Την ώρα που στις μέρες μας συνεχίζουμε να συζητάμε ως κοινωνίες για την οπλοχρησία και τους νόμους που οφείλουν να την περιβάλουν, με τις ΗΠΑ να οδηγούν εδώ την τραγική κούρσα, φαίνεται πως σε άλλες και αρκούντως μακρινές εποχές τέτοια θέματα ήταν λυμένα. Ή επαρκώς τακτοποιημένα τουλάχιστον.
Με την καθημερινή ειδησεογραφία να βρίθει από περιστατικά βίας και ανθρωποκτονίας γιατί το όπλο βρέθηκε σε εντελώς λάθος χέρια, είναι να μην αναρωτηθείς τι έκαναν οι παλιότερες κοινωνίες εδώ, αν είχαν νιώσει δηλαδή ποτέ την ανάγκη να εφαρμόσουν νόμους αναφορικά με την οπλοκατοχή;
Και όταν μιλάμε για φωτισμένους πολιτισμούς του παρελθόντος, η κουβέντα πηγαίνει αναγκαστικά στην εξιδανικευμένη κοινωνία των αρχαίων Ελλήνων. Οι οποίοι δεν θα άφηναν φυσικά το θέμα στην τύχη του, κάθε άλλο!
Στην αρχαία Ελλάδα, αλλά και τους πολιτισμούς της εποχής, τα όπλα ήταν σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας. Ο πόλεμος πλανιόταν διαρκώς σαν φάντασμα πάνω από την κοινωνία και ήταν κάτι παραπάνω από απλή πιθανότητα να ξεσπάσει ένας στο διάβα της ζωής σου. Είτε μιλάμε για αδηφάγες ορέξεις εξωτερικών εχθρών είτε για αλλότρια συμφέροντα που οδηγούσαν σε εμφύλιες συρράξεις, ο πόλεμος ήταν συνεχώς προ των πυλών.
Κι έτσι ήταν βολικό να κρατάς τα όπλα σου κάπου κοντά, ή ακόμα και πάνω σου, την ίδια ώρα που οι ηγέτες συνήθιζαν να έχουν τις προσωπικές τους φρουρές, όπως ακριβώς και σήμερα δηλαδή.
Κι αν τα όπλα δεν είναι νέο θέμα συζήτησης, ούτε η συζήτηση για τα όπλα είναι νέο θέμα…
Οι αρχαίοι πρόγονοί μας λοιπόν, στους οποίους πολλές σημερινές κοινωνίες στρέφονται για έμπνευση και καθοδήγηση, παραμένουν ένας από τους παλαιότερους πολιτισμούς που εφάρμοζε νόμους για την οπλοκατοχή. Κι αυτό σε μια εποχή που η συνεχώς εξελισσόμενη πολιτική φύση των προ-δημοκρατικών ελληνικών πόλεων-κρατών καλούσε διαρκώς σε πολεμική δράση, πόσο μάλλον που οι Έλληνες μπλέκονταν μονίμως σε συρράξεις τόσο μεταξύ τους όσο και με γειτονικά ή απομακρυσμένα φύλα (Περσικοί Πόλεμοι, Πελοποννησιακός Πόλεμος κ.ο.κ.).
Ενώ τα όπλα διαδραμάτιζαν όμως κεφαλαιώδη ρόλο στον ελληνικό πολιτισμό, οι Έλληνες αναγνώρισαν από πολύ παλιά την ανάγκη να μπει ένα όριο στη χρήση τους μέσα στην ευνομούμενη κοινωνία. Όπως γνωρίζουμε, τα όπλα τα προμήθευαν και τα έφεραν οι πλούσιοι, καθώς στους περισσότερους ελληνικούς στρατούς (παρά τις λογής διαφοροποιήσεις μεταξύ των πόλεων-κρατών) ο οπλίτης ήταν υποχρεωμένος να εξασφαλίζει μόνος του τον στρατιωτικό του εξοπλισμό.
Τα όπλα ήταν σε κάποιες περιπτώσεις συνώνυμο του πλούτου και της οικονομικής ευμάρειας (θυμηθείτε εδώ τους πεντακοσιομέδιμνους, τριακοσιομέδιμνους, διακοσιομέδιμνους κ.λπ.), ένα ιδιαίτερο status symbol που ξεχώριζε τον πραγματικά πλούσιο από τον μέσο πολίτη. Οι άντρες μπορούσαν να έχουν όσα όπλα τραβούσε η όρεξή τους στα σπίτια τους, καθώς δεν μας παραδίδεται πως υπήρχε όριο στον αριθμό ή τον τύπο των όπλων που μπορούσε να κατέχει κάποιος.
Όριο υπήρχε όμως και μάλιστα επαρκώς καθορισμένο αναφορικά με την έκθεση στα όπλα που ήθελε να έχει η ελληνική κοινωνία. Και είναι μάλλον αναπάντεχο το γεγονός να υπάρχουν σε μια κοινωνία με τόσο πόλεμο εντός και εκτός της τόσο αυστηροί νόμοι, «δρακόντειοι» κατά κάποιους ιστορικούς, για τον έλεγχο της οπλοκατοχής.
Στις περισσότερες πόλεις-κράτη, κάθε νεαρός πολίτης ήταν υποχρεωμένος διά νόμου να υπηρετεί στρατιωτικά την πατρίδα του, φέροντας τα δικά του όπλα. Μόνο που δεν μπορούσε να τα φέρει σε δημόσιους χώρους εντός της πόλης, με μόνη εξαίρεση το ενδεχόμενο να βαδίζει προς τη μάχη ή να εκπαιδεύεται σε κάποιο στρατιωτικό γυμνάσιο.
Ο Θουκυδίδης μάς λέει εδώ (στο Α’ Βιβλίο της «Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου») ότι οι Αθηναίοι ήταν μεταξύ των πρώτων ανθρώπων που καθιέρωσαν νόμους κατά της οπλοκατοχής σε δημόσιους χώρους:
«[1.5.3] Ασκούσαν και την ληστεία τότε ο ένας εναντίον του άλλου. Και μέχρι σήμερα, σε πολλά μέρη της Ελλάδας, διατηρείται η ληστεία όπως στους Οζόλες Λοκρούς, στους Αιτωλούς και στους Ακαρνάνες και στην γύρω περιοχή, όπου η συνήθεια της οπλοφορίας έχει μείνει απ᾽ τον παλιό καιρό. [1.6.1] Όλη η Ελλάδα οπλοφορούσε, γιατί οι μικροί οικισμοί ήσαν ατείχιστοι και οι μεταξύ τους συγκοινωνίες δεν είχαν ασφάλεια. Έτσι είχαν συνηθίσει να ζουν οπλισμένοι, όπως ζουν οι βάρβαροι. [1.6.2] Το γεγονός άλλωστε ότι η συνήθεια αυτή διατηρείται στην περιοχή αυτή της Ελλάδας είναι ένδειξη ότι κάποτε επικρατούσε παντού. [1.6.3] Οι Αθηναίοι ήσαν οι πρώτοι που έπαψαν να οπλοφορούν και άρχισαν να ζουν πιο άνετα και ευχάριστα», λέει στο «Ἱστορίαι» (1.5.3-1.6.3), σε μετάφραση Άγγελου Βλάχου.
Επιπροσθέτως, την ώρα που οι νεαροί Αθηναίοι φυλούσαν τα όπλα τους στο σπίτι, ο Αριστοτέλης μας λέει στα «Πολιτικά» του ότι οι γεροντότεροι άντρες που δεν ήταν πια σε ενεργή στρατιωτική υπηρεσία δεν έπρεπε να συνεχίσουν να κατέχουν όπλα, υποδεικνύοντας πως υπήρχε πιθανότατα μια παράδοση όπου οι ηλικιωμένοι παρέδιδαν τα όπλα τους στον δήμο.
Αλλά και ο Ξενοφών μας λέει για τους Σπαρτιάτες ότι κυκλοφορούσαν άοπλοι κατά τη διάρκεια περιόδων ειρήνης, κρατώντας τα όπλα καλά ασφαλισμένα στα σπίτια τους. Και στη Σπάρτη, διατείνεται ο αθηναίος ιστορικός, οι πολίτες μπορούσαν να φέρουν πάνω τους όπλα μόνο σε λατρευτικές τελετές ή στρατιωτικού τύπου γυμνάσια. Δεν μας ξεκαθαρίζει πάντως αν ήταν επιβεβλημένο διά νόμου ή μια απλή καθημερινή συνήθεια με σπουδαίο ωστόσο νόημα.
Και το παράδειγμα των Λακεδαιμόνιων είναι ακόμα πιο δηλωτικό, καθώς αυτοί είχαν και τον συνεχή εσωτερικό κίνδυνο των Ειλώτων να αντιμετωπίσουν, οι οποίοι εξεγείρονταν μια στο τόσο και έπρεπε οι σπαρτιάτες πολίτες να καταπνίγουν τις επαναστάσεις εν τη γενέσει τους.
Ο Αριστοτέλης υποδεικνύει για άλλη μια φορά τους κινδύνους που αντιπροσωπεύει η γενικευμένη οπλοκατοχή για την ίδια τη δημοκρατία παραπέμποντας στο στρατήγημα του αθηναίου τυράννου Πεισίστρατου, ο οποίος με ένα τέτοιο τέχνασμα κατάφερε να αρπάξει την εξουσία.
Το 561 π.Χ., στην πρώτη του τυραννίδα, αυτοτραυματίστηκε και εμφανίστηκε αιμόφυρτος στην αγορά υποστηρίζοντας πως κάποιος πήγε να τον δολοφονήσει. Έπεισε έτσι τους αθηναίους πολίτες να τον αφήσουν να έχει την προσωπική του φρουρά από 50 κορυνηφόρους (άνδρες οπλισμένους με ρόπαλα), παρά τη φαρμακερή αντίδραση του Σόλωνα που διείδε τις σκοτεινές προθέσεις του για κατάλυση της δημοκρατίας. Και πράγματι αυτή τη φρουρά χρησιμοποίησε ο τύραννος, αφού την αύξησε πρώτα σε αριθμούς και οπλισμό, καταλαμβάνοντας την Ακρόπολη και την εξουσία τελικά.
Καθώς ήταν ο μόνος που είχε πάνω του όπλα στην Εκκλησία του Δήμου, ποιος να του πει όχι; Έστειλε τους πολίτες σπίτι τους, τους συμβούλευσε να κοιτάνε τη δουλειά τους και να αφήσουν τη διακυβέρνηση πάνω του. Απλώς και μόνο γιατί του επέτρεψαν να φέρει όπλα εντός των τειχών της Αθήνας…
Η αρχαία ελληνική γραμματεία το λέει ήδη από την αρχαϊκή της περίοδο (800-480 π.Χ.) πως κανένας δεν μπορούσε να πατήσει πόδι στην αγορά με όπλα ζωσμένα πάνω του. Το ίδιο συνέβαινε και στους ναούς και τους χώρους λατρείας, έπρεπε να βγάλεις αναγκαστικά το ξίφος από το θηκάρι, εκτός κι αν μιλούσαμε για τα τελετουργικά σπαθιά και μαχαίρια που έφεραν οι ιερείς.
Αλλά και πουθενά που λάμβαναν χώρα πολιτικές ζυμώσεις δεν μπορούσε να εμφανιστεί όπλο. Κι εδώ η ελληνική γραμματεία είχε την ξακουστή ιστορία του νομοθέτη Χάροντα να διηγείται, του ίδιου ανθρώπου δηλαδή που είχε απαιτήσει στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. να τεθεί σε ισχύ ένας νόμος που να απαγορεύει τα όπλα στην Αγορά της Κατάνης, της αποικίας των Χαλκιδέων στη Σικελία (τη σημερινή Κατάνια).
Ο Χάροντας, όπως μας παραδίδεται, επέμενε μανιωδώς πως όποιος ήθελε να λάβει χώρα στις δημόσιες ομιλίες και τις πολιτικές αποφάσεις της πόλης όφειλε να αφήσει τα όπλα του έξω από τη Συνέλευση. Μια μέρα όμως, επιστρέφοντας από ταξίδι και πηγαίνοντας κατευθείαν στο βήμα της Συνέλευσης, ξέχασε να περάσει από το σπίτι του για να βγάλει το σπαθί του, το οποίο είχε πάνω του για προστασία. Βλέποντάς τον οι πολίτες της Κατάνης να καταπατά τον ίδιο του τον νόμο, τον περιγέλασαν μαζικά.
Κι εκείνος, για να αποδείξει την αφοσίωσή του στον νόμο περί του ελέγχου των όπλων, επανόρθωσε το ατόπημά του βγάζοντας το μαχαίρι του και αυτοκτονώντας επιτόπου. Την ιστορία μάς καταμαρτυρά ο Διόδωρος Σικελιώτης, ιστορικός του 1ου αιώνα π.Χ., στη «Βιβλιοθήκη» του και λέει μάλιστα πως ο Χάροντας είχε θεσμοθετήσει την ποινή του θανάτου για τους παραβάτες του νόμου του, τόσο ξεκάθαρος ήθελε να είναι πως κανείς δεν θα κουβαλούσε όπλα στον ναό της δημοκρατίας.
Το παράδειγμα του Χάροντα πρέπει να ήταν αυτό που γέννησε την παράδοση στις αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας (Σικελία και Νότια Ιταλία) με τους ιδιαιτέρως αυστηρούς νόμους κατά της οπλοκατοχής στα όρια των πόλεων. Πολύ πιο άκαμπτους δηλαδή από τις πόλεις-κράτη του κατεξοχήν ελλαδικού χώρου.
Η ελληνική γραμματεία αποδίδει πάντως την καθιέρωση πλαισίων περί του ελέγχου των όπλων στην καθολική επίδραση του Πυθαγόρα, ο οποίος αναφέρεται πως ήταν ένας από τους πιο παθιασμένους κήρυκες κατά της οπλοκατοχής σε περιόδους ειρήνης, καλώντας τους Έλληνες να θέσουν από νωρίς περιορισμούς στη χρήση των όπλων…
Η προσήλωση του Χάροντα στον νόμο περί γενικού αφοπλισμού στη Συνέλευση του Δήμου έγινε παράδειγμα προς μίμηση στο Κοινό των Ελλήνων, καθώς όλοι αναγνώρισαν την αμείλικτη πρόθεσή του να κρατήσει τους συμπολίτες του ασφαλείς από την απειλή και την πειθώ των όπλων.
Στο λίκνο της δημοκρατίας και κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού λοιπόν το να μη φέρεις όπλα πάνω σου στις καθημερινές συναλλαγές με τους συμπολίτες σου ήταν ένδειξη πολιτισμού. Η εκλεπτυσμένη άποψη των αρχαίων Ελλήνων περί οπλοκατοχής δείχνει για άλλη μια φορά τη βασιλική οδό για την εμβάθυνση της δημοκρατίας.
Αυτό δεν λέει μήπως ο Θουκυδίδης; Πως οι Έλληνες συνήθιζαν να κυκλοφορούν οπλισμένοι στα παλιά τα χρόνια, «όπως οι βάρβαροι», εξαιτίας της χαοτικής φύσης του κόσμου τους. Στα πολιτισμένα χρόνια του ίδιου όμως, όταν ο όχλος μετατράπηκε σε ραφιναρισμένη πολιτεία, δεν υπήρχε πια η ανάγκη για όπλα. Είχαν τον λόγο πια…