Ο κόσμος και η ιστορία της οδού Ευριπίδου

313

Αυτό το βιβλίο γράφτηκε για να γνωρίσει στους αναγνώστες του τον κόσμο που πέρασε απ’ αυτήν την περιοχή κι έχει μείνει στη συλλογική μνήμη και τον κόσμο που σήμερα την εμψυχώνει. Μέσα στον κόσμο της οδού Ευριπίδου και των Πέριξ, σημαντική θέση έχουν οι επιχειρηματίες του σήμερα, που μοχθούν, σε τόσο δύσκολες συνθήκες, να σταθούν όρθιοι.

Όλοι όμως ξεχνάμε ή δεν γνωρίζουμε ότι σε αυτήν την περιοχή έχουν την μόνιμη κατοικία τους και Έλληνες συμπολίτες μας, που ζουν εκεί από αγάπη για την περιοχή και μοιράζονται την καθημερινότητά τους με αλλοδαπούς συνανθρώπους μας” λέει η συγγραφέας του βιβλίου που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας με τίτλο  Ο κόσμος της Ευριπίδου και των πέριξ Ευριπίδου, Ψυρρή και Γεράνι, ένας περίπατος. 

Ακολουθούν μερικά εξαιρετικά ενδιαφέροντα αποσπάσματα:

Η ιστορία ενός δρόμου-καθρέφτη της πόλης

Στην υπό Οθωμανική κυριαρχία Αθήνα, η Αγορά της πόλης, το παζάρι όπως λεγόταν, ήταν το κέντρο της. Η Αθήνα τότε ήταν μια μικρή πόλη της Περιφέρειας (αφού η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας ήταν η Κωνσταντινούπολη) με πολύ μικρή έκταση,  η οποία περιοριζόταν γύρω από την Ακρόπολη (Πλάκα, Μοναστηράκι, Ψυρρή). Εκεί βρισκόταν και η Αγορά της, στην αρχή της σημερινής οδού Αιόλου, στην Πλάκα. Με τη διάνοιξη των νέων  οδών, Ερμού, Αιόλου, Αθηνάς, η παραγωγική και η εμπορική ζώνη ανασυντάχθηκαν πάνω σε αυτές τις οδούς. Παράδειγμα της μετατόπισης των παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων είναι, ότι το κτίριο της Νέας Αγοράς, δηλαδή της Κεντρικής Δημοτικής Αγοράς ανεγείρεται στην οδό Αθηνάς. και ολοκληρώνεται το 1886.

Τα μαγαζιά και τα εργαστήρια άρχισαν να αναπτύσσονται τώρα, με κεντρικό άξονα την οδό Ερμού για να καταλάβουν ολόκληρη την περιοχή ανάμεσα στο Μοναστηράκι και το δυτικό άκρο της οδού Αδριανού, τη συνοικία του Ψυρρή και το τρίγωνο Ερμού – Αθηνάς – Ευριπίδου. Η οδός Ευριπίδου άρχισε να αποτελεί κομμάτι της καρδιάς της πόλης. Συνέπεια αυτού είναι ότι οι διάφορες περιπέτειες και φάσεις της ανάπτυξης του ελληνικού κράτους αποτυπώθηκαν στην εξέλιξή της.

Η Ευριπίδου στις αρχές του 20ου αιώνα

Εκείνη την εποχή η περιοχή της Ευριπίδου και των Πέριξ φιλοξενούσε, εκτός από το εμπόριο και τις βιοτεχνίες, και ιστό κατοικιών. Η περιοχή του Ψυρρή ήταν ήδη γειτονιά από την εποχή της  Οθωμανικής κυριαρχίας. Εκεί κατοικούσαν επαγγελματίες, έμποροι, αλλά και κάποιες αστικές οικογένειες.  Η νέα πόλη, που άρχισε να εκτείνεται από την Ευριπίδου και εντεύθεν, φιλοξενούσε κυρίως κατοικίες και μάλιστα της ανώτερης τάξης, επειδή στο σχέδιο του Κλεάνθη η θέση των ανακτόρων ήταν  στην σημερινή  Ομόνοια. Έτσι πολλοί μεγαλοαστοί άρχισαν να εγκαθίστανται  στην  Ευριπίδου και βόρεια αυτής προς Ομόνοια. Αργότερα, όταν  τα ανάκτορα ανεγέρθηκαν στο Σύνταγμα, άρχισαν να εγκαθίστανται προς τα εκεί. Τα σπίτια που είχαν στην Ευριπίδου και στην γύρω περιοχή τα κληροδότησαν  σε ευαγή ιδρύματα. Έτσι, πολλά ακίνητα της Ευριπίδου και της ευρύτερης περιοχής δεν ανήκουν σε ιδιώτες. Κάποια νεοκλασικά κατέληξαν να στεγάσουν ξενοδοχεία. Οι υπηρεσίες που παρέχονταν σε αυτά ήταν κακές (π.χ. τα δωμάτια κάθε ορόφου είχαν κοινή τουαλέτα) γιατί δεν είχαν κτιστεί γι’ αυτόν τον σκοπό.

Κατοχή και εμφύλιος

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η Αγορά ατονεί  και  η μοναδική «εμπορική» δραστηριότητα που ακμάζει είναι η «μαύρη αγορά», στις οδούς Αθηνάς, Σοφοκλέους, Αγίου Δημητρίου. Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, οι γειτονιές της Αθήνας μετατρέπονται σε πεδία μαχών. Μαγαζιά και σπίτια ανατινάζονται για να γίνουν οδοφράγματα, ή πυρπολούνται. Αυτήν την τύχη είχε το σπίτι του Ξενόπουλου, στην Ευριπίδου και το Βαρβάκειο Διδακτήριο στην οδό Αθηνάς. Πλήθος κάτοικοι χάνουν τη ζωή  και τις περιουσίες τους και όλοι σημαδεύονται για πάντα.

Η Αθήνα του 1950 και του χονδρεμπορίου

Η έδρα του χονδρικού εμπορίου από τη δεκαετία του ’50 ως τη δεκαετία του ’80 ήταν στις οδούς Αθηνάς, Ευριπίδου, Σοφοκλέους, Σωκράτους, Μενάνδρου αλλά και στην περιοχή του Ψυρρή. Διεξαγόταν σε  αυτήν την περιοχή το χονδρικό εμπόριο όλων των ειδών: τροφίμων, γλυκισμάτων και ποτών,  πρώτων υλών ζαχαροπλαστικής. Επίσης υφασμάτων, ειδών ραπτικής, υλικών υποδηματοποιίας, χαρτικών, ζωοτροφών και άλλων. Παράλληλα, όμως, στην ίδια περιοχή υπήρχε και το λιανικό εμπόριο. Αυτό γινόταν είτε από τα ίδια τα μαγαζιά που έκαναν κυρίως χονδρικό εμπόριο  ή από μαγαζιά αποκλειστικά λιανικού εμπορίου και ακόμη από τους πλανόδιους λιανοπωλητές.

Επειδή, πριν από μισόν αιώνα, δεν είχαν δημιουργηθεί τα προάστια γύρω από την Αθήνα, δεν υπήρχαν, φυσικά, οι Αγορές και τα εμπορικά Κέντρα που δημιουργήθηκαν μετά. Ο κόσμος πήγαινε στην Κεντρική Αγορά συνήθως κάθε Σάββατο (ημέρα πληρωμής των εργατουπαλλήλων)  και, καθημερινά, στον μπακάλη της γειτονιάς για τα τρόφιμα της ημέρας, διότι ακόμη τότε τα νοικοκυριά δεν διέθεταν ηλεκτρικό ψυγείο. Στα περισσότερα σπίτια υπήρχε ψυγείο πάγου και σε κάποια υπήρχε μόνο το “φανάρι” . Έτσι, δεν μπορούσε να γίνει αποθήκευση ούτε μεγάλης ποσότητας τροφίμων, ούτε για πολλές ημέρες. Ο κάθε Αθηναίος νοικοκύρης τόσο στη γειτονιά του, όσο και στην Κεντρική Αγορά, είχε τον δικό του χασάπη, τον δικό του μανάβη, τον δικό του έμπορο. Οι σχέσεις των χονδρεμπόρων με τους λιανέμπορους, όσο και οι σχέσεις εμπόρων και πελατών ήταν προσωπικές.

Σκούπες, βούρτσες και οι “μικροί” των μαγαζιών

Τη δεκαετία του ’50 το πλαστικό δεν υπήρχε ακόμη, και γι’ αυτό η μεταφορά των προϊόντων δεν γινόταν σε πλαστικές σακούλες, αλλά σε δίχτυα από σπάγκο και σε πάνινες τσάντες. Μεγάλα παντοπωλεία και τυροπωλεία διαφημίζονταν στις ξύλινες ή χαρτονένιες λαβές των διχτυών, που μοίραζαν οι καταστηματάρχες στους πελάτες τους. Τα προϊόντα στα καταστήματα δεν ήταν συσκευασμένα, αλλά εκτεθειμένα  σε πάνινα τσουβάλια. Δεν υπήρχαν συνθετικά υφάσματα.
Ο καθαρισμός των καταστημάτων και των οικιών γινόταν με σάρωθρα (σκούπες από χόρτο με ή χωρίς κοντάρι) επειδή δεν υπήρχαν οι ηλεκτρικές σκούπες, αλλά ούτε και οι σκούπες και βούρτσες από πλαστικές ίνες. Γι αυτό υπήρχαν πολλά καταστήματα και βιοτεχνίες σαρώθρων και ψηκτρών (βούρτσες).

Σε κάθε μαγαζί, ή εργαστήριο, υπήρχε ο «μικρός», ένα παιδί, δηλαδή, που έκανε όλες τις βαρειές δουλειές και τα θελήματα. Από τα δώδεκα χρόνια τους τα αγόρια που δεν συνέχιζαν την εκπαίδευση, έβγαιναν στη δουλειά. Μεγάλα ονόματα του εμπορικού και του επιχειρηματικού κόσμου της μετέπειτα Αθήνας, ξεκίνησαν ως «μικροί» σε κάποιο μαγαζί.
Οι δοσατζήδες ή δοσάδες και οι πιστωτικοί συνεταιρισμοί
Από τη δεκαετία του ’50 και μέχρι το 1990, που δεν είχε εξαπλωθεί ευρέως η χρήση των πιστωτικών καρτών, οι νοικοκυρές προμηθεύονταν τα είδη ένδυσης, υπόδησης και εξοπλισμού  του σπιτιού τους μέσω των δοσατζήδων ή δοσάδων που συνεργάζονταν με όλα τα μεγάλα καταστήματα του εμπορικού κέντρου της Αθήνας.
Επίσης όλες οι δημόσιες υπηρεσίες και οι Τράπεζες καθώς και πολλοί επαγγελματικοί σύλλογοι είχαν πιστωτικούς συνεταιρισμούς και προμήθευαν τα μέλη τους με διατακτικές για την αγορά των ειδών που επιθυμούσαν.

Η ενδυματολογική πρακτική 

Δεν είχε διαδοθεί το pret a porter  και ο κόσμος   φορούσε ακόμα ρούχα κατά παραγγελία.
Υπήρχαν πολλά καταστήματα υφασμάτων που πουλούσαν χονδρικώς σε εμπόρους σε όλη την Ελλάδα, αλλά και λιανικώς «επί μέτρω». Η Αιόλου ήταν γεμάτη «κασμηράδικα» για τα κοστούμια των ανδρών και η  Ερμού έβριθε από καταστήματα υφασμάτων για τις κυρίες.

Οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 

Αυτές οι δύο δεκαετίες είναι καίριες για την ελληνική πραγματικότητα λόγω των έντονων οικονομικών και κοινωνικών ανακατατάξεων: Εκβιομηχάνιση, τεχνολογικές αλλαγές στη γεωργική παραγωγή, μετανάστευση (εσωτερική και εξωτερική), ανάπτυξη δικτύων υποδομής, ανάπτυξη τεχνολογικού εκσυγχρονισμού της βιομηχανίας, αστικοποίηση  αλλά και μαζικές κατεδαφίσεις νεοκλασικών στην Αθήνα. Αυτές, έχοντας ξεκινήσει σε μεμονωμένες περιπτώσεις ήδη από την δεκαετία του ’20, έφτασαν τώρα στην κορύφωσή τους.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία

φωτο: google maps

Ακολουθήστε το kefaloniapress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις