Σαν σήμερα νύχτα της Παρασκευής 19 Δεκεμβρίου 1980. Δυο ιστορικά εμπορικά καταστήματα που καθόριζαν τη ζωή του κέντρου της Αθήνας, τυλίχτηκαν στις φλόγες.
Μέσα στην εορταστική περίοδο, τα καταστόλιστα καταστήματα παραδίδονται στις φλόγες, καταστρέφονται ολοκληρωτικά και δεν ξανανοίγουν ποτέ. Η πυρκαγιά ξεκινά από τους υψηλότερους ορόφους, όπου βρίσκονται τα πλέον εύφλεκτα υλικά, γεγονός που βεβαιώνει ότι πρόκειται για εμπρησμό. Η ηλεκτροδότηση στην περιοχή της Ομόνοιας διακόπτεται, καθώς κατέρρευσαν οι κολώνες της ΔΕΗ μπροστά στα δύο καταστήματα. Σαράντα δύο οχήματα 135 άνδρες της πυροσβεστικής και όλοι οι μαθητές της Πυροσβεστικής σχολής καταφθάνουν στο σημείο, όμως η καταστροφή είναι εκτεταμένη. Από το «Μινιόν» έχει απομείνει μόνο ο σκελετός του κτιρίου ενώ το «Κατράντζος» καταρρέει. Η πυροσβεστική υπολογίζει ότι οι ζημίες ανέρχονται στα δύο δισ. δραχμές.
Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων την επόμενη μέρα μιλούν για «κύκλους της ανωμαλίας», «εμπρηστές της ομαλότητας »και« σκοτεινές δυνάμεις». Σε μια περίοδο όπου το πολιτικό άστρο του Ανδρέα Παπανδρέου βρίσκεται στο ζενίθ, λίγους μήνες πριν πάρει τις εκλογές του 1981, ως πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατηγορεί την κυβέρνηση ότι επιτρέπει σε παρακρατικά και εγκληματικά στοιχεία να επιδίδονται σε καταστροφές που θίγουν επαγγελματίες και εργαζόμενους, καθώς και τη γαλήνη του κόσμου ενώ το ΚΚΕ μιλά για «σκοτεινή υπόθεση». Ο πρωθυπουργός, Γεώργιος Ράλλης, που λίγες ώρες πριν από την πυρκαγιά υπερασπιζόταν στη Βουλή τον πρώτο και τελευταίο προϋπολογισμό της πρωθυπουργικής του θητείας, απαντά στον Ανδρέα Παπανδρέου μιλώντας για «εκμετάλλευση του τραγικού γεγονότος» ενώ ενημερώνει σχετικά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Ενώ το πολιτικό κλίμα αρχίζει να φορτίζεται επικίνδυνα, η αστυνομία συλλαμβάνει τις αδερφές Αικατερίνη και Ευαγγελία Τσαγκαράκη, 23 και 20 ετών αντίστοιχα, για να τις αφήσει ελεύθερες, πράγμα που συνέβη και με όλους όσους προσήχθησαν. Στις 22 Δεκεμβρίου η οργάνωση-φάντασμα «Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης 80» ανέλαβε την ευθύνη του εμπρησμού. Μεταξύ άλλων, στην προκήρυξη αναφερόταν ότι «κάθε επιχείρηση, έτσι και αυτές στηρίζονται στην εκμετάλλευση των προλετάριων. Τα αφεντικά εκμεταλλεύονται της ανάγκη των προλετάριων να έχουν ένα εισόδημα για να ζήσουν και τους στριμώχνουν στο μεροκάματο, την αλλοτρίωση και τη μιζέρια».
Με το φόβο των εμπρησμών, η Αθήνα περνά για πρώτη φορά την εορταστική περίοδο με ελέγχους σε τσάντες, ενώ τα μεγάλα καταστήματα φρουρούνται. Οι εμπρησμοί του ΜΙΝΙΟΝ και του Κατράντζου είναι μόνο η αρχή. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιούνται τέσσερις ακόμα εμπρησμοί σε πολυκαταστήματα. Στις 3 Ιουνίου 1981, πυρπολούνται τα «Κλαουδάτος» και «Ατενέ», ενώ μέσα στις επόμενες τέσσερις μέρες το σκηνικό επαναλαμβάνεται για τα καταστήματα «Δραγώνα» και «Λαμπρόπουλος».
Οι ανεξιχνίαστοι εμπρησμοί σήμαναν το τέλος των πολυκαταστημάτων όπως τα ξέραμε τις περασμένες δεκαετίες, αλλά και την αρχή της παρακμής του εμπορικού κέντρου με τα καμένα κτίρια να στέκουν σαν φαντάσματα.