Οι Ιταλοί μπορεί να έχουν το όνομα, αλλά κι εμείς δεν πάμε πίσω σε χάρη, σε ότι αφορά τη… συμπάθεια που τρέφουμε στα ζυμαρικά. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η Ελλάδα είναι τέταρτη παγκοσμίως σε κατανάλωση (πίσω από Ιταλία, Τυνησία και Βενεζουέλα), με 11,4 κιλά κατά ανά άτομο ετησίως.
Στη γαστρονομική κουλτούρα μας η μακαρονάδα (ή… μάλλον το «χτύπα μια μακαρονάδα») κατέχει περίοπτη θέση και αυτό αποτυπώνεται στην πλούσια ντόπια παραγωγή, που εδώ και χρόνια έχει λάβει διαστάσεις βιομηχανίας.
Από τη στιγμή που η Misko πέρασε στον όμιλο Barilla το 1991, η αμιγώς ελληνική ηγέτιδα εταιρία στο χώρο είναι η «Μέλισσα», η οποία σε μια διαδρομή 70 και πλέον χρόνων έχει φτάσει να εξάγει προϊόντα σε 35 χώρες και αυτές οι εξαγωγές να αντιπροσωπεύουν το 20% του ετήσιου τζίρου.
Η επιχείρηση της οικογένειας Κίκιζα δεν έχει να υπερηφανεύεται μόνο για την εμπορική επιτυχία της, αλλά και για το εργασιακό περιβάλλον, το οποίο είναι φημισμένο όσο λίγα στην ελληνική αγορά.
Η εταιρία έχει αναδειχθεί Best Workplace για τα έτη 2011, 2013, 2016 & 2017, προσφέροντας μια σειρά από παροχές στους περίπου 230 εργαζομένους της. Από τα χαμηλότοκα δάνεια σε περίπτωση οικογενειακού προβλήματος, ως τις διοργανώσεις αθλητικών αγώνων και από το ιδιαίτερα δίκαιο σύστημα αξιολόγησης, προαγωγών και bonus, μέχρι τις εκπαιδευτικές ημερίδες και τα σεμινάρια για την επιμόρφωσή τους.
Η ιστορία της παραγωγής ζυμαρικών στην Ελλάδα ξεκινά το μακρινό 1824 στο Ναύπλιο, με την πρώτη «Φάμπρικα Μακαρονιών», όπως χαρακτηριστικά την αποκαλούσαν οι κάτοικοι της πόλης. Μέχρι εκείνη την εποχή, οι Έλληνες ήξεραν ως ζυμαρικά μόνο τις παραδοσιακές χυλοπίτες και τον τραχανά που έφτιαχναν μόνοι τους στα σπίτια τους.
Σύντομα δημιουργήθηκαν και άλλες μικρές βιομηχανίες ζυμαρικών κυρίως από ιδιοκτήτες αλευρόμυλων, αλλά η πιο φιλόδοξη απόπειρα ήταν τελικά και αυτή που θα έγραφε ιστορία στο χώρο.
Το 1913 γεννιέται στο Ελαιοχώριο Αρκαδίας ο Αλέξανδρος Κικίζας, ένα από τα 12 παιδιά του Γιώργου και της Κανέλλας. Το 1920 οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί του ανοίγουν ένα μπακάλικο δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού τους, το οποίο κάνει χρυσές δουλειές. Ακολούθως αποφασίζουν να επεκτείνουν την επιχείρηση τους και μετακομίζουν στην Αθήνα.
Το κατάστημα τροφίμων που ανοίγουν στη συμβολή των οδών Λένορμαν και Παλαμήδου στο Μεταξουργείο, αποκτά τέτοια φήμη που μετονομάζει την περιοχή στη «γειτονιά του Κικίζα». Οι Αθηναίοι ξέρουν ότι «στου Κίκιζα» μπορείς να βρεις και του… πουλιού το γάλα. Η επιχείρηση φτάνει να απασχολεί 35 άτομα, ενώ αποκτά το δικό της κυλινδρόμυλο και ποτοποιείο.
Τότε ξεκινά η σχέση της οικογένειας με τα μακαρόνια. Αναθέτουν στο μακαρονοποιείο «Δήμητρα» να φτιάξει ζυμαρικά με τη φίρμα τους. Το 1938 συνεταιρίζονται με τη «Δήμητρα» και ο νεαρός Αλέξανδρος αναλαμβάνει την διεύθυνση του μακαρονοποιείου.
Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα αδέλφια αποφασίζουν να χωρίσουν τις δραστηριότητές τους. Ο Αθανάσιος ανέλαβε τον Κυλινδρόμυλο και το χονδρεμπόριο τροφίμων, ο Δημήτριος το κατάστημα και το ποτοποιείο.
Το επόμενο βήμα θα γίνει το 1947 από τον Αλέξανδρο και τον Γρηγόρη Κίκιζα. Στη Λεωφόρο Κηφισού θα στήσουν το εργοστάσιο «ΒΕΖΑΚ» (Βιομηχανία Εκλεκτών Ζυμαρικών Αδελφών Κίκιζα), τη μακαρονοβιομηχανία τους.
Το 1954 ο Γρηγόρης Κίκιζας αποχωρεί και η εταιρεία περνάει ολοκληρωτικά στα χέρια του Αλέξανδρου, που τη μετονομάζει σε «Μέλισσα», έχοντας στο μυαλό του το σύμβολο της εργατικότητας.
Το 1956 αρχίζει ο εκσυγχρονισμός της εταιρείας αγοράζεται η πρώτη αυτόματη πρέσα και το 1959 η νέα υπερσύγχρονη αυτόματη γραμμή παραγωγής και ξήρανσης ζυμαρικών. Η εξέλιξη είναι ραγδαία. Μέσα σε 12 χρόνια τα εργοστάσια ζυμαρικών στην Ελλάδα έχουν μειωθεί από 120 σε 30, αδυνατώντας να αντέξουν τον ανταγωνισμό. Η «Μέλισσα», που εγκαθιστά ολοένα και περισσότερες γραμμές παραγωγής, τον υπερβαίνει.
Το 1965 ο Αλέξανδρος Κίκιζας φεύγει από τη ζωή και την επιχείρηση αναλαμβάνει η σύζυγός του, Κωνσταντίνα. Το 1972 η Μέλισσα θα κάνει τις πρώτες της εξαγωγές και 32 τόνοι ζυμαρικών ταξιδεύουν για τις ΗΠΑ. Ένα χρόνο αργότερα εγκαθίσταται νέος κυλινδρόμυλος στη Λάρισα, ο οποίος παράγει σιμιγδάλι ειδικά για το εργοστάσιο ζυμαρικών.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 η επιχείρηση περνάει στα χέρια του Γιώργου Κίκιζα, γιου του Αλεξάνδρου και της Κωνσταντίνας. Δύο χρόνια αργότερα εξαγοράζει τη Θεσσαλική μακαρονοποιία Ντεβέτα, οργανώνοντας ένα πανελλαδικό δίκτυο πωλήσεων.
Το 1980 δημιουργείται ένα νέο καθετοποιημένο συγκρότημα παραγωγής στην Λάρισα -δυναμικότητας 20.000 τόνων ετησίων- και τα νούμερα της εταιρίας ξεφεύγουν για τα ελληνικά δεδομένα.
Την δεκαετία του ’80 ο Γεώργιος Κίκιζας συνεταιρίζεται με την μεγάλη εταιρία τροφίμων STAR Prodotti Alimentari και μαζί της εξαγοράζει το εργοστάσιο ΠΕΛΑΡΓΟΣ στην Ηλεία. Έτσι δημιουργείται η μεγάλη επιτυχία των τοματικών προϊόντων Pummaro που κατακτούν την πρώτη θέση στην αγορά. Παράλληλα θα ξεκινήσει τις εισαγωγές της περίφημης ιταλικής Barilla, της οποίας τα προϊόντα θα διανέμει στην Ελλάδα για περίπου μια δεκαετία.
Από το ’90 και μετά η Μέλισσα γίνεται πιο εξωστρεφής, εξάγοντας σε όλο και περισσότερες χώρες και ιδρύοντας, μάλιστα, και θυγατρική εταιρεία στην Πολωνία (ATLANTA). Στην Ελλάδα είναι πια με διαφορά η πρώτη σε παραγωγή βιομηχανία ζυμαρικών, φθάνοντας τους 40.000 τόνους ετησίως.
Το 1999 η Unilever θα εξαγοράσει το σήμα Pummaro, αλλά η Μέλισσα θα λανσάρει μια νέα σειρά τοματικών προϊόντων, τα Primo Gusto, που θα τα συνοδεύσει και με μια νέα σειρά ζυμαρικών με το ίδιο σήμα.
Από τη δεκαετία του 2000 και μετά, η Μέλισσα θα εξαγοράσει κι άλλες επιχειρήσεις (Ζυμαρικά Στέλλα, Παραδοσιακά Ζυμαρικά Βλάχα, Γλυκά Καζινό, Ζυμαρικά Αβέζ) ενώ θα ξεκινήσει και τις εισαγωγές προϊόντων από παγκοσμίου φήμης εταιρείες, όπως τις κομπόστες της Del Monte και τις σάλτσες της Heinz.
Σήμερα, η Mέλισσα-Κίκιζας κάνει τζίρους της τάξης 70 εκατ. ευρώ ετησίως και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις μεγαλύτερες εταιρίες τροφίμων στην Ελλάδα. Παράλληλα τα προϊόντα της ταξιδεύουν σε περισσότερες από 35 χώρες. Από τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, τον Καναδά και τα Η.Α.Ε. έως τη Ζιμπάμπουε, την Αιθιοπία και το Κονγκό! Στις αγορές της Κύπρου, της Βουλγαρίας και της Αλβανίας η παρουσία είναι σημαντική, με μερίδια αγοράς που κυμαίνονται από 15% έως και 25%.
Η εταιρεία απορροφά κάθε χρόνο πάνω από 100.000 τόνους ελληνικά σιτηρά και το μερίδιο αγοράς της εντός συνόρων ξεπερνά το 33%. Ξεκίνησε ως μπακάλικο, αλλά κατέχει σήμερα το μεγαλύτερο καθετοποιημένο συγκρότημα μύλου και μακαρονοποιείου στα Βαλκάνια, παράγοντας ετησίως 52.000 τόνους ζυμαρικών.
Φυσικά, για να συμβούν όλα αυτά έβαλε την υπογραφή του και το τμήμα marketing. Το σλόγκαν «είμαι μακαρονάς, τι να κάνουμε;», έγραψε ιστορία στο… θυμικό των μακαρονάδων και συνδυάστηκε με τη φίρμα «Melissa» μέσα από τις ερμηνείες του Δήμου Μυλωνά και κυρίως του Γιάννη Μπέζου.