Οι παράγοντες που οδήγησαν στην παρακμή και εντέλει στην κατάρρευση τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, οι παράγοντες που κατέστησαν αναπόφευκτη την άλωση της Πόλης.
Στις 29 Μαΐου 1453, ημέρα Τρίτη, η Κωνσταντινούπολη, η Βασιλεύουσα, κυριεύτηκε από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εύλογο: ποιοι ήταν οι παράγοντες που οδήγησαν στην παρακμή και εντέλει στην κατάρρευση τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ποιοι ήταν οι παράγοντες που κατέστησαν αναπόφευκτη την άλωση της Πόλης;
Διαφωτιστικές απαντήσεις στο εν λόγω ερώτημα δίδονται από τους N. H. Baynes και H. Moss στο συλλογικό έργο με τον τίτλο Byzantium(έκδοση 1948):
Η παρακμή ήλθε με πολλούς τρόπους και για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς, οι κοινωνίες, όπως και τα άτομα, γηράσκουν. Οι βυζαντινοί πλοιοκτήτες, οι έμποροι και οι βιομήχανοι, πιθανώς προσκολλημένοι παθητικά σε παλαιωμένες μεθόδους εργασίας, δεν μπόρεσαν να συναγωνιστούν τους νεότερους ιταλούς ανταγωνιστές τους. Από την άλλη πλευρά, η βυζαντινή οικονομική οργάνωση ήταν κρατική και, κατά συνέπεια, γραφειοκρατική. Οι γραφειοκρατίες καταλαμβάνονται ακόμα πιο γρήγορα από την παρακμή απ’ ό,τι οι «κοινότητες».
Από τον 11ο αιώνα η βυζαντινή διοίκηση δεν ήταν πλέον ικανή να προστατεύει τους μικροϊδιοκτήτες γης. Μπορεί κανείς επίσης να υποθέσει ότι, με την αδιάκοπη παρέμβαση των υπαλλήλων της διοικήσεως (οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου γίνονταν ολοένα και χειρότεροι), το κράτος προξένησε περισσότερο κακό παρά καλό στο εμπόριο και στη βιομηχανία.
Από την άλλη πλευρά, η φορολογία, χαριστική (σε βαθμό διαρκώς αυξανόμενο) για τα μοναστήρια και την τάξη των ισχυρών, γινόταν εξ ανάγκης ολοένα και περισσότερο καταπιεστική για τις λαϊκές μάζες.
Εντούτοις, όλες αυτές οι αιτίες παρακμής βάρυναν λιγότερο σε σύγκριση με τις πολιτικές ατυχίες, που (με ορισμένες περιόδους ανακοπής, ιδίως στην εποχή των τριών μεγάλων Κομνηνών αυτοκρατόρων) εξακολουθούσαν να σημειώνονται στην αυτοκρατορία μετά το θάνατο του Βασιλείου Β’. Το πρώτο απ’ αυτά τα διαδοχικά δυσάρεστα γεγονότα ήταν η απώλεια των πλούσιων αγροτικών επαρχιών της Μικράς Ασίας, ως επακόλουθο της ραγδαίας προελάσεως των Σελτζούκων.
Κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα έγιναν οι επιδρομές των Νορμανδών, μία από τις οποίες (του έτους 1147) συνοδεύτηκε από τη μεταφορά στη Σικελία των βιομηχανιών μετάξης των Θηβών και της Κορίνθου.
Σχεδόν ταυτόχρονα ακολούθησαν οι πρώτες τρεις σταυροφορίες, οι οποίες, μεταξύ άλλων δυσάρεστων συνεπειών, επέφεραν τη μεταφορά του συριακού εμπορίου από την Κωνσταντινούπολη στην Ιταλία.
Κατά τη βασιλεία του Ισαάκιου Αγγέλου η ανασύσταση του βουλγαρικού κράτους είχε ως επακόλουθο την απώλεια εκείνων των παραδουνάβιων επαρχιών που επί μακρόν αντιστάθμιζαν την απώλεια τόσο πολλών ασιατικών εδαφών.
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους και ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας επισφράγισαν τη μακρά σειρά των ατυχιών.
Η τελευταία καταστροφή ήταν από οικονομικής πλευράς θανάσιμο πλήγμα για την αυτοκρατορία. Κατά τη δυναστεία των Αγγέλων η αυτοκρατορία βρισκόταν σε πλήρη πολιτική και στρατιωτική παρακμή. Ο πλούτος της όμως δεν είχε περιοριστεί πολύ, όπως φανερώνουν οι μαρτυρίες των περιηγητών εκείνης της εποχής.
