«Ό,τι θέλει ο λαός, στου Δραγώνα ασφαλώς». Αυτό ήταν το σλόγκαν των καταστημάτων Δραγώνα, που έχουν συνδέσει το όνομά τους με την εμπορική ιστορία της Αθήνας και του Πειραιά.
Επιχειρηματικό δαιμόνιο, πρωτοτυπία στο μάρκετινγκ αλλά κι ένα οικογενειακό πνεύμα από την πρώτη μέρα που λειτούργησαν μέχρι και το τέλος.
Αυτά ήταν τα δυνατά χαρτιά των καταστημάτων Δραγώνα.Με αυτά πορεύτηκαν σε δύσκολες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, αλλά και με αυτά κατάφεραν να αναπτυχθούν.
Η ιστορία τους ξεκινάει στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Πειραιάς γνωρίζει μεγάλη άνθηση εξαιτίας της εμπορικής δραστηριότητας του λιμανιού και ο Γιώργος Δραγώνας, από την Ζάκυνθο, καταλήγει ότι αυτό είναι το καλύτερο περιβάλλον για να ανοίξει το μαγαζί του.
Το κατάστημα που άνοιξε πούλαγε βαλίτσες, καπέλα κ.α. Ο νεαρός επιχειρηματίας εφαρμόζει σημαντικές καινοτομίες για την εποχή του, που κάνουν την επιχείρηση… «όνομα». Το κατάστημα λειτουργεί όλο το 24ωρο για να μπορούν να ψωνίζουν οι επιβάτες των καραβιών ενώ από νωρίς αντιλαμβάνεται και την δύναμη της διαφήμισης. Έτσι αναρτά διαφημίσεις στα κάρα που μεταφέρουν εμπορεύματα στο κατάστημα και ζητά από τους αμαξάδες να κάνουν βόλτες στην πόλη, ώστε οι Πειραιώτες να βλέπουν τη φίρμα του μαγαζιού. Έτσι και το όνομα θα αποτυπωνόταν στο μυαλό τους και στη συνέχεια θα το επέλεγαν για τα ψώνια τους.
Οι δουλειές πάνε πολύ καλά και κάπου εκεί αποφασίζει ότι έχει φτάσει η ώρα να κάνει το άνοιγμά του στην Αθήνα. Σταδίου, Ερμού και Αιόλου είναι οι εμπορικότεροι δρόμοι της Αθήνας. Η Αιόλου κατέχει τα σκήπτρα με πλήθος καταστημάτων και δεν είναι τυχαίο ότι το 1908 είναι ο πρώτος δρόμος της πόλης που «ντύνεται» με άσφαλτο.
Έτσι το 1910 τα καταστήματα Δραγώνα σηκώνουν ρολά στην Αιόλου στη συμβολή με την οδό Σοφοκλέους απέναντι από τον «Λαμπρόπουλο» που βρισκόταν εκεί από το 1901.
Στο μεταξύ ο ιδρυτής έχει παντρευτεί και αποκτήσει τέσσερις γιους, μεταξύ των οποίων και τον Λέανδρο, ο οποίος θα κρατήσει το τιμόνι της επιχείρησης μέχρι το τέλος, το 1987.
«Φωνακλάς, επιβλητικός, αυστηρός αλλά δίκαιος» μας λέει ο κ. Γιώργος Σαρόγλου, ο οποίος ήταν ο πρώτος διακοσμητής των καταστημάτων Δραγώνα και έχει μόνο ωραίες στιγμές να θυμάται από τα χρόνια που εργάστηκε εκεί.
«Ήταν ένα μεγαλοπρεπές κτίριο, έμπαινες μέσα κι ένιωθες μία μαγεία. Εγώ πήγα σαν διακοσμητής στα καταστήματα μετά από διαγωνισμό. Ήμουν 18 χρόνων αλλά τολμηρός και έβλεπα μπροστά. Έδωσα εξετάσεις, βγήκα πρώτος. Είχα επαναστατικές ιδέες για την εποχή. Ο Θέμος Δραγώνας ήταν ο έμπορος, ο επιχειρηματίας. Ο Λέανδρος είχε ιδέες προοδευτικές.Φανταστείτε ότι ήμουν 19 χρονών και με έστειλε στην Ευρώπη για να γνωρίσω το πνεύμα των Ευρωπαίων γύρω από την διακόσμηση» μας λέει και συνεχίζει:
«Δούλεψα σε μεγάλα καταστήματα, παρακολούθησα εκθέσεις γύρω από την διακόσμηση. Ό,τι έμαθα, όλες τις πρωτοποριακές ιδέες τις έφερα στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, οι κούκλες που χρησιμοποιούσαμε τότε στα καταστήματα ήταν γύψινες , χωρίς μαλλιά, τα μαλλιά ήταν από γύψο ζωγραφιστά. Ήταν θεόβαρες, ήταν πολύ δύσκολο να τις σηκώσω και να τις ντύσω. Σε μία έκθεση γνώρισα τον Ρόζα, ο οποίος κατασκεύαζε κούκλες. Μέσα στις κούκλες που έφερα, έφερα και μία που ήταν αντίγραφο της Σοφίας Λόρεν. Όταν την βάλαμε στη βιτρίνα ο κόσμος είχε εντυπωσιαστεί. Ο κόσμος ήθελε τότε κάτι καινούριο, κάτι διαφορετικό» θυμάται ο κ. Σαρόγλου.
Η ανάπτυξη της επιχείρησης στα χρόνια του μεσοπολέμου είναι ραγδαία, κάτι που οφείλεται και στις καινοτομίες που εισήγαγε, όπως η «εβδομάς υπολοίπων». «Ο Δραγώνας ξεκίνησε το θεσμό των εκπτώσεων. Εμείς λέγαμε “άρχισε η περίφημη εβδομάς υπολοίπων των καταστημάτων Δραγώνα” και ο κόσμος περίμενες ουρές απέξω για να κάνει τις αγορές του».
Πολύ γρήγορα εμφανίζεται το πρόβλημα χώρου κάτι που οδηγεί στην επέκταση των καταστημάτων. Έτσι ενοικιάζονται γειτονικοί χώροι και το ξενοδοχείο που βρίσκεται πάνω από το μαγαζί. Εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίοι και μη, πέρασαν ατελείωτες ώρες ψωνίζοντας αλλά και χαζεύοντας τις βιτρίνες, ενώ εκατοντάδες άνθρωποι εργάστηκαν σε αυτά. Φώτα, στολισμένες βιτρίνες, εκδηλώσεις για τα παιδιά έκαναν το κέντρο της πόλης ιδανικό μέρος για περίπατο, ακόμη και γι’ αυτούς που δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να ξοδέψουν χρήματα και να ψωνίσουν.
«Θυμάμαι τότε που πλησίαζαν οι γιορτές κι εγώ έφτιαχνα τη βιτρίνα με τα παιχνίδια. Είχα δίπλα μου μία γυναίκα που με βοηθούσε στον καθαρισμό της βιτρίνας. Την ώρα που τοποθετούσα στη βιτρίνα μία κούκλα, είδα το πρόσωπό της να λάμπει. Είχε μια κόρη και δεν είχε την οικονομική άνεση να της την αγοράσει. Πήρα την κούκλα και την χάρισα σε εκείνη τη γυναίκα και της είπα: “Πάρε αυτήν την κούκλα να την δώσεις στην κόρη σου και να της πεις ότι της την έφερε ο Άγιος Βασίλης. Δίπλα μου ήταν μία κοπέλα, η σημερινή σύζυγός μου. Εργαζόταν και εκείνη στον Δραγώνα. Εντυπωσιάστηκε με την κίνησή μου και από εκεί ξεκίνησε η γνωριμία. Είμαστε μαζί 60 χρόνια. Άλλες εποχές τότε» λέει με νοσταλγία ο κ. Γιώργος Σαρόγλου που από ντεκορατέρ του Δραγώνα και μαθαίνοντας πολλά από τους «δασκάλους» του, όπως αποκαλεί τα αδέλφια Δραγώνα, έγινε επιχειρηματίας με τα καταστήματα Σαρόγλου να ρίχνουν αυλαία πριν τρία χρόνια μετά από μία δημιουργική πορεία πενήντα χρόνων.
Ο μεγάλος όγκος των συναλλαγών καταλήγει το 1937 στη μεταβολή της νομικής μορφής της επιχείρησης Δραγώνα σε Ανώνυμη Εταιρεία, με συμβολαιογράφο τον Κωνσταντίνο Γιαννίτση, πατέρα του πρώην υπουργού.
Ο Λέανδρος Δραγώνας, παρά το νεαρό της ηλικίας του τα καταφέρνει πολύ καλά. Η καλή τύχη θα διακοπεί απότομα τον Απρίλιο του 1941. Το κατάστημα στην Ακτή Μιαούλη θα καταστραφεί ολοσχερώς με τον βομβαρδισμό του Πειραιά. Τα «καταστήματα Δραγώνα» περιορίζονται πλέον στην Αθήνα και στην οδό Αιόλου. Τα χρόνια της Κατοχής θα κυλήσουν δύσκολα, με καθημερινά συσσίτια για το προσωπικό.
Οι εργαζόμενοι από το κατεστραμμένο πια κατάστημα στον Πειραιά πηγαίνουν στο κατάστημα στην Αιόλου αλλά εκεί γίνονται δεκτοί με επιφύλαξη από τους συναδέλφους τους, οι οποίοι φοβήθηκαν ότι θα γίνουν απολύσεις σε μια πολύ δύσκολη περίοδο.
Η Ελλάδα του ’50 παλεύει να κλείσει τις πληγές και τα χρόνια που ακολουθούν τα «καταστήματα Δραγώνα» παλεύουν να ικανοποιήσουν το καταναλωτικό κοινό. Η επιχείρηση εμπλουτίζει την γκάμα των προϊόντων που προσφέρει και το 1973 ανοίγει και άλλο ένα κατάστημα στον Πειραιά, χωρίς όμως να μπορεί να βρει με τίποτα την παλιά του αίγλη.
Την ίδια στιγμή το κατάστημα της Αιόλου βάζει κυλιόμενες σκάλες και καθιερώνει το roof garden. Ο Λέανδρος Δραγώνας χρησιμοποιεί πρωτότυπες τακτικές για να προσελκύσει πελάτες που θα επιλέξουν το κατάστημά του για τα ψώνια τους. Μέχρι και μπαρ έχει μέσα το κατάστημα για να μπορούν οι πελάτες να ξεδιψάσουν και να συνεχίσουν τα ψώνια τους. Το 1980 φέρνει τους παίκτες του Ολυμπιακού στο μαγαζί του Πειραιά και συγκεντρώνει χιλιάδες κόσμο. Θα το επαναλάβει με τον Παναθηναϊκό στην Αιόλου, με ανάλογη επιτυχία.
Το πρώτο χτύπημα στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας ήρθε στις 19 Δεκεμβρίου 1980, με τον εμπρησμό στο «Μινιόν» και στον «Κατράντζο». Ακολουθούν στις 3 Ιουνίου 1981 οι ταυτόχρονοι εμπρησμοί του «Κλαουδάτου» στην πλατεία Κοτζιά και του «Ατενέ» στην οδό Σταδίου. Τον Ιούλιο του 1981 έρχεται η σειρά των «Καταστημάτων Δραγώνα» στην οδό Αιόλου και του «Λαμπρόπουλου» στον Πειραιά. Οι εμπρησμοί των πολυκαταστημάτων της Αθήνας σηματοδοτούν το τέλος ενός κύκλου για το κέντρο της πόλης.
Στην περίπτωση του «Δραγώνα», οι εμπρηστικές βόμβες είχαν τοποθετηθεί στα δοκιμαστήρια τριών διαφορετικών ορόφων. Η Πυροσβεστική παρενέβη έγκαιρα και πρόλαβε να διασώσει τους υπόλοιπους ορόφους του καταστήματος.
Η επιχείρηση είχε ασφαλιστεί για πυρκαγιά αλλά όχι για εμπρησμό κι έτσι τα χρήματα της αποζημίωσης ήταν ελάχιστα. Έμειναν 600 άνθρωποι στο δρόμο αλλά ο Λέαδρος Δραγώνας δεν ήθελε με τίποτα να τους αφήσει απλήρωτους. Έτσι όλη η αποζημίωση δόθηκε στους εργαζόμενους.
Μια προσπάθεια που έγινε να πάρει ο Λέανδρος Δραγώνας την αντιπροσωπεία της «Marks and Spencer» δεν τελεσφόρησε κι έτσι το Μάιο του 1987 κατεβάζει ρολά μετά από 91 χρόνια συνεχής παρουσίας στην εμπορική ιστορία της Ελλάδας.
Ρωτάμε τον κ. Σαρόγλου, αν θα άντεχαν αυτά τα μαγαζιά σήμερα. «Βεβαίως θα άντεχαν, γιατί όταν κάποιος ξεκινάει από το μηδέν και φτιάχνει ένα πολυκατάστημα, πάει να πει ότι ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε να προχωρήσει περισσότερο. Αυτά τα καταστήματα δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από τους ξένους; Η Γκαλερί Λαφαγιέτ στο Παρίσι τόσα χρόνια υπάρχει. Και είναι ένα κόσμημα. Σέβονται στο εξωτερικό αυτές τις επιχειρήσεις. Όταν χάνονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις σιγά σιγά χάνεται μία ολόκληρη πόλη. Είχα πάει να δώ τον Λέανδρο Δραγώνα όταν ήταν πια ακίνητος στο κρεβάτι: “Γιώργο”, μου λέει, “Ναι, κ. Δραγώνα”, “έλα να ξεκινήσουμε να στήσουμε τα καταστήματα Δραγώνα”. Και ήταν 94 ετών ακίνητος στο κρεβάτι…».