Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την 7η Σεπτεμβρίου του 1999, όταν ο σεισμός των 5,9 Ρίχτερ στην Πάρνηθα άφηνε πίσω του 143 νεκρούς, περισσότερους από 700 τραυματίες και ζημιές σε 70.000 κτήρια.
Είναι ο φονικότερος σεισμός των τελευταίων 50 ετών και η φυσική καταστροφή με το μεγαλύτερο κόστος σε υλικές ζημιές που έχει συμβεί ποτέ στην Ελλάδα. Ο σεισμός, αν και όχι ιδιαίτερα ισχυρός και με συνολική διάρκειά μόλις 15 δευτερόλεπτα, προκάλεσε πολλές καταστροφές εξαιτίας της εγγύτητάς του στην Αθήνα, με επίκεντρο 18 χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης, ανάμεσα στις Αχαρνές και τον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας, καθώς και του μικρού εστιακού βάθους, από 9 μέχρι 14 χιλιόμετρα.
Στην επιφάνεια του εδάφους υπήρξαν ελάχιστες ρηγματώσεις και ήταν δύσκολο να βρεθεί η προέλευση του σεισμού. Το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών ανακοίνωσε αρχικά πως ο σεισμός προκλήθηκε από ρήγμα μήκους 15 χιλιομέτρων που καλύπτει την περιοχή μεταξύ Πεντέλης και Πάρνηθας. Με βάση τη μελέτη δορυφορικών δεδομένων που εξετάζουν την παραμόρφωση καθ’ ύψος του εδάφους που επιβεβαιώθηκε αργότερα από σεισμολογική μελέτη, και έγινε το 2008 αποδεκτή και από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο βρέθηκε ότι έγιναν δύο σεισμοί, μεγέθους 5,8 και 5,5 ρίχτερ, σε διαφορετικά ρήγματα και με διαφορά 3,5 δευτερολέπτων ο ένας από τον άλλο.
Γεωλογία και χαρακτηριστικά σεισμού προήλθε από τεκτονική δράση. Το μέγεθός του υπολογίστηκε σε 5,9 με 6,0 βαθμούς της κλίμακας ρίχτερ. Έλαβε χώρα στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, 14:56:50 τοπική ώρα και διήρκεσε συνολικά 15 δευτερόλεπτα. Το επίκεντρο βρισκόταν 18 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, ανάμεσα στις Αχαρνές Αττικής και τον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας. Το εστιακό βάθος του σεισμού ήταν από 9 μέχρι 14 χιλιόμετρα. Το νέο ρήγμα που δημιουργήθηκε έχει διεύθυνση ανατολική – νοτιοανατολική και κλίση προς τα νοτιοανατολικά, δηλαδή με κλίση προς την Αθήνα. Η διάρρηξη έφτασε μέχρι 1,2 χιλιόμετρα από την επιφάνεια στην περιοχή της Μονής Κυπριανού στη Φυλή.
Σεισμολογική μελέτη και μελέτη με όρους συμβολομετρίας που αξιοποιεί δορυφορικά δεδομένα απέδειξαν ότι στην περίπτωση του σεισμού της Αθήνας ενεργοποιήθηκαν δύο ρήγματα που οδήγησαν στην εκδήλωση δύο σεισμών. Τα ρήγματα εκτείνονταν μέχρι τον κόλπο της Ελευσίνας. Ο λόγος των ενεργειών των δύο σεισμών ήταν 5/1. Το γεγονός ότι οι δύο σεισμοί εκδηλώθηκαν τελικά με χρονική απόσταση 3,5 δευτερολέπτων συνέτεινε να γίνει αντιληπτός ένας σεισμός. Τα αποτελέσματα που παρατηρήθηκαν συνάδουν με την βύθιση του ρήγματος της Φυλής και μιας πιθανής επέκτασης μέχρι τα Άνω Λιόσια που έχει μήκος μέχρι πέντε χιλιόμετρα.
Προσεισμοί και μετασεισμοί
Σεισμικές δονήσεις με επίκεντρο εντός 30 χιλιόμετρων από αυτό του κύριου σεισμού άρχισαν να παρατηρούνται το 1994. Σύμφωνα τον Γεράσιμο Παπαδόπουλο, πρώην αντιπρόεδρο του ΟΑΣΠ και διευθυντή ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, είχαν καταγραφεί πρόδρομες σεισμικές δονήσεις στο ρήγμα από τον Νοέμβριο του 1997, αλλά στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι το φαινόμενο επιταχύνθηκε εξαιτίας του σεισμού στο Ιζμίτ το 1999 και έτσι ο μεγάλος σεισμός έλαβε χώρα πριν το αναμενόμενο. Δεκαοχτώ με δύο λεπτά πριν την κύρια σεισμική δόνηση κατεγράφησαν τέσσερις προσεισμοί με ένταση από 2,5 μέχρι 3,2 ρίχτερ.
Μέσα στις επόμενες 24 ώρες σημειώθηκαν εκατοντάδες μετασεισμοί, από τους οποίος ο ισχυρότερος ήταν αυτός που εκδηλώθηκε τις 7 Σεπτεμβρίου 1999 τις 22:44 τοπική ώρα το βράδυ, με μέγεθος 4,4 ρίχτερ. Οι μετασεισμοί που παρατηρήθηκαν τις πρώτες 20 μέρες, σχημάτιζαν δύο ομάδες στα άκρα του σεισμού, οι οποίες στη συνέχεια συνενώθηκαν. Υπολογίστηκε ότι το σεισμό ακολούθησαν συνολικά μέσα στα επόμενα δύο χρόνια 4.000 μετασεισμοί.
Για 2,5 χρόνια μετά το σεισμό το ρήγμα συνέχισε να ολισθαίνει, ως αποτέλεσμα της στατικής πίεσης, με μέγιστη μετατόπιση που έφτασε τα τρία εκατοστά στην επιφάνεια. Μάλιστα η διάρρηξη που παρατηρήθηκε μετά το σεισμό είχε εμβαδόν 146,5 χλμ², ήταν δηλαδή 42% μεγαλύτερη από τη διάρρηξη που προκλήθηκε από τη κύρια σεισμική δόνηση. Αν αυτή η διάρρηξη λάμβανε χώρα μονομιάς θα ισοδυναμούσε με ένα σεισμό 5,7 βαθμών Ρίχτερ.
Στις 19 Ιουλίου 2019, στις 14:13:14, σεισμός 5,1 βαθμών σημειώθηκε στο δυτικό τμήμα του ρήγματος της Πάρνηθας, το οποίο δεν είχε ενεργοποιηθεί από τον σεισμό του 1999, με επίκεντρο την Μαγούλα, έχοντας εστιακό βάθος μόλις 5 χιλιομέτρων. Ο σεισμός αυτός δεν συνοδεύτηκε από ανθρώπινες απώλειες ή σοβαρές υλικές ζημιές.
Τα θύματα
Ο αριθμός των θυμάτων του σεισμού υπολογίζεται 145, γεγονός που κατατάσσει τον σεισμό ως τον πιο θανατηφόρο που έλαβε χώρα στην Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια. Με βάση αυτοψία σε 111 από τα θύματα του σεισμού, 36 άνθρωποι πέθαναν από τραύματα, 38 άνθρωποι έφεραν τραύματα από τα οποία κινδύνευε η ζωή τους ενώ 31 πέθαναν από ασφυξία. Οι περισσότεροι από τους θανάτους (102/111) οφείλονται σε καταρρεύσεις κτιρίων, τρία από αυτά εργοστάσια. Από τους υπόλοιπους, έξι έχασαν τη ζωή τους λόγω εμφράγματος του μυοκαρδίου, δύο από τραύματα όταν πήδηξαν από το κτίριο στο οποίο βρίσκονταν και ένας όταν χτυπήθηκε από ένα αντικείμενο. Υπολογίστηκε ότι τουλάχιστον άλλοι 85 σώθηκαν μέσα από τα συντρίμια, 2.000 τραυματίστηκαν και 50.000 έμειναν άστεγοι. Οι καταυλισμοί που δημιουργήθηκαν για την προσωρινή στέγαση των αστέγων εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται 10 χρόνια μετά.
Στο εξαώροφο κτίριο της Ρικομέξ, στο Μενίδι, που στεγάζονταν οι εταιρείες Ρικομέξ και Εστία εμπορική, πέθαναν 39 άνθρωποι, ανάμεσα στους οποίους δύο έγκυες γυναίκες. Η επιχείρηση κήρυξε πτώχευση το 2004. Από την εκδίκαση της υπόθεσης το 2007, από τους 33 κατηγορούμενους για την κατάρρευση του εργοστασίου όλοι απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες με ασαφή αιτιολογία. Σε συγγενείς μερικών από τα θύματα δόθηκαν αποζημιώσεις που έφταναν 17.000 € για νεκρό αδελφό, 30.000 € για νεκρό γονιό και 40.000 € για κάθε νεκρό παιδί.
Το Μάιο του 2010 αποφασίστηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι η Νομαρχία έχει αυτοτελείς ευθύνες, καθώς δεν διενήργησε σωστά τους προληπτικούς και κατασταλτικούς ελέγχους στην κατασκευή του εργοστασίου και πρέπει να αποζημιώσει τα θύματα με 18 εκατομμύρια ευρώ. Τελικά το 2012 αποφασίστηκε από το Περιφερειακό Συμβούλιο Αττικής η καταβολή 13 εκατομμυρίων € σε συγγενείς των θυμάτων από τους πόρους της περιφέρειας.
Άλλες υποθέσεις καταρρεύσεων που εκδικάστηκαν, ήταν η κατάρρευση πολυκατοικίας στη Νέα Φιλαδέλφια, όπου άλλοι εφτά άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Για την κατάρρευση κατηγορήθηκαν τεχνικοί εκπρόσωποι του DIA και του Continent (πολυκαταστήματα της εποχής), οι οποίο αθωώθηκαν σε α΄ βαθμό. Ο ιδιοκτήτης της ΦΙΑΛΟΠΛΑΣΤ, όπου πέθαναν 3 γυναίκες, βρέθηκε ένοχος σε α΄ βαθμό για ανθρωποκτονία από αμέλεια, με ποινή φυλάκισης οχτώ μηνών, αλλά πέθανε πριν αυτή πραγματοποιηθεί.
Για την κατάρρευση του εργοστασίου Faran, όπου έχασαν τη ζωή τους 4 άνθρωποι, οι τέσσερις κατηγορούμενοι αθωώθηκαν. Για την κατάρρευση πολυκατοικίας στην οδό Ψυχάρη, στη Μεταμόρφωση τα αδικήματα παραγράφηκαν. Εκεί πέθαναν οχτώ άνθρωποι, ενώ πυροσβέστες ανέσυραν ζωντανά δύο μικρά παιδιά στην αγκαλιά του νεκρού πατέρα τους. Η δίωξη του ιδιοκτήτη, του πολιτικού μηχανικού και του αρχιτέκτονα του εργοστασίου Φουρλής, όπου έχασαν τη ζωή τους 6 εργαζόμενοι, για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο, παύθηκε το 2001 ύστερα από βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών.
Καταστροφές
Ο σεισμός του 1999 ήταν η πιο καταστροφική και δαπανηρή φυσική καταστροφή που έπληξε ποτέ την Ελλάδα, με υλικές ζημιές που αποτιμήθηκαν σε 3 δις δολάρια ΗΠΑ. Εκτός από την εγγύτητά του στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, ο σεισμός είχε μικρό εστιακό βάθος, σε συνδυασμό με ασυνήθιστα υψηλές επιταχύνσεις εδάφους. Οι μεγαλύτερες καταστροφές έλαβαν χώρα εντός 10 χιλιομέτρων από το επίκεντρο, με τοπικές διαφορές που οφείλονταν σε διάφορους τοπογεωγραφικούς παράγοντες.
Οι περιοχές που επλήγησαν περισσότερο από το σεισμό ήταν τα Άνω Λιόσια, το Μενίδι, οι Θρακομακεδόνες και η Φυλή Αττικής, όπου υπολογίζεται ότι τοπικά ο σεισμός είχε ισχύ IX στην κλίμακα Μερκάλι, ενώ κατά τόπους έφτασε και την ισχύ Χ (10, με μέγιστο επίπεδο το 12), με το 30% των καλά κατασκευασμένων κτιρίων να έχει καταρρεύσει, ήταν δηλαδή «εξαιρετικά καταστροφικός», ενώ μεγάλες επιταχύνσεις παρατηρήθηκαν και στη περιοχή Αδάμες, λόγω του αργιλώδους εδάφους και της εγγύτητας στη κοίτη του Κηφισού. Δεν αναφέρθηκαν σημαντικές υλικές καταστροφές στο Δήμο Αθηνών και στα νότια και ανατολικά προάστια.
Την επόμενη ημέρα του σεισμού, το ΥΠΕΧΩΔΕ όρισε ομάδες που αποτελούνταν από δύο μηχανικούς να ερευνήσουν τις καταστροφές στις περιοχές που επηρεάστηκαν από το σεισμό. Ύστερα από οπτική έρευνα τα κτίρια χαρακτηρίζονταν πράσινα αν η φέρουσα δομή δεν είχε ζημιές, κίτρινα αν η φέρουσα δομή είχε υποστεί επιδιορθώσιμες ζημιές και κόκκινα αν τα κτίρια είχαν υποστεί τόσες πολλές ζημιές που δεν μπορούσαν να επισκευαστούν και έτσι έπρεπε να κατεδαφιστούν. Στους Θρακομακεδόνες το 84% των σπιτιών χαρακτηρίστηκε κόκκινο ή κίτρινο, στα Άνω Λιόσια το 64% και στη Φυλή το 56%.
Τα περισσότερα «κόκκινα» κτίρια βρίσκονταν στις Αχαρνές και τα Άνω Λιόσια. Μεγάλα εργοστάσια που βρίσκονταν στη περιοχή και υπέστησαν σοβαρές ζημιές από το σεισμό, ήταν των Ricomex ΑΕ, Αφοί Φουρλή ΑΕΒΕ, Παπουτσάνης ΑΒΕΕ και Φαράν ΑΒΕΕ, οι οποίες όλες είχαν σημαντικές οικονομικές απώλειες λόγω του σεισμού. Ο σεισμός προκάλεσε μεγάλες ζημιές στο καζίνο Mont Parnes, στην Πάρνηθα, με αποτέλεσμα το κέντρο διασκέδασης να κατεδαφιστεί, ενώ το μισό κτίριο τέθηκε εκτός λειτουργίας εξαιτίας της μετατόπισής του από την κατακόρυφο. Το κτίριο αποφασίστηκε τελικά να κατεδαφιστεί και στη θέση του να ανεγερθεί ένα νέο. Το Στάδιο Νίκος Γκούμας στη Νέα Φιλαδέλφεια, έδρα της ΑΕΚ υπέστη τόσες ζημιές, ιδίως στις θύρες 3 και 16, από το σεισμό ώστε να έπρεπε να κατεδαφιστεί. Συνολικά από το σεισμό κατέρρευσαν 110 κτίρια, 5.222 κρίθηκαν κατεδαφιστέα και 38.165 επισκευάσιμα.
Η Ακρόπολη και τα άλλα μνημεία της Αθήνας είτε έμειναν αλώβητα είτε είχαν μικρές υλικές ζημιές. Στον Παρθενώνα και στο Ερέχθειο παρατηρήθηκε ελαφρά περιστροφή κάποιων κιόνων, χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Αρκετά από τα κτίρια με πλίνθινη τοιχοποιία που χρονολογούνται από τον 19ο αιώνα δεν υπέστησαν ζημίες, αν και κάποια από αυτά τα κτίρια χαρακτηρίστηκαν κόκκινα, μερικά διατηρητέα (δηλαδή κτίρια τα οποία δεν πρέπει να κατεδαφιστούν). Η Μητρόπολη Αθηνών, η οποία είχε υποστεί ζημιές και από το σεισμό του 1981, χρειάστηκε να αναστηλωθεί. Μνημεία στα οποία προκλήθηκαν σημαντικές ζημιές από το σεισμό ήταν η μονή Δαφνίου και το κάστρο της Φυλής, που χρονολογείται από τον 5ο αιώνα π.Χ., όπου στους τοίχους εμφανίστηκαν μεγάλες ρωγμές.
Όσον αφορά τις υποδομές, μια κατολίσθηση καθώς και αρκετές ρωγμές αναφέρθηκαν κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί στην κορυφή της Πάρνηθας και βρισκόταν κοντά στο επίκεντρο, αλλά κατά τα άλλα οι ζημιές στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο ήταν μικρές ενώ δεν παρατηρήθηκαν ζημιές στο Μετρό της Αθήνας. Μικρές ζημιές αναφέρθηκαν επίσης στο δίκτυο υδροδότησης κοντά στο επίκεντρο, με μικρές διαρροές σε υψηλής πίεσης σωλήνες. Το δίκτυο παροχής φυσικού αερίου και το δίκτυο αποχέτευσης δεν υπέστησαν καταστροφές. Στα λιμάνια της Ελευσίνας και του Πειραιά οι ζημιές ήταν μικρές, καθώς οι μόνες που παρατηρήθηκαν ήταν η μετακίνηση κατά 10 εκατοστά μερικών τοίχων στις αποβάθρες, επειδή κατακάθισαν, με αποτέλεσμα την ελαφρά παραμόρφωση των σιδηροτροχιών των γερανών και κάποιες διακοπές στο ηλεκτρικό δίκτυο.
Η “διπλωματία των σεισμών”
Ο σεισμός έλαβε χώρα λιγότερο από ένα μήνα μετά από έναν (πολύ μεγαλύτερης κλίμακας) σεισμό στην Τουρκία. Αυτή η ιδιόμορφη διαδοχή των σεισμών και η αμοιβαία βοήθεια των δύο χωρών, έδωσαν την αφορμή για συζητήσεις οι οποίες έγιναν γνωστές ως η «ελληνοτουρκική διπλωματία των σεισμών», με την ελπίδα για μια σημαντική ανάκαμψη στις διμερείς σχέσεις, οι οποίες είχαν αμαυρωθεί από δεκαετίες αμοιβαίας εχθρότητας.
Η Τουρκία ανταπέδωσε την ενίσχυση που ήλθε από την Ελλάδα αμέσως μετά το σεισμό στις 17 Αυγούστου 1999 στη Νικομήδεια. Η τουρκική ενίσχυση ήταν η πρώτη που έφτασε στις πληγείσες περιοχές, με την πρώτη εικοσαμελή ομάδα διάσωσης να φτάνει στην Αθήνα εντός 13 ωρών μετά το χτύπημα του εγκέλαδου. Τα τηλέφωνα στα Ελληνικά Προξενεία και την Πρεσβεία της Τουρκίας κυριολεκτικά μπλόκαραν από τους Τούρκους πολίτες που προσέφεραν αίμα.