Όσο η Κωνσταντινούπολη παρέμενε άθικτη, υπήρχε πάντα η δυνατότητα ανανεώσεως, ανάλογης με την ανανέωση που παρατηρήθηκε μετά τις μεγάλες αραβικές και βουλγαρικές επιδρομές, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την πρώτη περίοδο των Μέσων Χρόνων. Η Κωνσταντινούπολη ήταν η καρδιά της οικονομικής ζωής του κράτους. Εδώ ήταν συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος του κινητού πλούτου και των κύριων κλάδων της βιομηχανίας και του εμπορίου. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενου λαού ζούσαν εντός των τειχών της. Απ’ όλα αυτά, ύστερα από μερικές ημέρες λεηλασίας, σφαγής και πυρπολήσεως, δεν έμεινε σχεδόν τίποτα.
Συνοψίζοντας, και χωρίς να παραβλέπουμε τις εσωτερικές αιτίες που προαναφέρθηκαν, μπορούμε να πούμε ότι η οικονομική παρακμή της αυτοκρατορίας ήταν έργο κυρίως των εξωτερικών εχθρών, οι οποίοι διά πυρός και σιδήρου ερήμωσαν τις πόλεις και τη γη της, κατέστρεψαν τις βιομηχανίες της και νέκρωσαν το εμπόριό της, το οποίο από την αρχή των σταυροφοριών μερικώς είχε πλέον περιέλθει στις ίδιες τις χώρες που την κατέστρεψαν.
Όταν οι Παλαιολόγοι πέτυχαν να επανενώσουν υπό το σκήπτρο τους ένα μέρος της παλαιάς αυτοκρατορίας, βρήκαν το καθετί κατεστραμμένο. Οι συνδυασμένες προσπάθειες του εχθρού στο Βορρά, στη Δύση και στην Ανατολή (οι Τούρκοι) δεν έδωσαν περιθώριο στην οικονομική ζωή του κράτους να ανακτήσει μόνιμα ένα μέρος του παλαιού της μεγαλείου (η οικονομική ανάρρωση ήταν τοπική και εφήμερη, π.χ. στη Θεσσαλονίκη).
Ο βυζαντινός λαός κατέβαλε φοβερό τίμημα για την απώλεια της στρατιωτικής του αρετής και για το πάθος του για εμφύλιο πόλεμο. Ήταν αυτοί οι πόλεμοι που ετοίμασαν το δρόμο για τις ξένες εισβολές, όπως ο ανταγωνισμός μεταξύ του Ισαάκιου Β’ και του αδελφού του Αλεξίου Γ’.
Η τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (γαλλική μινιατούρα, 15ος αιώνας)
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μόνο κατ’ όνομα υπήρχε τις παραμονές της Άλωσης. Ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές, όπως το Δεσποτάτο του Μυστρά. Οι θρησκευτικές έριδες, οι εμφύλιες διαμάχες, οι σταυροφορίες, η επικράτηση του φεουδαρχισμού και η εμφάνιση πολλών και επικίνδυνων εχθρών στα σύνορά της είχαν καταστήσει την πάλαι ποτέ Αυτοκρατορία ένα «φάντασμα» του ένδοξου παρελθόντος της.
Το Βυζάντιο σ’ εκείνη την κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του με την οθωμανική λαίλαπα προ των πυλών του, δεν μπορούσε να ελπίζει παρά μόνο στη βοήθεια της καθολικής Ευρώπης, η οποία όμως ήταν μισητή στους κατοίκους της Κωνσταντινούλης. Η ύπαρξη «Ενωτικών» και «Ανθενωτικών» δίχαζε τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκανε μία απέλπιδα προσπάθεια, στέλνοντας πρεσβεία στον πάπα Νικόλαο Ε’ για να ζητήσει βοήθεια. Ο Πάπας έβαλε και πάλι ως όρο την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αποδέχθηκε το αίτημα του αυτοκράτορα να στείλει στην Κωνσταντινούπολη ιερείς, προκειμένου να πείσουν τον λαό για την αναγκαιότητα της Ένωσης.
Οι απεσταλμένοι του Πάπα, καρδινάλιος Ισίδωρος και ο αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, λειτούργησαν στην Αγία Σοφία, προκαλώντας την αντίδραση του κόσμου, που ξεχύθηκε στους δρόμους και γέμισε τις εκκλησίες, όπου λειτουργούσαν οι ανθενωτικοί με επικεφαλής τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν «Την γαρ Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απέστω αφ’ ημών η των αζύμων λατρεία».
Το μίσος για τους Λατίνους δεν απέρρεε μόνο από δογματικούς λόγους. Η λαϊκή ψυχή δεν είχε ξεχάσει τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Σταυροφόροι στην Πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ αντιδρούσε στην οικονομική διείσδυση της Βενετίας και της Γένουας, που είχε φέρει στα πρόθυρα εξαθλίωσης τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, αλλά και στην καταπίεση των ορθοδόξων στις περιοχές, όπου κυριαρχούσαν οι καθολικοί.
Αντίθετα, οι Οθωμανοί φαίνεται ότι συμπεριφέρονταν καλύτερα προς τους χριστιανούς. Πολλοί χριστιανοί είχαν υψηλές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, ακόμη και στο στράτευμα, ενώ κυριαρχούσαν στο εμπόριο. Οι χωρικοί πλήρωναν λιγότερους φόρους και ζούσαν με ασφάλεια. Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη είχε σχηματισθεί μία μερίδα που διέκειτο ευνοϊκά προς τους Οθωμανούς. Την παράταξη αυτή εξέφραζε ο Λουκάς Νοταράς με τη φράση «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν».
Από τις αρχές του 1453 ο Μωάμεθ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Με έδρα την Ανδριανούπολη συγκρότησε στρατό 150.000 ανδρών και ναυτικό 400 πλοίων. Ξεχώριζε το πυροβολικό του, που ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για εκείνη την εποχή και ιδιαίτερα το τεράστιο πολιορκητικό κανόνι, που είχαν φτιάξει Σάξωνες τεχνίτες. Στις 7 Απριλίου, ο σουλτάνος έστησε τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανούκαι κήρυξε επίσημα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.
Η είσοδος του Μωάμεθ Β στην Κωνσταντινούπολη (πίνακας του Ζαν-Ζοζέφ Μπενζαμέν Κονστάντ, 19ος αιώνας)
Ο αγώνας ήταν άνισος για τους Βυζαντινούς, που είχαν να αντιπαρατάξουν μόλις 7.000 άνδρες, οι 2.000 από τους οποίους μισθοφόροι, κυρίως Ενετοί και Γενουάτες, ενώ στην Πόλη είχαν απομείνει περίπου 50.000 κάτοικοι με προβλήματα επισιτισμού.
Η Βασιλεύουσα περιβαλλόταν από ξηράς με διπλό τείχος και τάφρο. Το τείχος αυτό, που επί 1000 χρόνια είχε βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη να αποκρούσει νικηφόρα όλες τις επιθέσεις των εχθρών της, τώρα ήταν έρμαιο του πυροβολικού του σουλτάνου, που από τις 12 Απριλίουάρχισε καθημερινούς κανονιοβολισμούς.
Οι Τούρκοι προσπάθησαν πολλές φορές να σπάσουν την αλυσίδα που έφραζε τον Κεράτιο κόλπο και προστάτευε την ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Στις 20 Απριλίου ένας στολίσκος με εφόδια υπό τον πλοίαρχο Φλαντανελλά κατορθώνει να διασπάσει τον τουρκικό κλοιό μετά από φοβερή ναυμαχία και να εισέλθει στον Κεράτιο, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των πολιορκούμενων.
Ο Μωάμεθ κατάλαβε αμέσως ότι μόνο το πυροβολικό του δεν έφθανε για την εκπόρθηση της Πόλης, εφόσον παρέμεινε απρόσβλητος ο Κεράτιος. Με τη βοήθεια ενός ιταλού μηχανικού κατασκεύασε δίολκο και τη νύχτα της 21ης προς την 22α Απριλίου, περίπου 70 πλοία σύρθηκαν από τον Βόσπορο προς τον Κεράτιο. Η κατάσταση για τους πολιορκούμενους έγινε πλέον απελπιστική, καθώς έπρεπε να αποσπάσουν δυνάμεις από τα τείχη για να προστατεύσουν την Πόλη από την πλευρά του Κεράτιου, όπου δεν υπήρχαν τείχη.
Η τελική έφοδος των Οθωμανών έγινε το πρωί της 29ης Μαΐου 1453. Κατά χιλιάδες οι στρατιώτες του Μωάμεθ εφόρμησαν στη σχεδόν ανυπεράσπιστη πόλη και την κατέλαβαν μέσα σε λίγες ώρες. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που νωρίτερα απέκρουσε με υπερηφάνεια τις προτάσεις συνθηκολόγησης του Μωάμεθ, έπεσε ηρωικά μαχόμενος. Αφού έσφαξαν τους υπερασπιστές της Πόλης, οι Οθωμανοί Τούρκοι προέβησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και εξανδραποδισμούς. Το βράδυ, ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισήλθε πανηγυρικά στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε στον Αλλάχ «αναβάς επί της Αγίας Τραπέζης», όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής.