσσες και η μόρφωσή της σε συνδυασμό με το ταλέντο της, γοήτευσαν το νεαρό Πειραιώτη.
Η ηθοποιός τον βοήθησε πολύ στα πρώτα του βήματα, ενώ έμειναν μαζί για αρκετό καιρό. Μάλιστα, στα γυρίσματα της ταινίας «Μανταλένα», όπου υποδύθηκε τη μητέρα του, ήταν ζευγάρι. Ο χωρισμός τους ήρθε με άδοξο και ιδιαίτερα άκομψο για τη Διαμαντίδου τρόπο, τον χειμώνα του ’64, όπου μαζί με τη Βουγιουκλάκη πρωταγωνίστησαν στην παράσταση «Κολόμπ».
Το πάθος ανάμεσα στην Αλίκη και τον Δημήτρη δε μπορούσε να κρυφτεί από κανέναν. Λίγο πριν, στα γυρίσματα της ταινίας «Μοντέρνα Σταχτοπούτα» στους ρομαντικούς δρόμους της Ρώμης, έγιναν ζευγάρι. «Συγνώμη, ήταν τυχαίο», γνωστή ατάκα της Αλίκης στην ταινία, αλλά ως φαίνεται ο έρωτάς τους δεν ήταν και τόσο… τυχαίος!
Τα δημοσιεύματα για το νέο ζευγάρι έδιναν κι έπαιρναν και σύντομα όλοι έκαναν λόγο για τον «μυστικό» τους αρραβώνα επί σκηνής. Η σχέση του Παπαμιχαήλ με τη Διαμαντίδου τελείωσε τόσο άκομψα, όμως, η σπουδαία κυρία του θεάτρου, έδειξε πόσο ανώτερος άνθρωπος ήταν, στέλνοντας ένα μπουκέτο λουλούδια στην Αλίκη, συνοδευόμενο με τις θερμότερες ευχές της. Το πρώην ζευγάρι κράτησε καλές σχέσεις και λίγα χρόνια αργότερα, συνεργάστηκαν ξανά.
Η μεγάλη αγάπη για τον Πειραιά
Όταν ο Παπαμιχαήλ πρωταγωνίστησε στην ταινία, «Το λεβεντόπαιδο» πολλοί σχολίασαν πως δεν θα μπορούσε να βρεθεί άλλος πιο εύστοχος τίτλος για να τον περιγράψει. Μάλιστα, για όλους ο Δημήτρης ήταν το «λεβεντόπαιδο του Πειραιά».
Ο ηθοποιός αγάπησε πολύ την πόλη του. Την έκανε τραγούδι και με τη λεβέντικη φωνή του, τραγουδούσε: «Κάτω στον Πειραιά, στα Καμίνια, φτώχεια καλή καρδιά μα και γκρίνια… Κάτω στον Πειραιά στο μουράγιο, είπα να σκοτωθώ μα τον άγιο…».
Αλλά ασχολήθηκε και με τα κοινά, καθώς από το 1986 έως το 1990 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος, αρμόδιος για θέματα Πολιτισμού. Το 1986 κατείχε τη θέση του αντιδημάρχου.
Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ δεν ξέχασε ποτέ τα δύσκολα χρόνια που έζησε ως παιδί. Όπως δεν ξέχασε και τις όμορφες στιγμές που έζησε στη φτωχική γειτονιά του, εκεί στο Χατζηκυριάκειο. «Αποβραδίς ξεκίνησα μ’ έναν παλιό μου φίλο για το Χατζηκυριάκειο και για τον Άγιο Νείλο», λένε οι στίχοι του γνωστού ρεμπέτικου τραγουδιού «Χατζηκυριάκειο» του Μπαγιαντέρα (Δημήτρης Γκόγκος), που λέγεται ότι γράφτηκε στο καφενείο του Γιάννη Παπαμιχαήλ.