Τρία χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας του πλήρως διαδικτυακού σουπερμάρκετ, η e-fresh αναμένει την εντατικοποίηση του ανταγωνισμού καθώς διαφαίνεται πως τα μεγάλα ονόματα του διαδικτύου θα κινηθούν στο προσεχές διάστημα δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στο ηλεκτρονικό εμπόριο και στην προσέλκυση των ψηφιακών καταναλωτών.
Γράφει ο Νίκος Μουμούρης
Στο πλαίσιο των ανακατατάξεων που αναμένονται στο εγγύς μέλλον, συνομιλήσαμε με την επικεφαλής της e-fresh Ζήνα Μαυροειδή, τόσο για την εταιρεία όσο και για το πώς διαμορφώνεται το πεδίο των διαδικτυακών σουπερμάρκετ.
Έμφαση στην ταχύτητα
Τα πρώτα βήματα της εταιρείας συνέπεσαν χρονικά με το χειρότερο σημείο της οικονομικής κρίσης, το 2015. Ωστόσο η ταραχώδης εκείνη περίοδος δεν ανέκοψε την υλοποίηση του σχεδιασμού της εταιρείας που μετά την κατασκευή αποθήκης στην περιοχή του Ρέντη εγκαινίασε το ψηφιακό της κατάστημα το φθινόπωρο του 2016. «Η εταιρεία στήθηκε στη λογική της ταχείας εξυπηρέτησης και ταιριάζει σε μία πόλη όπως η Αθήνα που πολλοί κάτοικοι δεν έχουν χρόνο για να κάνουν τις αγορές τους. Θεωρώ πως το συγκριτικό μας πλεονέκτημα είναι πως προσφέρουμε γρήγορη εξυπηρέτηση, το σημείο στο οποίο καινοτομούμε ήταν να εξυπηρετούμε τον πελάτη σε λίγες ώρες», λέει η κα Μαυροειδή.
Βεβαίως το ηλεκτρονικό εμπόριο δεν αποτελεί πρόσφατη ανακάλυψη για τα σουπερμάρκετ, καθώς υπήρξαν κάποιες προσπάθειες στην προηγούμενη δεκαετία. «Πράγματι υπήρξαν, όμως η υπηρεσία λήψης της παραγγελίας ήταν δύσχρηστη και πολύπλοκη. Κάποιοι επιχείρησαν να εστιάσουν σε ογκώδη αντικείμενα όπως απορρυπαντικά για παράδειγμα ή σε ξηρό φορτίο, όμως αυτή η προσέγγιση δεν είχε βέβαια τη λογική να υποκαταστήσει την επίσκεψη στο σουπερμάρκετ» λέει η επικεφαλής της e-fresh.
Στην περίοδο εκείνη τα κλασικά σουπερμάρκετ δεν είχαν ουσιαστικά λόγο να επενδύσουν στο διαδίκτυο. «Αν δούμε και τη διεθνή εμπειρία θα διαπιστώσουμε πως οι μεγάλοι παίκτες ήταν οι τελευταίοι που μπήκαν στην αγορά του ηλεκτρονικού εμπορίου» σχολιάζει η κα Μαυροειδή.
Γεμίζοντας το καλάθι σε 4 λεπτά
«Η δική μας λύση είναι εξειδικευμένη στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Οι φυσικοί παίκτες έχουν αναγκαστικά μία μεγάλη υποδομή που πρέπει κάπως να εκμεταλλευτούν και τους κατευθύνει σε πιο παραδοσιακά συστήματα εξυπηρέτησης. Εμείς έχουμε επενδύσει σε τεχνολογίες ρομποτικής και αυτοματισμού και μπορούμε να εκτελέσουμε μία παραγγελία 40 τεμαχίων σε 4 λεπτά, ενώ το συμβατικό σουπερμάρκετ μπορεί να χρειαστεί 10 ή 15 λεπτά, διότι ένας υπάλληλος θα διατρέξει τα ράφια για να συγκεντρώσει τα προϊόντα» λέει η κα Μαυροειδή.
Η δυσκολία του… φρέσκου
Σε σχετική ερώτησή μας παρατηρεί πως τα προϊόντα μαναβικής είναι από τα πιο δύσκολα κομμάτια ενός ψηφιακού σουπερμάρκετ. Αντίθετα με το φυσικό κατάστημα όπου ο καταναλωτής επιλέγει μόνος του τι θα βάλει στο καλάθι, στη διαδικτυακή εκδοχή θα πρέπει να εμπιστευτεί κάποιον άλλο. «Λαμβάνοντας υπόψιν πως ο καταναλωτής μπορεί να θέλει ένα ώριμο φρούτο που θα καταναλώσει αμέσως ή ένα άγουρο που θα το διατηρήσει μερικές ημέρες, έχουμε επιλέξει την προσέγγιση να διατηρούμε διαφορετικούς κωδικούς για το ίδιο προϊόν ανάλογα με το στάδιο ωρίμανσης στο οποίο βρίσκεται» σημειώνει η επικεφαλής της e-fresh και προσθέτει πως η αναλογία φρούτων-λαχανικών είναι αντίστοιχη με εκείνη στο καλάθι των συμβατικών σουπερμάρκετ.
Η e-fresh δείχνει για την ώρα διατεθειμένη να μην επεκταθεί εκτός Αττικής, διαβλέποντας σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης στην περιοχή της πρωτεύουσας. Η Θεσσαλονίκη φαντάζει ως η επόμενη αναμενόμενη πόλη στην οποία η εταιρεία θα επεκτείνει στο εγγύς μέλλον τις δραστηριότητές της. Από τη δραστηριοποίησή της και μέχρι σήμερα η e-fresh έχει διαχειριστεί περισσότερες από 300.000 παραγγελίες με το 2018 να εμφανίζει σχεδόν διπλάσιες πωλήσεις σε σχέση με το 2017.
Ταχέως αναπτυσσόμενη αγορά
Σύμφωνα με ανεξάρτητες πηγές, το μερίδιο της εταιρείας στην αγορά των διαδικτυακών σουπερμάρκετ υπολογίζεται σε άνω του 30%. Υπολογίζεται πως σήμερα η αγορά των διαδικτυακών σουπερμάρκετ θα ξεπεράσει σε συνολικό τζίρο τα 35 εκατ. φέτος και ενδεχομένως να φτάσει τα 40 εκατ., με την προοπτική να σπάσει το φράγμα των 100 εκατ. σε μία τριετία. Ωστόσο μία ενδεχόμενη είσοδος των μεγάλων ονομάτων του χώρου θα αλλάξει άρδην τα δεδομένα. Η αξία των τηλεφωνικών παραγγελιών που υπολογίζεται ότι δέχεται κάθε χρόνο μια μεγάλη αλυσίδα σουπερμάρκετ στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι αγγίζει τα 80 εκατ. ευρώ και αυτή η κατηγορία των καταναλωτών είναι σχετικά εύκολο να «μετακομίσει» από το τηλέφωνο σε μία διαδικτυακή εφαρμογή που θα δέχεται τις παραγγελίες τους.