της Έλενας Ακρίτα
Είναι ωραία γυναίκα η Μάγδα Φύσσα. Αντικειμενικά. Δεν εννοώ το ψυχικό κάλλος και τα συναφή, εννοώ την εξωτερική της εμφάνιση. Είναι όμορφη γυναίκα η Μάγδα Φύσσα. Έξη χρόνια μου πήρε να το καταλάβω. Ο ‘πόνος χωρίς όνομα’ κατακερμάτισε το πρόσωπό της σε μικρά κομμάτια παζλ που δεν είναι όλα στη θέση τους. Κάποια γλίστρησαν από το κουτί, κάποια χάθηκαν, κάποια μπήκαν σε λάθος σημείο. Τα χαρακτηριστικά της σκοτείνιασαν, μόνο τα μάτια της παρέμειναν εκτυφλωτικά κι ολόφωτα.
Τι σας λείπει πιο πολύ από τον Παύλο;
Την ρώτησαν.
Ότι δεν θα με ξαναπεί ποτέ ‘Μάνα’.
Απάντησε.
Αυτό. Αυτό ακριβώς. Που δεν είναι διαχειρίσιμο. Απλά δεν είναι. Δεν ισχύουν εδώ τα ‘αν είσαι μάνα καταλαβαίνεις’ ούτε τα ‘μπες στη θέση της’. Πρώτον γιατί δεν μπορείς να μπεις στη θέση της. Δεν γίνεται να μπεις στη θέση της. Είτε είσαι μάνα, είτε πατέρας, γείτονας, ο περιπτεράς απέναντι – στη θέση της δεν μπαίνεις, τέρμα.
Ο Παύλος δολοφονήθηκε από τους φασίστες μέσα σε λίγα λεπτά, όμως ο αργός θάνατος της μάνας του κρατάει χρόνια. Έξη ολόκληρα χρόνια η μανούλα του βλέπει τους φονιάδες να σουλατσάρουν ξέμπαρκοι, να χλευάζουν, να προκαλούν, να φτύνουν στον τάφο του παιδιού της. Του Παύλου της. Που δεν θα την ξαναπεί ‘μάνα’. Ποτέ.
Έξη χρόνια. Εκεί. Στο δικαστήριο. Με τη μαύρη μπλούζα και τα ανάκατα μαλλιά. Να στέκεται αλύγιστη. Να λυγίζει. Να περιμένει. Να οργίζεται. Να κλαίει. Να καταρρέει σε ξένες αγκαλιές. Να αντέχει. Να μην αντέχει. Να ουρλιάζει. Να σωπαίνει. Να υπάρχει. Να μην υπάρχει.
Είναι όμορφη γυναίκα η Μάγδα Φύσσα. Προσπαθώ να φέρω την εικόνα της όπως ήταν κάποτε – πριν τα χρόνια της γίνουν αιώνες. Ένα κορίτσι με πυκνά μαλλιά και γελαστά μάτια. Τότε που ξεκινούσε τη ζωή της, το σπιτικό της, γεμάτη όνειρα κι ελπίδες, γεμάτη αγκαλιές και φιλιά, κι έρωτες και μωρά που γελούν στο νταχτίρντισμα της μάνας. Τότε που κι εκείνη – όπως όλοι μας – πίστευε πως θα φύγει από τη ζωή πριν από τα παιδιά της. Πως αυτό τον ‘πόνο χωρίς όνομα’, αυτόν τον πόνο τον οξύ, τον αήττητο δεν θα τον ζήσει.
Οι μαχαιριές που διαπέρασαν το κορμί του Παύλου, καρφώθηκαν στην δική της καρδιά. Έξη χρόνια. Έξη. Να ξέρεις τους φονιάδες, να υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες, ντοκουμέντα, στοιχεία, καταθέσεις και να μην τρέχει κάστανο. Κι εσύ εκεί. Να στηλώνεις τα πόδια σε μια αίθουσα δικαστηρίου που μέρα τη μέρα αδειάζει όλο και περισσότερο, μέρα τη μέρα έρχονται όλο και λιγότεροι. Μέχρι που δεν έρχεται κανείς. Και μένεις μόνη.
Στου Νίκου Καββαδία τα στιχάκια τα θεσπέσια παραπέμπει η γυναίκα με τα μαύρα που θρηνεί αγκαλιάζοντας τον τάφο του παιδιού της.
Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
Σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού.
Κι εμείς τον ξεχνάμε τον Παύλο. Κάθε μέρα και πιο πολύ. Είναι βλέπεις η καθημερινότητα, είναι τα βάσανα, οι απλήρωτοι λογαριασμοί, οι ανεκπλήρωτοι έρωτες. Είναι οι καημοί, είναι οι δικές μας απώλειες που παραμερίζουν τον ξένο πόνο. Απ’ αυτό το υλικό είναι φτιαγμένες των ανθρώπων οι ζωές, έτσι είμαστε, έτσι αντέχουμε και κανένας δεν φταίει γι’ αυτό. Εκτός από τη μάνα μας κανείς δεν μάς θυμάται. Όμως εδώ, εδώ σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού, η γυναίκα με τα μαύρα είναι μια ωραία γυναίκα.
Και γίνεται ωραιότερη κάθε μέρα που περνά.