Όταν ο 59χρονος Π.Μ. άκουσε την κατά πέντε χρόνια νεότερη αδελφή του να του ανακοινώνει ότι παντρεύεται έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Όταν δε έμαθε ότι ο γαμπρός είναι ο δοσάς από τον οποίο η αδελφή του αγόραζε τα ασπρόρουχά της εξοργίστηκε και τον κατήγγειλε ως προικοθήρα.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Τα δυο αδέλφια ήταν πάμπλουτα αλλά μόνα στη ζωή. Ο άνδρας είχε μείνει γεροντοπαλίκαρο από επιλογή μιας και η τεράστια περιουσία που μοιράζονταν με την αδελφή του, μετά το θάνατο των γονιών τους, αποτέλεσε διαχρονικά πόλο έλξης για τις γυναίκες. Ήταν ιδιόρρυθμος στις σχέσεις του, ειδικά με τους συγγενείς του και διαχειριστής της περιουσίας που συμπεριλάμβανε διάφορα ακίνητα στο κέντρο της Αθήνας η αξία των οποίων λεγόταν πως ξεπερνούσε το 1 δισεκατομμύριο δραχμές. Όλα, όμως, άλλαξαν όταν η 54χρονη αδελφή του, ερωτεύτηκε παντρεύτηκε και στη συνέχεια, όπως ήταν αναμενόμενο, ζήτησε την κληρονομική της μερίδα.
Ο 59χρονος επιχείρησε με κάθε τρόπο να «μπλοκάρει» την περιουσία και να διατηρήσει ο ίδιος την διαχείριση και όταν διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να τα καταφέρει κατέφυγε σε μια ακραία κίνηση.
Προσέφυγε στη δικαιοσύνη ζητώντας να τεθεί υπό δικαστική απαγόρευση η αδελφή του Α.Μ. καθώς, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ήταν σχιζοφρενής και συνεπώς δεν μπορούσε να διαχειρίζεται την περιουσία της. Τα δυο αδέλφια διέκοψαν κάθε σχέση και η κόντρα τους στις δικαστικές αίθουσες κράτησε περίπου δυο χρόνια…
Έχοντας στο πλευρό του ένα θείο του, ο άνδρας υποστήριξε πως ο γαμπρός του, πρώην έμπορος ασπρορούχων με δόσεις, ήθελε να βάλει στο χέρι την περιουσία της αδελφής του και στη συνέχεια να την εγκαταλείψει. Όπως περιέγραψε ο 59χρονος, η γνωριμία του ζευγαριού έγινε στο σπίτι της αδελφής του όπου ο έμπορος την επισκεπτόταν για να της πουλήσει ασπρόρουχα.
«Έτσι κατάφερε σιγά-σιγά να την ξεμυαλίσει και να την παντρευτεί» τόνισε. Στην προσπάθεια του δε να στηρίξει τον ισχυρισμό του περί σχιζοφρένειας, στην αίτηση που κατέθεσε στο δικαστήριο, ο Π.Μ. αναφερόταν σε συμπτώματα που είχε η αδελφή του από τα παιδικά της χρόνια. Είχε, όπως έλεγε, καταθλιπτικές παρορμήσεις, ανθρωποφοβία και μελαγχολία. «Κλεινόταν με τις ώρες στη σοφίτα του πατρικού μας σπιτιού και απέφευγε τις συντροφιές και τους ανθρώπους» υποστήριξε.
Η απάντηση από την πλευρά της αδελφής του ήταν σκληρή. Η γυναίκα χαρακτήρισε δόλιους τους ισχυρισμούς του αδελφού της, έκανε λόγο για έναν «σκληρό υπολογιστή και συμφεροντολόγο», υπογραμμίζοντας πως ουδέποτε αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα.
Μάλιστα, η 54χρονη αποκάλεσε τον αδελφό της «άρπαγα της κληρονομιάς» που τους άφησαν οι γονείς της. Για να αντικρούσει τα λόγια του η γυναίκα ισχυρίστηκε πως ως διαχειριστής της κοινής τους περιουσίας της έδινε ψίχουλα και σε αυτό απέδωσε και το γεγονός ότι ψώνιζε με δόσεις.
«Το γεγονός ότι προμηθευόμουν τα ασπρόρουχά μου με δόσεις, αν και είμαι κάτοχος μιας τόσο μεγάλης περιουσίας, οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στον αδελφό μου ο οποίος διαχειριζόταν ολόκληρη την περιουσία και φυσικά τα εισοδήματά μου. Μου έδινε για να ζήσω μόνο 100 δρχ. την ημέρα» είπε, συμπληρώνοντας ότι είναι αναφαίρετο δικαίωμά της να διαλέξει όποιον η ίδια επιθυμεί για σύζυγό της.
Το Δικαστήριο, από το οποίο ο αδελφός ζητούσε την προσωρινή διαχείριση της περιουσίας, διέταξε την διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Σκοπός να διαπιστώσουν οι ειδικοί αν η Α.Μ. ήταν σε θέση να διαχειριστεί την περιουσία της.
Μετά τις σχετικές συνεδρίες οι ψυχίατροι ήρθαν να επιβεβαιώσουν πως η γυναίκα δεν έπασχε από ψυχοπνευματική νόσο, όπως υποστήριζε ο αδελφός της.
Τον Ιούνιο του 1978 το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας απέρριψε την αίτηση του Π.Μ. εκδίδοντας οριστική απόφαση. Έτσι, η γυναίκα, και με την «βούλα» της δικαιοσύνης, πήρε στα χέρια της την διαχείριση της περιουσίας τους που ξεπερνούσε τα 600 εκατομμύρια δρχ.